Κύρος ο Μέγας και Αλέξανδρος ο Μακεδών. Η μυθιστορηματική συνάντηση δύο κορυφαίων προσωπικοτήτων

9 Αυγούστου 2019

Αποφασισμένος κανείς να μελετήσει τα έργα του Ξενοφώντος και να διεισδύσει στην ουσία των ιστορικών του αναφορών, θα διαπιστώσει ότι ο φιλολακεδαίμων ιστορικός αναδεικνύει το ταλέντο της Σωκρατικής μαθητείας η οποία διαμόρφωσε και σμίλεψε τα χαρακτηριστικά εκείνα του ανθρώπου που, επιστημονικώς, προσπαθεί να διαπιστώσει και να τεκμηριώσει κάθε χαρακτηριστικό ιστορικής πραγματικότητος που συλλέγει τόσο για ανθρώπους όσο και για γεγονότα.

H Ξενοφώντεια ιστοριογραφία, λοιπόν, είναι πολυπρισματική και πολυσχιδής. Η ποικιλία της συγγραφής του ιστορικού αναδεικνύεται και μέσω της πληθώρας των έργων του αναφορικώς με διάφορα θεματικά κέντρα όπου αναζητείται να τοποθετηθούν τα γεγονότα και οι άνθρωποι κάτω από το πρίσμα της φιλοσοφικής και πολιτικής αναλύσεως. Στη βάση αυτής της συλλογιστικής πορείας και με γνώμονα την προσέγγιση της ιστορικής αληθείας, ο Ξενοφών επιζητεί, μέσω συγκεκριμένων μοτίβων και αναφορών που έχουν να κάνουν με τις ιδιότητες του φωτισμένου ηγέτου, να σκιαγραφήσει το πρότυπο του ιδανικού ηγεμόνος. Στόχος του και επιδίωξη τελική είναι να παρουσιάσει το πρότυπο αυτό με τέτοιο τρόπο ώστε ν ἀναδειχθεῖ ο θαυμασμός του για τον επικεφαλής εκείνον, ο οποίος αποτελεί ανεπιφυλάκτως, και με βάση τα δεδομένα της δικής του αντιλήψεως για την αξία και τον ρόλο του άρχοντος και με γνώμονα την ολιγαρχική του συνείδηση, τον απόλυτο άρχοντα και τον ιδεατό πολιτικό ηγέτη. Στην αναζήτηση αυτή λοιπόν θα προσπαθήσουμε να αντιπαραβάλλουμε τις αναφορές που έχουμε για το πρότυπο του ιδεώδους ηγεμόνος τόσο στον ίδιο τον Ξενοφώντα όσο και στον ιστορικό Φλάβιο Αρριανό, πολύ μεταγενέστερό του Αθηναίου ιστορικού, ο οποίος καταγράφει την πορεία του Αλεξάνδρου του Μεγάλου.

Σκοπός, λοιπόν, του συγκεκριμένου άρθρου είναι να επιχειρηθεί, σε αδρές γραμμές και σε βασικά στοιχεία, μία συγκριτική παρουσίαση των χαρακτηριστικών εκείνων του ιδεώδους ηγέτου που συναντάμε όχι μόνο στο έργο του Ξενοφώντος, «Κύρου Παιδεία» αλλά και στην «Αλεξάνδρου Ανάβασιν» του Αρριανού, από τον χώρο της μεταγενεστέρας Ρωμαϊκής λογοτεχνικής παραδόσεως. Με τον τρόπο αυτό θα επισημανθούν οι κοινές αναφορές και θα επιδιωχθεί να συγκροτηθεί ένα πλέγμα χαρακτηριστικών που αφορά, τελικώς, στην προσωπικότητα και στον τρόπο διοικήσεως του ιδεώδους ηγεμόνος. Προτού, λοιπόν, επιχειρήσουμε να προχωρήσουμε στην συγκριτική παρουσίαση των χαρακτηριστικών αυτών, που ορίζουν τον ιδεώδη επικεφαλής του κράτους, χρήσιμο θα ήταν να επισημάνουμε τους ιδεολογικούς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται το πρότυπο αυτό. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντειο Σωκράτη, η ιδέα του ιδανικού ηγεμόνος προκύπτει από την εμφάνιση του Αγαμέμνονος στα «Απομνημονεύματα», ως ενός από εκείνους που, τελικώς, διεφύλαξαν την αρχή της «ευδαιμονίας» για την πόλη-κράτος και την κοινότητα[1].

Με βάση, λοιπόν, την παρουσία του συγκεκριμένου άρχοντος στις αναφορές του φιλοσόφου, στην πραγματικότητα τίθεται το ερώτημα, τελικώς, «τι αρχή ανθρώπων, τι αρχικός ανθρώπων»[2], ερώτημα το οποίο στην ουσία του εστιάζει στην έννοια της «αρχής», της εξουσίας, δηλαδή, και στον τρόπο λυσιτελούς ασκήσεώς της από τον φωτισμένο ταγό και οδηγό της Πολιτείας. Η ερμηνεία αυτή λειτουργεί, αποδεικτικώς, ως μέτρο βάσει του οποίου δομείται τελικώς η αρχηγική και ηγεμονική, πάνω απ ὅλα, προσωπικότητα του επικεφαλής ανδρός.[3] Ο ηγέτης, δηλαδή, για να το διευκρινίσουμε, δεν είναι απλώς ο οδηγητής, ο ηγούμενος μιας χώρας αλλά ο πολιτικός και κοινωνικός της εκφραστής, ο εισηγητής των αλλαγών και των ποικίλων μεταρρυθμίσεων και, πολύ περισσότερο, ο «πατέρας» του λαού, χωρίς καμμιά αίσθηση ειρωνείας στα γραφόμενά μας. Η ηγετική προσωπικότητα, δηλαδή, είναι προορισμένη από την φύση της να διαφυλάττει την ευτυχία της κοινότητος και να προφυλάσσει την ατομικότητα της υπάρξεως του κάθε μέλους αυτής, όσο και του κοινωνικού συνόλου γενικώτερα. Απώτερος στόχος μιας τέτοιας πολιτικής τακτικής είναι η προετοιμασία ετοιμοπολέμων και ικανών μαχητών, που έχουν τα χαρακτηριστικά του ηγέτου τους.

Στην πραγματικότητα, η αξιοσύνη του ηγέτου διαπιστώνεται από τον τρόπο που εκείνος διαχειρίζεται την μάζα, τον λαό. Μία τέτοια ηγεμονική μορφή υπήρξε και ο Κύρος ο Πρεσβύτερος, του οποίου η προσωπικότητα και το ηγετικό προφίλ περιγράφεται από τον Ξενοφώντα στην Κ. Π. με χρήση μοτίβων τέτοιων που αναδεικνύουν την μοναδικότητα του ως επικεφαλής του κράτους. Παρουσιάζοντας, λοιπόν, συγκεντρωτικώς, τα χαρακτηριστικά του Κύρου και επιχειρώντας να κάνουμε μία συγκριτική παρουσίαση των κοινών στοιχείων των δύο αυτών ηγετικών προσωπικοτήτων, δεν μπορούμε, αρχικώς, να μην σταθούμε με προσοχή στον τρόπο που ο ιστορικός σκιαγραφεί την εξωτερική εμφάνιση του ενός εξ αὐτῶν, του Κύρου. Ο συγκεκριμένος παρουσιάζεται ως ένας πάρα πολύ ωραίος και εμφανίσιμος, εξωτερικώς, άνθρωπος. Από την αρχή κιόλας της Κ. Π, και, ειδικώτερα, στο 1.2.1, ο εγγονός του Αστυάγους χαρακτηρίζεται «είδος μεν κάλλιστος» και στην πορεία «φιλόκαλος» σε τέτοιο σημείο που παρασύρει σε αχαλίνωτο έρωτα και πόθο τον Μήδο αξιωματούχο ο οποίος «εκπεπλήχθαι επί τω κάλλει του Κύρου» και, απεγνωσμένως, ζητεί να τον φιλήσει. Μάλιστα εκφράζει και σωρεία παραπόνων για την στάση του Κύρου να μην τον φιλήσει, ο οποίος τελικώς, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως, εγκρατής, κατασιγώντας τις σωματικές του παρορμήσεις και την οιαδήποτε εκούσια η ακούσια ηδονή θα προκαλούσε η πράξη του φιλήματος.

Το κάλλος, όμως, του νεαρού πρίγκηπος επισημαίνεται και στο 3.1.24 και 3.1.41 του ιδίου έργου, όπου επανέρχεται η ιδιότητα «κάλλιστος»[4], για το πρόσωπο του Κύρου, αυτή τη φορά από τους διοκουμένους του και επισφραγίζεται με την χρήση του απαρεμφάτου «καταγοητεύειν», όπου και τονίζεται όχι μόνο η εξωτερική ομορφιά αλλά και η γοητεία του Πέρσου ηγήτορος. Είναι, λοιπόν, σαφής η διάθεση του Ξενοφώντος να παρουσιάσει την εξωτερική ομορφιά του Κύρου ως έναν από τους βασικούς άξονες της επικράτησής του και της δυναμικής του ηγεμονίας. Η εμφάνιση, παρά ταύτα, αυτή θα είχε ακυρωθεί εάν δεν συνοδευόταν από την αρχή της εγκρατείας που χαρακτηρίζει τον Κύρο και την οποία επισημάναμε λίγο πρωτύτερα με την περίπτωση του φιλιού[5]. Την εγκράτεια αυτή την επισημαίνει ο ιστορικός σε διάφορα σημεία όπου κυριαρχεί το μοτίβο της εννοίας της «εγκρατείας» και της αποχής του Κύρου από τις καθημερινές απολαύσεις και ηδονές που, τελικώς, εξυπηρετούν, αποκλειστικώς και μόνο, τις σωματικές ανάγκες, όπως επιβεβαιώνεται και από τον Σωκράτη στα «Απομνημονεύματα».[6]

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

Βλ. Gray, V. σ.4 κ.ε
Βλ. Ξενοφ. Ἀπομνημ. 1.1.16
Βλ. Nadon 2001: 109-147
Βλ. Ξενοφ. Κ. Π. 6.4.4:«…κάλλιστος» καί Κ. Π. 8.3.5: «…φιλόκαλος».
Βλ. Ξενοφ. Ἀγησιλ. 5.4 καί Ἀπομν. 1.3.12:«…Ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, ὁ Ξενοφῶν, ὡς δεινὴν τινα λέγεις δύναμιν τοῦ φιλήματος εἶναι.»
Βλ. Ξενοφ. Ἀπομν. 1.2.29, 1.3.8, 1.5.1, 2.1.1, 2.1.3, 2.6.5 καί 4.5.8