Προσβάσιμη σελίδα

«Παράδοσις και ύφος στην Κωνσταντινούπολη»

Όταν ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης έψαλε στο Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, ύστερα από εξήντα τιμημένα χρόνια στα αναλόγια του πατριαρχικού ναού του Φαναρίου, ο «Δάσκαλος», παρά την ηλικία του, συγκλόνισε τα πλήθη. Ο Τύπος τον έκρινε διαφορετικά και ποικιλότροπα, ορισμένοι δε τον είδαν σαν γίγαντα της «Πατριαρχικής μουσικής παραδόσεως». Και η Σοφία Σπανούδη τότε έγραφε, ότι «η Αθήνα άκουσε τον κυρίαρχο του μεγάλου βυζαντινού ύφους, με τη γνησιότερη σφραγίδα».

Θα εγκύψω ακαδημαϊκά σ᾽ αυτή τη «γνήσια σφραγίδα», εξετάζοντας με πολλή συντομία τη βασική αιτία αυτού του θρύλου «της παραδόσεως και του ύφους», που κατά τη γνώμη μου οφείλεται σε τρεις ουσιώδεις παράγοντες:

  1. Στην ιδιάζουσα έννοια που απέκτησε η «παράδοσις» γενικά στη Βασιλεύουσα.
  2. Στους ειδικούς λόγους που τη δημιούργησαν και τη συγκράτησαν στην επιβλητική της θέση.
  3. Στις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής του Ρωμηού μετά την Άλωση.

Τη μελέτη μου αυτή την αφιερώνω στους ομόψυχους αποφοίτους της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης, για την Επετηρίδα που ετοιμάζουν μέσα στον κύκλο της Εστίας των στην Ελλάδα.

Ι. Η ιδιάζουσα έννοια και σημασία της παραδόσεως στη «Βασιλεύουσα»

Όταν μιλούμε γενικά για το Οικουμενικό Πατριαρχείο η για το Φανάρι, η σκέψη μας αυθόρμητα καταλήγει στην ιδέα του «άκρως ιερού» και του «αμετακίνητου». Βλέπουμε τους πιστούς του αφοσιωμένους στο «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε». Με αλλά λόγια, μιλώντας για τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, έχουμε προκαταβολικά το δεδομένο, ότι ακολούθησε και ακολουθεί μία εφαρμογή βιώματος με στερρότητα στα καθιερωμένα, και ο νούς μας συγκλονίζεται από την ιδέα και την πραγματικότητα ενός θεσμού, που ο σεβασμός και η ακτινοβολία του, από καταβολής του, οφείλονται σε μία Ιερή και φανατική θα λέγαμε προσήλωση στο κατεστημένο.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσα στους αιώνες της πολυκύμαντης ιστορίας του, ακολούθησε υποχρεωτικά μία «Τάξη» και ένα «Τυπικό», που η πιστή εφαρμογή τους, μαζί με την αδιαφιλονίκητη αξία και ανωτερότητά τους, αποτέλεσαν τον συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στις εποχές, τα πρόσωπα και τις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής του Φαναρίου. Στην εκκλησιαστική γλώσσα, η κατάσταση αυτή λέγεται «παράδοσις». Γιατί όλη η αξία της εξαρτάται από το πόσο θα περιέλθει ακέραια στους επιγόνους. Κι᾽ έχει την έννοια ακόμη της εξασφαλίσεως ενός θησαυρού – του κατεστημένου – από γενεά σε γενεά.

Αυτός ο θησαυρός, η παράδοσις, είναι που αποτελεί τον άγραφο νόμο της ζωής και των ενεργειών του θεσμού, και στην περίπτωσή μας, της Μεγάλης Εκκλησίας. Χωρίς τον «τυπικό» η «ταξικό» αυτό θησαυρό, η Μεγάλη Εκκλησία μικραίνει – τρόπος του λέγειν – και γίνεται α-ταξική Εκκλησία, γίνεται άτακτη Εκκλησία.

Αν τώρα αυτή η παράδοση, επιτύχει να μιλήση διά μέσου των αιώνων και ν᾽ αγκαλιάση τα πλήθη, αν επιτύχει ν᾽ ανταποκριθεί στους φανερούς της σκοπούς και στην κεκρυμμένη της σοφία, τότε η παράδοση εκείνη αποβαίνει «Κανόνας» όχι μόνο για τους δικούς της εταίρους, αλλά και γενικότερα. Αυτό ακριβώς που έγινε με την παράδοση του Φαναρίου. Πέρασε από ωκεανούς αναμοχλεύσεων, νίκησε τον τόπο και τον χρόνο, ευλογήθηκε πατριαρχικά και αυτοκρατορικά και αναδείχθηκε «υπερέχουσα». Έγινε η πεποικιλμένη με την επίγεια δόξα δύναμη της Εκκλησίας.

Αλλά υπήρχαν οι λόγοι και οι αφορμές για να αποκτήση η Βασιλεύουσα την ιδιάζουσα Παράδοση της στον τομέα της Εκκλησιαστικής Μουσικής και του ύφους; Παρακάτω ακριβώς θ᾽ αναφερθούμε στο θέμα αυτό των λόγων της υπεροχικότητος και της μοναδικότητός τους.

ΙΙ. Οι λόγοι της επιβλητικότητας της μουσικής παραδόσεως και του μουσικού ύφους της Κωνσταντινουπόλεως 

  1. Ως πρώτος βασικός συντελεστής της «βαρύτητος» της Εκκλησιαστικής Μουσικής της Κων/πόλεως, πρέπει να θεωρηθή ο «ονομαστικός». Από την ίδια την ονομασία της η Μουσική ως Βυζαντινή, κερδίζει και επιβάλλεται. Δείχνει την αρχαιοπρέπεια και την ιερότητά της. Στολίζεται από ένα όνομα, που την μεταφέρει αμέσως στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, στο ένδοξο και λαμπρό παρελθόν.
  2. Συμφυής με τον πρώτο λόγο θεωρείται και ο «τοπικός» παράγων. Το Βυζάντιο υπήρξε η πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους, όπως και μετέπειτα η Κων/πολις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είναι πολύ φυσικό η τέχνη και ο πολιτισμός που προέρχεται από το Κέντρο, να θεωρείται και να είναι ο επικρατέστερος. Και η Βυζαντινή Μουσική, σαν μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήταν ασυζητητί η πρώτη.
  3. Υπάρχει ο παρεμφερής προς τους δυο πρώτους παράγων, που ημπορούμε να τον ονομάσουμε «περιφερειακό». Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν περιοριζόταν σε μια πόλη, αλλά σε μια περιοχή τεράστια, με ποικιλία λαών μέσα της. Όλοι αυτοί οι λαοί ήταν επόμενο να ευρύνουν τον κύκλο και την περιφέρεια της επικρατήσεως, αλλά και της φήμης της Βυζαντινής Μουσικής.
  4. Η προσωπικότης και το κύρος σε πολλές περιπτώσεις και η ιερότης των προσώπων που ασχολήθηκαν με την Υμνολογία και Υμνογραφία από τους πρώτους ήδη αιώνες, ιδιαίτερα όμως για την Κων/πολη από τον θρίαμβο του Μ. Κωνσταντίνου κ.ε., ενίσχυσαν ασύγκριτα τη θέση, και το μέλλον της εκκλησιαστικής μας μουσικής. Η αξιοσύνη των μουσικοδιδασκάλων και μουσικοσυνθετών στην Κων/πολη συνεχίστηκε μέχρι των ημερών μας.
  5. Ένας επί πλέον θετικός παράγων της εξελίξεως της εκκλησιαστικής μας μουσικής στο Βυζάντιο (=ΚΠ), υπήρξε η ατμόσφαιρα που εδημιούργησαν στην πρωτεύουσα, αλλά και γενικότερα στην επικράτεια, οι συνεχείς πολιτειακές μεταβολές. Οι μετά δε την Άλωση αιώνες, δείχνουν καθαρά πως οι νέες συνθήκες ζωής και επιβιώσεως των Ρωμηών στην Πόλη, τους ανάγκασαν να στερεώσουν τους σ
  6. Ένας επί πλέον θετικός παράγων της εξελίξεως της εκκλησιαστικής μας μουσικής στο Βυζάντιο (=ΚΠ), υπήρξε η ατμόσφαιρα που εδημιούργησαν στην πρωτεύουσα, αλλά και γενικότερα στην επικράτεια, οι συνεχείς πολιτειακές μεταβολές. Οι μετά δε την Άλωση αιώνες, δείχνουν καθαρά πως οι νέες συνθήκες ζωής και επιβιώσεως των Ρωμηών στην Πόλη, τους ανάγκασαν να στερεώσουν τους συνδετικούς κρίκους της κληρονομίας των, για το καλό των ιδίων.
  7. Για τελευταίο λόγο επιθυμούμε να αναφέρουμε τον πολυμέτωπο αγώνα για τη διαφύλαξη του προγονικού αυτού θησαυρού, αγώνας που είχε φυσικά και τα θετικά του αποτελέσματα. Στην ιστορική της αναδρομή η εκκλησιαστική μας μουσική αντιμετώπισε:

α) Την κοσμική και την ενόργανη μουσική.

Από τη σημερινή πραγματικότητα μπορούμε να αναλογισθούμε και την ατμόσφαιρα των αρχαιοτέρων περιόδων, φθάνοντας μέχρι και της εποχής του Αρείου (δ´ αι.) με την εθνική του μουσική.

Ως προς το όργανο (ORGUE), που το περιγράφει ο αυτοκράτορας Ιουλιανός και το χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί στον Ιππόδρομο κατά τις μεγάλες τελετές, αυτό δεν επεκράτησε μεν μέσα στην Εκκλησία, απετέλεσε όμως σημείο αντιδράσεως του ιερού περιβόλου, τα αποτελέσματα της οποίας επέδρασαν μεταγενέστερα.

β) Τη Δυτική μουσική νοοτροπία.

Η Δύση, που χρησιμοποίησε πρώτα το Αμβροσιανό και έπειτα το Γρηγοριανό μέλος, από τον θ´ αι. άρχισε να χρησιμοποιή και την ενόργανη μουσική. Η εξέλιξη, αυτή που αναπτύχθηκε κατά τον ια´ και ιβ´ αι. σε πολυφωνικό σύστημα, μαζί και με τη γενικότερα εξελισσόμενη διαφοροποίηση των δυό κόσμων, Ανατολής και Δύσεως, οδήγησε το Βυζάντιο σε μία νέα αναγκαστική προσήλωση στους παλιούς θεσμούς, μέσα στους οποίους συγκαταλέγεται και η βυζαντινή μουσική.

Αυτή η συντηρητική γραμμή του Βυζαντίου της περιόδου αυτής, και λίγο μεταγενέστερα (ιγ´ και ιδ´ αι.), μας κληροδότησε ένα μελωδικό θησαυρό ασύγκριτο σε εκφραστική δύναμη και ρυθμική ποικιλία.

γ) Τις κοσμικές μουσικές επιδράσεις της Ανατολής.

Ο «ειδικός» αυτός κίνδυνος προερχόταν από την επαφή με τους πληθυσμούς των αραβικών λαών και της Περσίας στην αρχή, και με τους Σελτσούκους και Οθωμανούς από τον ιγ´ αι. Πάμπολλα είναι τα παραδείγματα των βυζαντινών μουσικοδιδασκάλων που καλλιέργησαν με ζήλο και την Αραβοπερσική μουσική, και επηρεάσθηκαν από αυτήν.

δ) Τη μουσική επίδραση των διαφόρων επιδρομέων.

Τόσο στο κέντρο του Βυζαντίου, όσο και πολύ περισσότερο στις ανατολικές και δυτικές περιφέρειές του, η μουσική μας υπέστη τη μοιραία επίδραση των μουσικών των επιδρομέων. Όλοι αυτοί, με την ολιγόχρονη η μακρόχρονη επικράτησή τους, επεδίωξαν να επιβάλουν τη «βάρβαρη» μουσική τους, με φυσική επίδραση και στον ιερό περίβολο.

ε) Τις απροσδόκητες εξελίξεις από την Άλωση της Κ/Π (1453).

Το γεγονός της Αλώσεως έδωκε τη μεγαλύτερη ώθηση στους Βυζαντινούς για περισυλλογή και περιφρούρηση κάθε είδους πνευματικής κληρονομίας. Η παρουσία του Τούρκου μέσα στη Βασιλεύουσα απετέλεσε το ιερώτερο κίνητρο για την περίσωση της πνευματικής κληρονομίας.

Οι Χριστιανοί, μετά την αλλαγή εκείνη, συσπειρώθηκαν περισσότερο γύρω από τον Πατριάρχη και το Πατριαρχείο. Αυτό δε φρόντισε να ιδρύση με τον καιρό και να διατηρήση τυπογραφείο και διδασκαλείο της γλώσσας, αλλά και της Βυζαντινής Μουσικής. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, κυρίως μετά το 1600, απέβη η κιβωτός όπου το βυζαντινό μέλος βρήκε καταφύγιο και διασώθηκε ως τις μέρες μας. Πρωταρχικό δε ρόλο σ᾽ αυτό έπαιξε «η διά της αλληλουχίας των προσώπων μεταβιβαζομένη παράδοσις». Η διαδοχή των Αρχόντων Πρωτοψαλτών και Λαμπαδαρίων της Μ. του Χριστού Εκκλησίας, που έπρεπε να έχουν σαν κύριο γνώρισμα τους αυτό ακριβώς που αποκαλείται «πατριαρχικόν ύφος».

στ) Τους διαφόρους κατηγόρους της Εκκλησιαστικής μας Μουσικής.

Οι διάφορες κατά καιρούς κατηγορίες, ότι «η νυν εν χρήσει εν τη Εκκλησία Μουσική ουδέν άλλο είναι, η κράμα τουρκικής, περσικής, αραβικής και ει τινος άλλης μουσικής», υπεχρέωσαν τους μουσικολόγους μας να περιέλθουν σε αμυντική και απολογητική κατάσταση, που είχε σαν αποτέλεσμα την περιφρούρηση και τη διαιώνισή της.

ζ) Τα ρεύματα της τετράφωνης μουσικής μέσα στην Κων/πολη.

Με αυτά εννοούμε τις μεμονωμένες και πρόσκαιρες απόπειρες εναρμονίσεως της μουσικής μας, η της τετράφωνης εφαρμογής της σε διαφόρους ναούς της Πόλεως. Οι προσπάθειες αυτές, που με την υποστήριξη πολλές φορές και ανωτέρων εκκλησιαστικών παραγόντων απέβλεπαν «εις το να περιβληθή η μουσική ημών τον μανδύαν της Τετραφώνου Μουσικής», απέτυχαν.

 

Στο σημείο όμως αυτό και μέσα στα πλαίσια των προσπαθειών για τη διαφύλαξη και προαγωγή της πάτριας βυζαντινής μουσικής, πρέπει να αναφέρουμε και τους παρακάτω παράγοντες, σαν συνέχεια των ανωτέρω έξι. Είναι:

α) Η καθιέρωση από τις αρχές του ιθ´ αι. της νέας Παρασημαντικής των 3 Διδασκάλων (Χρυσάνθου, Γρηγορίου, Χουρμουζίου). Και καθιερώθηκε μεν στον ιθ´ αι., αλλά η σκέψη για την προσπάθεια αυτή ξεκίνησε από τους αμέσως μετά την Άλωση χρόνους. Ο KARL NEF σημειώνει: «Η εποχή απ᾽ την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως έως σήμερα, χαρακτηρίζεται κυρίως απ᾿ την προσπάθεια απλοποίησης και καθιέρωσης μιάς νόμιμης μουσικής σημειογραφίας».

β) Η σχολαστική προσήλωση η τουλάχιστον προτροπή για προσήλωση στα μουσικά κείμενα, η με τη συνηθισμένη εκκλησιαστική έκφραση, «εις το από διφθέρας ψάλλειν». Η απόλυση σχετικών κατά περιόδους Πατριαρχικών Εγκυκλίων, απέβλεπε στο να υπενθυμίζει στους ιεροψάλτες, ότι έπρεπε να ψάλλουν πάντοτε «ως τεθέσπισται και παρεδόθη ημίν».

γ) Η ίδρυση και η λειτουργία Σχολών Εκκλησιαστικής Μουσικής στην ΚΠ, από του 1727 κ.ε., όπως και Εκκλησιαστικών Μουσ. Συλλόγων και Συνδέσμων Μουσικοφίλων.

δ) Η διδασκαλία επί ένα περίπου αιώνα (από του 1851) της Βυζαντινής Μουσικής στους ιεροσπουδαστάς της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, από τους πλέον επιφανείς μουσικοδιδασκάλους του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Για τον λόγο ότι η μελέτη αύτη γράφεται για την «Επετηρίδα Θεολόγων Χάλκης» του κύκλου Ελλάδος, επιβάλλεται και αναγραφή των μορφών και των ονομάτων των.

ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΑΛΚΗΣ ΕΔΙΔΑΞΑΝ:

Αμβρόσιος, Ιερεύς, από το 1851

Λεωνίδας Φωκαεύς, 1864

Γεώργιος Βιολάκης, 1875 – 1905

Ιάκωβος Ιωαννίδης, 1873 – 1877

Θεόδωρος Μαντζουράνης, 1880 -1882

Κωνσταντίνος Φωκαεύς, 1881 – 1884

Αλέξανδρος Βυζάντιος, 1888 – 1898

Γεώργιος Πρωγάκης, 1898 – 1928

Ιάκωβος Ναυπλιώτης, 1914 –

Μιχαήλ Χ# Αθανασίου, 1928 – 1948

Κωνσταντίνος Πρίγγος, 1948 – 1958

Βασίλειος Νικολαίδης, 1959 – 1964

Και με τον τίτλο του Υφηγητού εδίδαξαν:

Κωνσταντίνος Βαλλιάδης, 1853 – 1854

Σεραφείμ Φωτιάδης, 1853 – 1854

Άνθιμος Αλεξιάδης, 1865

Καλλίνικος Αρκαδιώτης, 1865

Αμβρόσιος Καισάρας, 1869

Αθανάσιος Μεγακλής, 1871.

IIΙ. Η θέση του Ρωμηού στη διατήρηση της μουσικής κληρονομιάς μας μετά μετά την Άλωση.

Είναι εύκολο να συλλάβη κανείς την απελπιστική ψυχική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει ο λαός της Κων/πόλεως ευθύς μετά την Άλωση. Άλλα δεν είναι και εύκολο να ερμηνεύση τους λόγους για τους οποίους οι Χριστιανοί της Πόλεως, αμέσως μετά τη δοκιμασία, θεώρησαν αδήριτα αναγκαίο να ασχοληθούν με την περιφρούρηση κάθε είδους πνευματικής κληρονομίας των. Έπρεπε να αρθούν στο ύψος μιάς ηρωικής αποστολής, μέσα στην οποία ο ρόλος του καθενός ήταν η αδιάκοπη ανάταση πέρα από το όριο του δυνατού.

Η νέα αυτή αποστολή ήταν σκληρή, αλλά ουσιαστική. Ο Ρωμηός όσο θεωρούσε τον εαυτό του, αλλά και την αποστολή του, κλεισμένα μέσα στα τείχη, άλλο τόσο άρχισε να τον βλέπη και σαν πολίτη της οικουμένης, με βαρύτερες ευθύνες, κάτω από τη μητρότητα της Μεγάλης Εκκλησίας. Αυτή η νέα πραγματικότητα όπως τον καθιστούσε υπεύθυνο για ο,τι πεί και ο,τι πράξει στο μέλλον, το ίδιο τον δέσμευε και για ο,τι δημιουργούσε, για ο,τι έψαλλε. Οι θόλοι των ναών όχι μόνο δεν έπαυσαν να δέχονται τις ικεσίες των πιστών, αλλά άνοιξαν τα σπλάγχνα τους για μεγαλύτερη θησαύριση της Ρωμαίικης αγωνίας. Έπρεπε πλέον η προσευχή του Ρωμηού να μη χάση τίποτα και από τη μουσικότητα και μελωδικότητα του παρελθόντος.

Και κάτι παραπάνω. Να αποδίδει όλο το καινούργιο πάθος και όλο το παλιό μεγαλείο της. Γι᾿ αυτό και η Ορθοδοξία στην Πόλη, από την Άλωση κι᾽ εδώ, κέρδισε ένα βαθύτερα ιδεατό τύπο λατρείας.

Αν τώρα πρέπει να φθάσουμε σε κάποιο ελαστικό ορισμό, θα λέγαμε ότι ο Κων/πολίτικος τρόπος του ψάλλειν, επομένως και η παράδοση και το ύφος, είναι ένα συγκέρασμα ενός ιερού φιλελευθερισμού που τον εγέννησε ο τόπος και η ανάγκη, και μιάς κοινοβιακής συσπειρώσεως γύρω από κάθε πνευματική αξία, από κάθε παράδοση που είναι προορισμένη για τον αιώνα.

Αυτή η σχέση του Βυζαντινού και του Μεταβυζαντινού καλλιτέχνη – στην περίπτωσή μας του μύστου της εκκλησιαστικής μας μουσικής – με τα επέκεινα του χρόνου πράγματα, όπως η βυζαντινή μουσική μας, είναι απόρροια της ιδιοσυγκρασίας του και καρπός του ιστορημένου χώρου και χρόνου του. Είναι η ανάγκη της επιβιώσεώς του. Κι όπως ο ίδιος έχει την ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του Γένους, έτσι και το έργο του, η παράδοσή του, έχει γίνει «η παράδοση» του Γένους. Το τυπικό και το ύφος της Κωνσταντινουπόλεως. Κάτι το «διάφορο».

Υπό Μητροπολίτου Πέργης Εὐαγγέλου (Γαλάνη)
Φανάρι, Ιανουάριος 1979

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Το Σάββατο του Ακαθίστου στο Ιερό Αρχιεπισκοπικό Παρεκκλήσιο του προφήτου Ελισσαίου
Λόγος και Μέλος: Ιδιόμελα Τριωδίου παλαιού στιχηραρίου (Β')
Λόγος και Μέλος: Ιδιόμελα Τριωδίου παλαιού στιχηραρίου (Α')
«Ψυχή μου, ψυχή μου ανάστα» (π. Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης)
Λόγος και Μέλος: Μικρό σταυροαναστάσιμο οδοιπορικό - π. Μιχαήλ Καρδαμάκης (Β΄)