Τέχνη και ταλέντο. Ο ταλαντούχος άνθρωπος ως πνευματικός ηγέτης

19 Αυγούστου 2019

Οι αληθινά ταλαντούχοι άνθρωποι, πέρα από την ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης δεξιότητας, ως αποτελέσματος φυσικών προδιαθέσεων, κοινωνικών συνθηκών, περιστάσεων και εργατικότητας, πέραν ακόμη από τη συνειδητοποίηση του «ανήκειν» σε μια υπερατομική παγκοσμιότητα, πέραν ακόμη ακόμη από την ταπεινοφροσύνη τους και τις, εξ αυτής, αρκετές και ποιοτικές ανθρώπινες σχέσεις τους, ακολουθούν μία εκ πρώτης όψεως μοναχική εσωτερική πορεία προς την πρωτότυπη καλλιτεχνική δημιουργία.

Σταδιακά και με αυξανόμενη ένταση, ο ταλαντούχος, με όλη την προαναφερθείσα διάσταση του όρου, καλλιτέχνης απομακρύνεται από τον κομπασμό μιας προσωπικής κατάκτησης και από την ματαιοδοξία του θαυμασμού και της αναγνώρισης εκ μέρους τού κόσμου και αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο τον εαυτό του ως αποδέκτη δωρεών, οι οποίες όχι μόνο δεν εξαντλούνται αλλά και διαρκώς αυξάνονται. Όπως ο αληθινός επιστήμονας ερευνητής συνειδητοποιεί πως για κάθε απάντηση που δίνει προκύπτουν πολλαπλά νέα ερωτήματα, όπως ο νηπτικός ασκητής, βαδίζοντας την οδό προς τη Θέωση, συνειδητοποιεί διαρκώς την ανεπάρκεια του, έτσι και ο καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται την εξέλιξη του ως μυσταγωγία προς ένα παράλληλο σύμπαν, απαλλαγμένο πλήρως από πάθη ιδιοτέλειας, διατηρώντας ως βασική και απαραίτητη στάση τον θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη για διαρκώς αυξανόμενες και απρόσμενες δωρεές. Η περίφημη έμπνευση, το υπέρτατο αντικείμενο του πόθου κάθε δημιουργού, εκλαμβάνεται ως πνοή, η οποία, με απόλυτη ελευθερία, πνέει και, πέραν πάσης νομοτέλειας, κάνει την εξαιρετική τιμή στον καλλιτέχνη δημιουργό να τον αγγίξει ανεπαίσθητα και συχνά για πάρα πολύ μικρή χρονική διάρκεια. Είναι γνωστό το φαινόμενο μεγάλων συνθετών του παρελθόντος να κυκλοφορούν πάντοτε έχοντας στην εσωτερική τους τσέπη ένα πεντάγραμμο και ένα μολύβι, μην ξέροντας το πότε η έμπνευση θα τους συναντήσει.

Μόνιμος φόβος και διαρκής αγωνία κάθε δημιουργού είναι η κοινοτυπία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απογοήτευση για έναν συνθέτη, λόγου χάριν, να ακούσει από τον ακροατή τής σύνθεσής του τη φράση «αυτό κάτι μου θυμίζει». Η λογική λέει πως στο πέρασμα δισεκατομμυρίων ανθρώπων από αυτή τη γη και στην καταγραφή άπειρων καλλιτεχνικών έργων, η απόλυτη πρωτοτυπία είναι πλέον ουτοπική. Αυτήν την στιγμή, παγκοσμίως, η προσπάθεια για πρωτοτυπία σε όλους τους τομείς, όχι μόνον της Τέχνης αλλά και όλης της ανθρώπινης δραστηριότητας, οδηγεί σε ενέργειες που έχουν ως δύο άκρα την τραγικότητα και την γελοιότητα. Ολόκληρες ζωές αναλώνονται για δυο δράμια πρωτοτυπίας ενώ σε άλλες περιπτώσεις καταργείται κάθε έννοια αξιοπρέπειας, ηθικής, ακόμη και κοινής λογικής, προ κειμένου να εξασφαλιστούν λίγα λεπτά δημοσιότητας, την οποίαν επιφέρει ακόμη και η υποψία πρωτοτυπίας. Η δύναμη των ΜΜΕ είναι βεβαίως σε θέση να επιβάλει το εξωφρενικό ως πρωτότυπο. Η τεχνολογία επίσης ανοίγει νέες εκπληκτικές δυνατότητες, κυρίως στο πεδίο του ήχου και της εικόνας. Αποδεικνύεται όμως πως ο εντυπωσιασμός των πρώτων στιγμών δίνει ταχύτατα τη θέση του σε μια νέα ανία, η οποία επιζητά κάτι ακόμη περισσότερο εξωφρενικό, σε έναν φαύλο κύκλο χωρίς τέλος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το δυναμικότερο κομμάτι του θεάματος παγκοσμίως είναι εκείνο των οπτικών και ηχητικών εφέ, στο οποίον απορροφούνται οι ικανότεροι νέοι άνθρωποι με ασύλληπτούς μισθούς. Η διαρκής ροπή προς τα έξω, προς το εντυπωσιακό αισθητό ερέθισμα μοιάζει με ιδιότυπο ναρκωτικό για το οποίον απαιτείται διαρκώς μεγαλύτερη δόση.

Σε μια τέτοια παγκόσμια πραγματικότητα, η στροφή προς τον εσωτερικό κόσμο των αποκαλύψεων παίρνει τον χαρακτήρα μίας όντος ασκητικής. Η καταβύθιση στα ενδότερα της ύπαρξης δίνει στους άλλους ανθρώπους την εικόνα μιας άρνησης των απολαύσεων τού κόσμου και μίας απομόνωσης από την ανθρώπινη κοινωνία. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για απάρνηση μιας συγκεκριμένης μορφής σχέσεως με ανθρώπους και πράγματα. Εκείνος που θα αξιωθεί, έστω και για λίγες στιγμές, να τρωθεί από την γλυκιά αιχμή της έμπνευσης, της προερχομένης από ένα ξένο σύμπαν και κινούμενης από μία εκτός του εαυτού του πρωτοβουλία, ευεργετείται από την γεύση άλλων κανόνων και άλλης δομής πραγματικότητας. Οι στιγμές αυτές είναι συγχρόνως γλυκές και επώδυνες. Και αυτό διότι, ενώ η ύπαρξη διαποτίζεται από μια άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας ύπαρξη ενός κόσμου που ανταποκρίνεται στα βαθύτερα ανθρώπινα υπαρξιακά ερωτήματα, δεν παύει να πληγώνει η επίγνωση πως, αργά ή γρήγορα, θα προκύψει επιστροφή στα λίγα, τα φθαρτά, τα μίζερα, τα φτηνά. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτή η βασανιστική αντίφαση οδηγεί τον άνθρωπο σε μια βίαιη αποστροφή από το φως, κατά την οποίαν επιβάλλει στον εαυτό του την εκούσια λησμοσύνη, προκειμένου να αποφύγει την οδύνη. Πολλές φορές η στάση αυτή μοιάζει με την αντίδραση του Πέτρου όταν συγκρίνει την θαυματουργική παρουσία του Χριστού στη βάρκα του και την συγκρίνει με την δική του αναξιότητα. Η πρώτη του αντίδραση είναι να ζητήσει από τον Ιησού να φύγει: «ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λκ. 5,8)

Τι εξήγηση έχει το αίτημα αυτό; Πρώτον, η παρουσία αυτή οδηγεί σε μία κρίση. Όλη η ύπαρξη και όλη η προηγούμενη ζωή μετριόνται πλέον με νέο μέτρο μιας άλλης ποιότητας και μιας άλλης προοπτικής. Δεύτερη εξήγηση, όχι διαζευκτική αλλά συμπληρωματική, είναι η επίγνωση του βάρους της ευθύνης. Η παρουσία αυτή καλεί σε αλλαγή. Ο άνθρωπος αισθάνεται την πίεση να ανταποκριθεί και να φανεί αντάξιος αυτής της εμπειρίας. Τίποτε πια δεν μπορεί να είναι το ίδιο. Η ζωή είναι σαν να μηδενίζει τον χιλιομετρητή της. Τρίτη εξήγηση, συμπληρωματική και αυτή, είναι η έλξη που ασκεί στην ψυχή το χώμα, η μετριότητα, η φτηνή ηδονή των κτιστών. Μια ηδονή που στηρίζεται στη συνήθεια, αλλά και στην υπαρξιακή ραθυμία. Η ασθένεια πολλές φορές είναι επιλογή και η ίαση συχνά φαντάζει ως περισσότερο από αυτήν επώδυνη. Έτσι εξηγείται και το ερώτημα του Χριστού προς τον ασθενή: «Θέλεις υγιής γενέσθαι ;» (Ιω. 5,6)

Υπάρχουν όμως και εκείνοι που αντιλαμβάνονται πως δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Εκείνοι που δεν διανοούνται να επιστρέψουν. Γι’ αυτούς, η ανταπόκριση στην απροσδιόριστη κλήση και η συνέχιση αυτής της καταβύθισης αποτελεί μονόδρομο. Η απόφαση αυτή αργά ή γρήγορα ανταμείβεται με την μετάβαση από έκπληξη σε έκπληξη. Η σταδιακή απομάκρυνση από την αρπακτικότητα και την ματαιοδοξία του κόσμου αποκαλύπτει στις εσωτερικές αισθήσεις του καλλιτέχνη μία πολιτεία άλλων νομών και κανόνων, που από τα ανθρώπινα, μόνον η παιδικότητα μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Αυτού του είδους η παιδικότητα -περιφρονητέα και αντικείμενο χλεύης από τον κόσμο των … ενηλίκων- αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στους πίνακες του Θεόφιλου. Στο έργο αυτού τού ιδιόρρυθμού για τον κόσμο αλλά πολύτιμου για την παγκόσμια Τέχνη καλλιτέχνη λείπει παντελώς το εφέ και ο θεατής των πινάκων του καλείται να μοιραστεί μόνον το ουσιώδες και απαραίτητο, το απελευθερωμένο από κάθε ανάγκη και συμβιβασμό, το αρχέγονο, το κεκαθαρμένο.

Συνεπώς, η ασκητική που προαναφέραμε, μόνον πράξη στέρησης και εκούσιου βασανισμού δεν είναι. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την έλξη αρρήτων εμπειριών και εξωκόσμιας ηδονής. Παράλληλα, ο πνευματικός αυτός οδοιπόρος του κάλλους αλλοιώνεται. Πρώτον, κατά παράδοξο τρόπο και ενώ φάνηκε να αποξενώνεται από τον κόσμο, εμφανώς συμφιλιώνεται μαζί του. Στην εντός του πολιτεία, στην εντός αυτού βασίλεια, η ανιδιοτελής συνύπαρξη με τον πλησίον φαντάζει αυτονόητη και αβίαστη. Αναφέρει ο Αλμπέρ Καμύ στην ομιλία του που εκφωνήθηκε στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, στο τέλος του συμποσίου που έκλεισε την τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ προς τιμήν του:

«Η τέχνη δεν είναι για μένα μια απόλαυση μοναχική. Είναι ένα μέσο για να αγγίζω τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους μια προνομιακή εικόνα για τους κοινούς πόνους και τις χαρές…Ο καλλιτέχνης διαπλάθεται μέσα σ’ ένα αδιάκοπο πηγαινέλα από το εγώ του στους άλλους, στο μεταίχμιο μεταξύ της αναγκαίας γι’ αυτόν ομορφιάς και της κοινότητας από την οποία αδυνατεί να αποσπαστεί. Γι’ αυτό τον λόγο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε και υποχρεώνουν εαυτούς να κατανοούν αντί να κρίνουν».

Κατά δεύτερον, τα κτιστά αποκαλύπτουν τον βαθύτερο λόγω της ύπαρξης τους, αυτό που στην ασκητική θεολογία ονομάζουμε «κεκρυμμένους λόγους των όντων». Ο ταπεινόφρων καλλιτέχνης βυθίζεται σε μια χαρά, στο πανηγύρι της οποίας παύει η διάκριση ανάμεσα σε έμψυχα και άψυχα:

Χαίρετ’ ο Ιωακείμ κι η Άννα,
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλ’ η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμός αντίκρυ του πελάγους,
που τον χτυπούν άγρια τα κύματα,
χαίρεται απ’ την εκκλησίτσα,
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.
Χαίρεται τα’ άγριο δέντρο, που γέρνει
το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμό•
χαίρετ’ ο βοσκός, που φυσά τον αυλό του,
χαίρετ’ η γίδα του, που τρέχει στα βράχια,
χαίρεται το ερίφιο, που πηδά χαρμόσυνα.
Κι η πλάση όλη αναγαλλιάζει
και το φθινόπωρο ξανανοιώνει η γης,
σα σεμνή κόρη, που περίμενε χρόνια
τον αρραβωνιαστικό της απ’ τα ξένα
και τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά•
και σαν τη στείρα γραία, που γέννησε θεόπαιδο
κι ευφράνθη στα γεράματά της!
Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.

(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα θεομητορικά ποιήματα)

Το τρίτο όμως και κυριότερο είναι πως η ύπαρξη φαίνεται να ενοποιείται. Η διάνοια παύει να κρίνει και να συγκρίνει, να αγωνιά για την αποδοχή και να αυτοενοχοποιείται, να κατατάσσει και να προγραμματίζει, να μετρά, να υπολογίζει και να αξιολογεί, να σέρνει την ψυχή σε ενέργειες πανικού, προκειμένου να υλοποιηθούν οι σχεδιασμοί αλώσεως των αντιπάλων – Ναρκίσσων και κατάληψης όλο και μεγαλύτερου ζωτικού χώρου.Ο άνθρωπος στην κατάσταση αυτή μόνον δρα, ελεύθερος από παραδεδομένους κανόνες, ανακαλύπτοντας σταδιακά την ανεπανάληπτη πρωτοτυπία της ίδιας του της υπάρξεως. Αυτή είναι η στιγμή της υπέρτατης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στην κατάσταση αυτή, ο καλλιτέχνης εντάσσεται στην κοινωνία των ομοίων του, των μοναδικών και ανεπανάληπτων, των ομοτέχνων του, που απέκτησαν επίγνωση και εμπειρία αυτής της μοναδικότητας τους, δρώντας και δημιουργώντας ανάλογα. Πρόκειται για όλους εκείνους, οι οποίοι μέσω μοναδικών διαδρομών προς το βάθος της υπάρξεώς τους, προσέγγισαν πανανθρώπινες απαντήσεις στην ανθρώπινη τραγωδία και επέστρεψαν το έργο τους αυτό στους προσφιλείς συνανθρώπους τους, κεκαθαρμένοι από την ασκητική τους περιπέτεια.

Εκεί, σε αυτό το βάθος, ας μην θεωρηθεί δεδομένη μια ειδυλλιακή κατάσταση. Μακάρι η πνευματική πορεία του ανθρώπου να αποτελείτο μόνον από νίκη σε νίκη και από ανάβαση σε ανάβαση. Αντίθετα, ο αγώνας της αυτοπραγμάτωσης και της δημιουργίας βάλλεται από διαρκείς πειρασμούς, πισωγυρίσματα, απογοήτευση, ακηδία και απελπισία. Η επιθέσεις του σκότους και του χώματος είναι τρομακτικές και συχνά αφήνουν πίσω τους θύματα και πληγωμένους. Η ματαιοδοξία και η αλαζονεία δεν παύουν ποτέ να είναι παρούσες και να ζητούν τα δικαιώματά τους. Η Βυζαντινή εικόνα της Κλίμακας του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, αλλά και τα φριχτά όντα στον πίνακα του Νταλί «Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου», προσφέρουν μια αμυδρή εικόνα των πνευματικών μέχρις αίματος αγώνων.

Η κατάβασή στο κέντρο της ύπαρξης, στην «καρδία» των Νηπτικών Πατέρων, επώδυνη αλλά και παραδείσια, αποκαλύπτει την αληθινή φύση των πραγμάτων και του ανθρώπου. Η έξοδος από τον κόσμο φαινόταν στην αρχή να έχει την μορφή εξόδου ενός μικρού μέρους της πραγματικότητας, της ύπαρξης δηλαδή, από έναν κόσμου που τον περιέβαλε. Στην κατάσταση αυτή ο κόσμος είναι το περιέχον και ο άνθρωπος το περιεχόμενο. Όταν όμως ο άνθρωπος ανακαλύπτει το εκπληκτικό σύμπαν εντός της υπάρξεώς του, οι όροι αντιστρέφονται: Περιέχων πια είναι ο άνθρωπος και περιεχόμενο κόσμος. Συμπαντικός νομοθέτης αναδεικνύεται πλέον ο καλλιτέχνης δημιουργός, καταγράφοντας πάνω στην ύλη την εμπειρία της συνάντησης με την μοναδικότητά του. Εκεί, στο βάθος αυτό, πραγματοποιείται η ένωση των πανανθρώπινων νόμων με την μοναδικότητα της ύπαρξης.

Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί, προκειμένου ο ανθρώπινος στοχασμός να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο. Ίσως οι ανθρώπινες λέξεις δεν επαρκέσουν ποτέ, προκειμένου να περιγράψουν ακριβώς αυτήν την ισορροπία. Στην Τέχνη όμως συμβαίνει το αντιφατικό αλλά και το αδιαμφισβήτητο: Όσο πιο προσωπικό είναι ένα έργο Τέχνης τόσο καθίσταται πανανθρώπινο και τόσο αυξάνει τις αντοχές του στον χρόνο. Το έργο ενός τέτοιου δημιουργού γίνεται πλέον ο νόμος και ο κανόνας για τους επόμενους. Γίνεται αντικείμενο ανάλυσης, διδακτική μέθοδος, κριτήριο σωστού και λάθους. Ο ίδιος όμως παραμένει ξένος σε όλα αυτά. Αυτός ζει, ενώ οι άλλοι μιλούν περί της ζωής του. Είναι, για παράδειγμα, πιθανόν, ο μεγάλος γάλλος θεωρητικός και δάσκαλος Ντυμπουά, ο οποίος μελέτησε την αρμονία του Μπαχ, να ήταν σε θέση να εξηγήσει πολύ καλύτερα τον τρόπο σύνθεσης του Μπαχ από τον ίδιο τον Μπαχ. Κατ’ αναλογία, ο σπουδαστής και μελετητής της Ησυχαστικής διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θα κάνει ένα καλύτερο διδακτορικό, από εκείνο που θα έκανε ο ίδιος ο Άγιος, αν ανέλυε τον εαυτό του και την διδασκαλία του. Οι καλλιτεχνικοί νόμοι, όπως και το δόγμα στην Εκκλησία, δεν γεννούν τη ζωή, αλλά καλούνται να την περιγράψουν, μοιραία με ελλείψεις, διότι το γεγονός της ζωής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας θα υπερβαίνει πάντοτε τα λεκτικά και τα νοητικά σχήματα. Παρ΄ όλα αυτά, οι νοητικές αυτές κατασκευές αποτελούν την πολυτιμότερη κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας, η οποία πρέπει πάση θυσία να παραμένει ανόθευτη. Η μελέτη τους, η εξάσκηση με σκοπό την αφομοίωσή τους και η αφοσίωση σε αυτές προσφέρουν στους εκκολαπτόμενους καλλιτέχνες που αναζητούν την δική του προσωπική οδό προς το βάθος της ύπαρξης του και τη συνάντηση με τα εκεί κρυμμένα πανανθρώπινα την απαραίτητη προϋπόθεση προετοιμασίας και αρχικής μύησης.

Παρ΄ όλ΄ αυτά, είναι βέβαιον πως η συνάντηση του ανθρώπου με την έμπνευση, ούτε οριοθετείται, ούτε προβλέπεται νομοτελειακά, ακριβώς διότι πρόκειται για συνάντηση δυό ελεύθερων υπάρξεων. Από τη μια, ο άνθρωπος καλλιτέχνης και δημιουργός, ο ασκητης της Τέχνης, ο Άγιος του κάλλους. Από την άλλη, με όρους της Ορθόδοξης Θεολογίας, η Χάρις, ως πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και με όρους της ποιήσεως, κάποιος σαν αδέκαστος Νομοθέτης μιας πολιτείας, την οποίαν περιγράφει ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημα του «Το πρώτο σκαλί», μια μεγαλοφυή απεικόνιση των πρώτων σταδίων της καλλιτεχνικής μυήσεως:

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης•
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα•
και απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ’ ο Θεόκριτος• «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι•
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι•
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

Ίσως, μαζί αλλά και πέραν του προσωπικού μόχθου της σπουδής ή της άσκησης, να μετρά περισσότερο η ετοιμότητα και η εγρήγορση. Υπάρχουν καλλιτέχνες που σε κάποια στιγμή της ζωής τους ετρώθησαν από την έμπνευση χωρίς να έχουν καταναλώσει τον παραμικρό κόπο στη σπουδή, χωρίς καν να το έχουν ζητήσει. Όπως και πολλοί άγιοι αξιώθηκαν Χάριτος ακόμη και άκτιστού φωτός νωρίς και άκοπα, εν αντιθέσει με ασκητές που έδωσαν πνευματικούς αγώνες αίματος χωρίς να επιτύχουν τη θέαση αυτή. Πάντως, είναι απολύτως διαπιστωμένο, πως, άνευ κόπου, η δωρεά αυτή καταλήγει ανενεργή και σπανίως δίδεται δεύτερη ευκαιρία. Ανεξαρτήτων όμως αυτών, το χρέος κάθε γενιάς προς την επόμενη παραμένει: Η παιδαγωγία οφείλει να αγωνία για την μοίρα του παιδαγωγούμενου και οφείλει να έχει την συνείδηση της καθαρή πως έκανε ο, τι περνούσε από το χέρι της για να ανοίξει δρόμος υπαρξιακής ολοκλήρωσης στην επόμενη γενιά. Κατά συνέπεια, οφείλει να στρέψει με κάθε τρόπο τον νου και την διάθεση των παιδαγωγούμενων στην ζωή των μεγάλων της Τέχνης, όπως και της αγιότητας, μέσα από την αποτύπωση της στην ύλη και τον λόγο. Στην πεπερασμένη αυτή η ζωή, υπάρχει χρόνος μόνον για απασχόληση με τους κορυφαίους. Αυτοί είναι η εν δυνάμει πνευματικοί συγγενείς εκείνου που κάποια στιγμή θα αξιωθεί να δεχτεί την πρόσκληση για την μεγάλη κατάδυση στον κόσμο της έμπνευσης. Η σπουδή αυτών είναι το πρώτο σκαλί της οικειότητας μαζί τους, όπως το περιέγραψε παραπάνω ο Καβάφης. Η «πόλις των ιδεών» αναμένει τους νέους πολίτες της. Όταν έρθει η στιγμή αυτής της πολιτογράφησης, ο παγκόσμιος πολιτισμός θα εμπλουτιστεί από το έργο ενός ακόμη καλλιτέχνη δημιουργού. Είναι αυτός που θα έχει αφομοιώσει όλα τα περασμένα και θα τα αφήσει πίσω του πιο πλούσια. Και όπως ο καλός γονιός ελπίζει να ξεπεραστεί απ’ τα παιδιά του, έτσι και αυτός θα εύχεται, το έργο του να γίνει ένα μικρό σκαλί για να ανεβούν οι εκλεκτοί του μέλλοντος λίγο ψηλότερα. Λίγο βαθύτερα.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε έργο Τέχνης, όσο αριστοτεχνικό και αν είναι, ποτέ δεν θα μπορέσει να απεικονίσει πλήρως μια συνάντηση. Το άρρητο και το ανεικόνιστο πάντα θα υπερέχουν. Δυστυχώς για όλους μας, χωρίς την αποτύπωση στον λόγο, στη μορφή και στον μουσικό ήχο, η γνωριμία με αυτούς τους ταλαντούχους πνευματικούς ηγέτες δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Το έργο τους αποτελεί για μας την καταγραφή της περιπέτειάς τους, αλλά και την γέφυρα με αυτούς. Περιπέτεια μεγάλη και άκρως προσωπική, που συνοψίζεται επιγραμματικά, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, στα εξής:

Είχαν την εκ φύσεως προδιάθεση, ευνοήθηκαν από τις περιστάσεις, αξιώθηκαν έναν μέντορα, δέχτηκαν σε απροσδιόριστο χρόνο το βέλος της κλήσεως και της έμπνευσης, δεν το έθαψαν, αλλά το καλλιέργησαν με μόχθο και σπουδή, απεγκλωβίστηκαν κατά το δυνατόν από τα μάταια του κόσμου και επέστρεψαν τον πνευματικό τους καρπό στους συνανθρώπους τους.

Κι όμως, δεν είναι αυτό το τελικό στάδιο!

Υπάρχουν και οι λίγοι σπουδαίοι και εξαιρετικοί, που ξεπέρασαν ακόμη και το στάδιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και παραδόθηκαν στην κατάσταση της υπαρξιακής ησυχίας, καθιστώντας έργο Τέχνης την ίδια τους την ύπαρξη, έργο όχι άψυχης ύλης, αλλά έμψυχης υπάρξεως. Ίσως αυτό να ακούγεται ως αδράνεια και παραίτηση. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για παράδοση στην ίδια τη Ζωή, της οποίας καθίστανται μέρος αναπόσπαστο, χωρίς ανάγκη, ούτε να εκφράσουν, ούτε να εκφραστούν, αλλά απλώς ζώντας και μόνον ζώντας. Αυτοί οι ελάχιστοι και, δυστυχώς για μας, εκουσίως αφανείς, αποτελούν θείο δώρο για τους λίγους τυχερούς που θα τους συναντήσουν πρόσωπο προς πρόσωπο. Ελπίδα στέκει πως η ύπαρξη τους ποτίζει με έμπνευση, ως πνοή Πνεύματος, ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, μέσω της οποίας προγευόμαστε όλοι μας την μελλοντική συμφιλίωση ιδέας και μορφής, μέρους και όλου, δημιουργημάτων και Δημιουργού._

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ