Επιστολή γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού προς μοναχή Βρυαίνη

9 Σεπτεμβρίου 2019

Άγιον Όρος, τη 14/3/1949

Τη αγαπητή μου Βρυαίνη, τα ιερά σπλάγχνα μου, το πνευματικόν μου θυγάτριον, το αείζωον άνθος του Παραδείσου, με όλα τα πνευματικά κρίνα και τάς ευώδεις πνευματικάς σου μητέρας και αδελφάς, όλας ομού και κάθε μία ιδιαιτέρως, από την πρώτην ώς την εσχάτην, ευχόμεθα όπως ο γλυκύς ημών Ιησούς, η πηγή της αενάου ζωής, καταπέμψη επί τάς καρδίας υμών την δροσοβόλον αίγλην του Πνεύματος, και φωνή τε ως ο Κλεόπας·«Ουχί καιόμεναι [14] εισίν αι καρδίαι ημών, εφ’ όσον διήνοιγεν ημίν τάς γραφάς»;

Θαρσείτε λοιπόν ότι πάρεστιν ο γλυκύς Ιησούς εν μέσω υμών, ότι Αυτός επηγγείλατο ότι αν συμφωνήσωσι δύο ή τρεις, θα είναι εν μέσω αυτών. Πόσω μάλλον αν συμφωνήσουν πολλοίως υμείς;

Λοιπόν, αγαπητή μου Βρυαίνη, έλαβον μίαν επιστολήν σου και αναγνούς, σε δίδω απάντησιν δι’ όσα μεαρωτάς. Σουέστειλα και δύο προσέτι επιστολάς εκτός ταύτην. Ανοιξόν σου λοιπόν ταώτα της ψυχής καιτου σώματος και πληρώσω αυτάαγαθών, καθ’ όσον μοι χορηγήσηο Κύριος.

Λοιπόν, γράφεις μήπως δεν εσυγχωρήθη το σφάλμα σου. Αλλη είναι η έννοια των Πατέρων. Το κάθε σφάλμα όπου πράξει πάς άνθρωπος, το μέν αμάρτημα συγχωρείται, οπόταν μετανοήση· ηδε φαντασία παραμένει έως εσχάτης πνοής. Καιόταν ολίγον νυστάξηκαι μικρόν αμελήση ο άνθρωπος, του την εικονίζει εις τον νούν, ή καθ’ ύπνον, διά να του μολύνη τον λογισμόν και τον καταστήση υπεύθυνον παλαιάς αμαρτίας, ή καν να του μετεωρίζη τον νούν.

Δεν βλέπεις τον προφήτην Δαβίδ, όταν τον ελέγχη ο Νάθαν διά την Βηρσαβεέ; Φωνάζει, «Ημάρτηκα τώ Κυρίω», και ο Προφήτης τον λέγει ότι «Κύριος παρεβίβασεν το αμάρτημά σου». Λοιπόν, εσυγχωρήθη ευθύς· πληνόμως εφ’ όρου ζωής επαιδεύετο. Πρώτον ημάρτησεν ο υιός του την Θάμαρ, την θυγατέρα του. Απέθανε το παιδί του όπου έκαμε η Βηρσαβιέ. Τον εδίωξεν ο Αβεσσαλώμ· του εμοίχευσεν τες παλλακές του. Και όλα αυτά έπαθεν κατόπιν της συγχωρήσεως.

Βλέπεις ότι, καίτοι που συγχωρείται η αμαρτία, αλλά ο κανόνας παραμένει αναλογία του πταίσματος; Δεν βλέπεις την Αγίαν Θεοδώραν Αλεξανδρείας όπου έζησεν ως μοναχός; Ημάρτησεν, έφυγεν, μετενόησεν, ηγιάσθη· και όμως, η μοιχεία δεν είχεν κανονισθή. Όταν εσυκοφαντήθη και εδιώχθη, ανέθρεψε το ξένον παιδί, αυτή μόνη της το εγνώριζεν πόθεν συκοφαντείται.

Αλλά και ο μέγας Εφραίμ, όταν τον έβαλαν εις την φυλακήν ότι έκλεψεν το μοσχάρι, αφού ήτον Άγιος, «Ναί» τον είπε ο Κύριος, «τώρα δεν έκλεψες, αλλά όταν ήσουν παιδί, δεν το έλυσες και έγινε θηριάλωτον»; Λοιπόν, αν και συγχωρείται ο άνθρωπος, αλλά παραμένει η φαντασία και η εργασία αυτής.

Λοιπόν, φαίνεται ότι ολίγον αμέλησας και διά τούτο σοί επανέστη ο πολεμών, διά να εξυπνήσης.

Μου γράφεις διά τον λογισμόν εναντίον της Γεροντίσσης. Αυτόν να φοβήσαι ως όφιν φαρμακερόν, καθότι έχει ισχύν τρομεράν εις την γενεάν μας. Καλύτερα τον Θεόν να λυπήσης παρά την Γερόντισσα. Καθότι, αν λυπηθή ο Θεός, Τον εκλιπαρεί η Γερόντισσα. Αλλά, αν λυπηθή η Μητέρα, λυπάται και ο Θεός. Και ποίος λοιπόν σε εξιλεοί; Αυτή είναι τέχνη του πονηρού. Φέρει λογισμούς εναντίον της Γεροντίσσης διά να αποστήση την Χάριν όπου σε σκέπει, να σε κάμη υπεύθυνον, και κατόπιν να σε μαστίζη ασπλάγχνως. Λοιπόν, φύλαξε τον λόγον μου, αφού με αγαπάς·και μην αφήσης να εμφωλεύση λογισμός εναντίον της, αλλά ευθύς να τον αποβάλης ως όφιν φαρμακερόν.

Επίσης και διά το βιβλίον όπου εζήτησες, καν πρόκηται να σωθής με αυτό, όμως αν το λάβης χωρίς να αρωτήσης, μοιχεία σου λογίζεται κοντά εις τον Θεόν. Λοιπόν, μήτε να ευχηθής, μήτε να ελεήσης, χωρίς ευλογίαν της πνευματικής σου Μητρός, ακούων ότι και ο Σαούλ, όπου τον έχρισεν ο Θεός βασιλέα και τον εξέλεξεν από πάσαν φυλήν Ισραήλ, αλλά διότι δεν έκαμεν υπακοήν τελείαν τον Σαμουήλ, αλλά εκράτησεν τα καλά διά θυσίαν, τον εξωλόθρευσεν ο Θεός, λέγοντος του Προφήτου ότι «κρείσσον υπακοή υπέρ θυσίαν καθαράν».

Διάτονεν γνώσει ευχόμενον, είναι εκείνος όπου γνωρίζει τί εύχεται και τί ζητεί από τον Θεόν. Ο εν γνώσει ευχόμενος δεν βαττολογεί, δεν ζητεί περιττά, αλλά γνωρίζει τον τόπον, τον καιρόν και τον τρόπον, και ζητεί τα αρμόδια και ωφέλιμα εις την ψυχήν του. Ο εν γνώσει ευχόμενος κτυπά«διάνα» [15] προς τον Χριστόν. Τον πιάνει και Τον κατέχει και«Ου μή σε αφήσω», τον λέγει, «εις τον αιώνα».

Εάν έρχεται η Χάρις προ του καθαρισμού, ζητώ προσοχήν και διάνοιαν καθαράν. Εις τρεις τάξεις διαιρείται η Χάρις· καθαρτική, φωτιστική και τελειωτική. Εις τρεις και η πολιτεία· φύσιν, υπέρ φύσιν και παρά φύσιν. Εις αυτάς τάς τρεις τάξεις ανέρχεται και κατέρχεται. Τρία εισίκαιτα μεγάλα χαρίσματα όπου λαμβάνει· θεωρία, αγάπη, απάθεια. Λοιπόν, εις την πράξιν συνεργεί Χάρις καθαρτική, όπου βοηθεί προς καθαρισμόν, και πάς τις όπου εμετανόησεν, είναι η Χάρις που τον προτρέπει εις την μετάνοιαν και όσα κάμνει είναι της Χάριτος. Αλλά δεν γνωρίζει αυτός που την έχει. Όμως αυτή τον τροφοφορείκαιτονοδηγεί·καιαναλόγως την προκοπή που λαμβάνει, ανέρχεται ή κατέρχεται ή μένει εις την ιδίαν κατάστασιν. Και ει μέν έχει ζήλον και αυταπάρνησιν, αναβαίνει εις θεωρίαν, όπερ την διαδέχεται φωτισμός θείας γνώσεως και εν μέρει απάθεια, και ορθοποδεί εις την φυσικήν κατάστασιν.

Λοιπόν, εκείνος όπου προσεύχεται, ζητεί την άφεσιν των αμαρτιών του, ζητεί το έλεος του Κυρίου. Εάν ζητή και μεγάλα προ του καιρού, δεν του τα δίδει ο Κύριος, διότι ο Θεός τα δίδει με τάξιν. Και αν εσύ Τον βαρύνης ζητώντας, αφήνει το πνεύμα της πλάνης και προσποιείται την Χάριν και σε πλανάει, δεικνύον σου άλλα αντί άλλων. Δι’ αυτό, δεν είναι ωφέλιμον το να ζητάει κανείς τα υπέρμετρα· αλλά και αν εισακουσθή πριν καθαρισμού, όταν δεν είναι εις την τάξιν, γίνονται φίδια και βλάπτουν.

Εσύ έχε μετάνοιαν καθαράν, κάμνε τελείαν υπακοήν, και μόνη η Χάρις θα έλθη χωρίς εσύ να ζητής. Ο άνθρωπος ωσάν βρέφος ψελλίζον ζητεί από τον Θεόν το θέλημά Του το άγιον. Ο Θεός ως Πατήρ αγαθός του δίδει την Χάριν, αλλά του δίδει και πειρασμούς. Εάν υπομένητους πειρασμούς αγογγύστως, λαμβάνει Χάριν, προσθήκην. Όσην Χάριν περισσοτέρως λαμβάνει, τόσην προσθήκην και πειρασμών. Οι δαίμονες όταν πλησιάζουν να κροτήσουν την μάχην, δεν πηγαίνουν εκεί όπου θα τους νικήσης εσύ αγογγύστως, αλλά δοκιμάζουν πού έχεις αδυναμίαν, όπου εσύ ποσώς δεν τους περιμένεις, εκεί τειχωρυχίζουν το κάστρον. Καιόταν εύρουν ψυχήν ασθενή και μέρος αδύνατον, πάντα εκεί τον νικάνε και τον κάμνουν υπεύθυνον.

Ζητείς Χάριν απ’ τον Θεόν; Αντί Χάριν σου αφήνει τον πειρασμόν. Δεν αντέχεις τον πόλεμον και πίπτεις; Δεν σου δίδεται Χάρις προσθήκη. Πάλιν ζητείς, πάλιν ο πειρασμός. Πάλιν νίκη, πάλιν υστέρησις. Εφ’ όρου ζωής. Πρέπει λοιπόν να βγής νικητής. Αντέχου του πειρασμού μέχρι θανάτου. Πέσε εις την μάχην πτώμα, φωνάζων κάτω παράλυτος·«Ου μή σε ανώ, Γλυκύτατε, ουδ’ ου μή σε εγκαταλείπω. Αχώριστος θα μείνω εις τον αιώνα·και διά την αγάπην σου ξεψυχώ εις το στάδιον». Και αίφνης παρίσταται εις το στάδιον, και φωνεί σε διά του λαίλαπος·«Πάρειμι· δέσε ώσπερ ανήρ την οσφύν σου, και ακολούθει μοι». Σύ δε όλος φως και χαρά, λέγεις.«Οίμοι τώ τάλανι, οίμοι τώ πονηρώ και αχρείω. Ακουήν ήκουόν σου το πρότερον· νυνί δε, σε είδον οι οφθαλμοί μου· και εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην. Ήγημαι δε εμαυτόν γήν και σποδόν».

Τότε, πληρούσαι θείας αγάπης και φλέγεται η ψυχή σου ωσάν του Κλεόπα. Και εν καιρώ πειρασμού δεν«εγκαταλείπεις την σινδόνα και να φύγης επί γυμνού», αλλά καρτερείς εις τάς θλίψεις λέγων·«όπως παρήλθεν οένας καιοάλλος πειρασμός, ούτως θα παρέλθη και τούτος». Όταν όμως αθυμής και γογγύζης και δεν υπομένης τους πειρασμούς, τότε αντί να νικάς, πρέπει να μετανοής διαρκώς διά της ημέρας τα σφάλματα, τις ανυπομονησίες που έδειξες. Και αντί να λάβης προσθήκην Χάριτος μεγαλώνεις τάς θλίψεις σου. Διά τούτο μην δειλιάς, μην φοβήσαι τους πειρασμούς. Καν πέσης πολλάκις, ανάστα· μην χάνης την ψυχραιμίαν σου, μην απογοητεύεσαι μέχρις ότου σταθής εις τους πόδας σου. Θάρσει, εγώ σε βαστάζω. Βάζε μετάνοιαν συνεχώς όταν σφάλλης και μην χάνης καιρόν, καθότι όσον αργείς να ζητήσης συγχώρησιν, τόσον δίδεις άδειαν εις τον πονηρόν να απλώνη τους πλοκάμους του.

Μήν κρύπτης λογισμόν, διότι χαροποιείς τον εχθρόν και κάμνει νεύρα εις βάρος σου·αλλά ευθύς να τον λέγης και να μετανοής. Και με την αγάπην να πολεμής τους λογισμούς όπου σου βάζει διά την Γερόντισσα.

Μήν πιστεύης τον όφιν. Ποτέ αλήθεια δεν λέγει. Ο στόχος του σατανά είναι να βάλη λογισμούς εναντίους κατά του Γέροντος ή Γεροντίσσης. Καιόταν παρέλθης όλα αυτά, όπου είναι η πράξις, συνεργούσης της Χάριτος όπου σε καθαρίζει από όλα τα πάθη, γεύεται ο νους φωτισμόν και κινείται εις θεωρίαν. Και πρώτη θεωρία είναι των όντων, πως όλα τα πάντα εποίησεν ο Θεός διά τον άνθρωπον, και αυτούς τους Αγγέλους προσέτι εις διακονίαν αυτού.

Πόσην αξίαν, πόσον μεγαλείον, τί μέγαν προορισμόν έχει ο άνθρωπος, αυτή η πνοή του Θεού, όχι διάνα ζήση εδώ τάς ολίγας ημέρας της εξορίας του, αλλά διάνα ζήση αιώνια με τον Πλάστην του, να βλέπη τους θείους Αγγέλους, να ακούη την άρρητον μελωδίαν τους! Τί χαρά! Τί μεγαλείον! Μόλις λαμβάνει τέρμα αυτή η ζωή μας και κλείνουν ούτοι οι οφθαλμοί, ανοίγουν οι άλλοι και αρχίζει η νέα ζωή, η όντως χαρά, όπου πλέον τέλος δεν έχει!

Τοιαύτα νοών βυθίζεται ο νους σε μίαν ειρήνη και άκραν γαλήνη εις όλον το σώμα και τελείως ξεχνά ότι υπάρχει εις την ζωήν. Τοιαύται θεωρίαι διαδέχεται η μία την άλλην, όχι να πλάττη φαντασίας εις τον νούν του, αλλά η κατάστασις είναι τοιαύτη, ενέργεια Χάριτος, όπου φέρνει και αδολεσχεί ο νους εις την θεωρίαν. Δεν τα πλάττει ο άνθρωπος, μόνα τους έρχονται και αρπάζουν τον νούν εις την θεωρίαν. Και τότε απλούται ο νους, και γίνεται άλλος εξ άλλου. Φωτίζεται, είναι όλα ανοικτά εις αυτόν. Πληρούται σοφίας και ως υιός κατέχει τα του πατρός του. Ηξεύρει ότι είναι μηδέν, πηλός, αλλά και υιός Βασιλέως. Μηδέν δεν έχει, αλλά και πάντα κατέχει. Πληρούται θεολογίας. Φωνάζει αχόρταστα με πλήρην επίγνωσιν ομολογών ότι η ύπαρξίς του είναι μηδέν, η καταγωγή του είναι ο πηλός· η δε ζωτική δύναμίς του, ευθύς πετάει η ψυχή εις τον ουρανόν·«Είμαι το εμφύσημα, η πνοή του Θεού·όλα διελύθησαν, έμειναν εις την γήν εξ ού και ελήφθησαν. Είμαι Βασιλέως αιωνίου υιός, είμαι θεός κατά Χάριν, είμαι αθάνατος και αιώνιος, είμαι μετά μίαν στιγμήν κοντά εις τον ουράνιόν μου Πατέρα».

Αυτός είναι εν αληθεία ο προορισμός του ανθρώπου. Διά τούτο επλάσθη, και οφείλει να έλθη όθεν εξήλθε. Τοιαύται είναι αι θεωρίαι όπου αδολεσχείο πνευματικός άνθρωπος και αναμένει την ώραν όπου θα αφήση το χώμα και θα πετάξη εις τα ουράνια.

Θαρσείτε λοιπόν, και με αυτήν την ελπίδα υπομένετε κάθε πόνον και θλίψιν, αφού μετ’ ολίγον –πόσον θα ζήσωμεν;–θα αξιωθούμεν αυτά. Δι’ όλους μας είναι τα ίσα. Όλοι είμεθα τέκνα Θεού. Καν κουτσός ή κουλός ή τυφλός ή παράλυτος ή άλαλος, όμως τέκνα Θεού. Αυτόν φωνάζομεν ημέραν και νύκταν και την γλυκειά μας Μανούλα, την οποίαν όποιος φωνάζει δεν τον αφήνει ποτέ.

Παρακαλώ να κοιτάξης άνωθεν τάς σελίδας, τους αριθμούς. Έγραψα λάθος την κόλλαν. Παρακαλώ να ακολουθήσης τους αριθμούς, διότι ή από βία ή του πειρασμού συνεργία έγραψα και τες δύο κόλλες λάθος και δι’ αυτό συμπληρώνω εδώ το κενόν. Διαβάζοντας ακολούθει τους αριθμούς, όχι την κόλλαν.

Λοιπόν, είπα διά τες εικόνες πού να τες στείλουν. Να τον ειπήτε αυτόν να έχητον νούν του να περιμένη. Δεν γνωρίζω· εις το τελωνείον θα τες στείλουν; Εις το ταχυδρομείον; Πάντως θα τες στείλουν. Κατ’ αυτάς νομίζω ότι είπαν τον Θανάση ότι 610.000(εξακοσίας δέκα χιλιάδας) κάνουν.

Κοιτάτε και εσείς το σημείωμα όπου είχον στείλει, όταν τες παρήγγειλα διά τον παπα-Συμεών·σας είχον ειπεί τότε. Θα έλθη μόνος του τώρα το Πάσχα αυτού και θα τα ειπήτε. Έχει και άλλους ζωγράφους. Ημπορεί να κάνετε μίαν, και αν αρέσετε κάμνετε και άλλην. Τα χρήματα να στείλετε επιταγήν εις αυτούς, εις την σύστασιν·«Ανανίαν Ιερομόναχον Αγιογράφον, Τίμιος Σταυρός, Αγία Αννα, Δάφνη, Άγιον Όρος».

Την μετάνοιάν μου εις τον Γέροντα. Εύχομαι την Γερόντισσα και όλας τάς αδελφάς.

Επειδή είμαι όλο ασθενής, δι’ αυτόέγραψα ότι συντόμως θαέλθηο θάνατος. Αλλά αφού δεν αφήνεις, θα κάνω υπομονήν.

Σε εύχομαι πάλιν και πάλιν εξ όλης ψυχής,

ελάχιστος π. Ιωσήφ

 

Επιστολή του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού από την καινούργια έκδοση της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου με ανέκδοτες επιστολές και ποιήματα του μακαριστού και οσίου Γέροντος, βλέπε εδώ.