Οι Ενετοί σχεδιάζουν δολοφονία του Πατροκοσμά

27 Σεπτεμβρίου 2019

Από την παρουσία και το κήρυγμα του Κοσμά θορυβούνται και οι Ενετοί, τους οποίους αποικιακή εμπειρία αιώνων είχε μάθει να δυσπιστούν απέναντι σε ένα θρησκευτικό κήρυγμα που αναθέρμαινε τη θρησκευτική ταυτότητα των υπηκόων τους και κατά συνέπεια τον εθνισμό τους. Γι’ αυτό τον παρακολουθούν συστηματικά σε όλη τη διαδρομή του στις ενετοκρατούμενες περιοχές, τόσο στην Ήπειρο –Πρέβεζα, Πάργα κ.λπ.– όσο και στα Επτάνησα, ενώ σχεδιάζουν ακόμα και τη δολοφονία του.

Στις 27 Μαΐου 1777, ο Βενετός διοικητής της Πάργας, Benetto Pieri, ενημερώνει ανήσυχος τον γενικό προβλεπτή της Κέρκυρας Giacomo Nanni για την άφιξη στην πόλη ενός «άγνωστου Έλληνα καλόγερου ακολουθούμενου από πλήθος ενόπλων» και, δύο ημέρες μετά, στις 29 Μαΐου 1777, διαπιστώνει ότι τον ακολουθούσε πλήθος – μόνο οι οπλισμένοι άνδρες έφταναν τις 4000 (4000 armati  in circa)[1].

Ο Πατροκοσμάς, το καλοκαίρι του 1777, αποβιβάστηκε στην Άσσο της Κεφαλονιάς και κήρυξε σε όλα τα χωριά του νησιού ακολουθούμενος από πολυάριθμα πλήθη – έχουν καταγραφεί δεκαοκτώ περιοχές και οικισμοί, μικροί και μεγάλοι, όπου περιόδευσε[2], ο δε Βενετός σημαιοφόρος, Francesco Zonza, μιλάει για 15.000 άτομα που τον ακολουθούσαν. «Κήρυξε στο Αργοστόλι, στο Ληξούρι, στην Άσσο, στη Λειβαθώ…, και στα μοναστήρια των Αγριλιών και των Θεμάτων. Και σε όλα αυτά τα χωριά ο κόσμος έτρεχε πίσω του σα σαστισμένος. Ο λόγος του ήταν φραγγέλιο και η συμβουλή του νόμος. Ιδίως οι γυναίκες όλων των τάξεων, και αυτών ακόμη των αρχόντων και των Βενετών υπαλλήλων, παρακολουθούσαν με κατάνυξη τη διδασκαλία του»[3]. Προφητεύει, κάνει θαύματα και στήνει παντού σταυρούς. «Εις εκείνους, λοιπόν, τους τόπους όπου ήσαν στημένοι οι σταυροί, ενήργει ο Θεός πολλά θαυμάσια. Διο και εις το μέσον του παζαρίου του Αργοστολιού…, όπου άφησεν ο Άγιος ένα τοιούτον Σταυρόν, ανέβλησεν ένα νερόν θαυμαστόν, το οποίο φαίνεται έως την σήμερον, χωρίς ποτέ να ολιγοστεύση»[4]. Στα Φαρακλάτα σώζεται ακόμα ξύλινος σταυρός του, στον ναό Αγίου Δημητρίου–Ευαγγελιστρίας, ενώ στο Αργοστόλι ο σταυρός φυλασσόταν μέχρι τους σεισμούς του 1953.

Παρότι άρχοντες, Ενετοί και Εβραίοι έμποροι δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τον Κοσμά στην Κεφαλονιά, θα το επιτύχουν στα υπόλοιπα νησιά. Στη Ζάκυνθο, όπου έφθασε στις 11 Ιουλίου 1777, συνοδευμένος από μεγάλο πλήθος Κεφαλλονιτών με δέκα καΐκια γεμάτα[5], συνάντησε ισχυρή αντίδραση από τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο Κουτούβαλη, τους  άρχοντες και τους Εβραίους του νησιού που έκαναν ο,τι μπορούσαν για να απομακρυνθεί[6]. «Οι Κεφαλλήνες ηγανάκτησαν τοσούτον επί τη στάσει του αρχιεπισκόπου κατά του ιεροκήρυκος εκείνου εν Ζακύνθω, ώστε διεμήνυσαν αυτώ δια προσώπου εμπιστοσύνης ίνα αναβάλη και την εις Κεφαλληνίαν επάνοδον ίνα μη [  ] επακολουθήσωσιν αποδοκιμαστικαί εκδηλώσεις»[7] και ο Κουτούβαλης δεν τόλμησε να επιστρέψει ποτέ πλέον στην Κεφαλονιά. Στις 13 Ιουλίου, έφθασε με καΐκι στην Κέρκυρα όπου οι ενετικές αρχές και οι εγχώριοι ευγενείς ήθελαν να εμποδίσουν την απόβασή του αλλά, επειδή χιλιάδες Κερκυραίων περίμεναν στην παραλία, αποφάσισαν να επιτρέψουν μόνο μια ομιλία του. Ακολουθούμενος από ένα τεράστιο πλήθος, μίλησε στο Μαντούκι εναντίον των αρχόντων και των Εβραίων. Στρατιώτες και μπράβοι του επιτέθηκαν και οι χωρικοί φύλαξαν το σχισμένο και ματωμένο πουκάμισό του το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, βρίσκεται στον ναό του Αγίου Γεωργίου, στο εικονοστάσι του Αγίου Κοσμά[8]. Εν τέλει, ο πρεβεδούρος τον έδιωξε από το νησί με συνοδεία στρατιωτών για τους Αγίους Σαράντα[9].

Οι Βενετοί είχαν οργανώσει ολόκληρο σύστημα παρακολούθησης με κατασκόπους, ενώ, σύμφωνα με απόφαση που πάρθηκε στις αρχές του 1778, μετά από πρόταση των Inquisitori di Stato, είχαν αποφασίσει να τον εξουδετερώσουν ακόμα και με δολοφονία. Ο Κερκυραίος κόμης Ανδρέας Μαμωνάς φαίνεται ότι είχε αναλάβει αυτό το έργο το οποίο όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει εξ αιτίας της παρουσίας του κόσμου και, τον Μάιο του 1779, ο Giacomo Nanni (Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης, στην Κέρκυρα) αποφάσισε την προσωρινή αναβολή των σχεδίων εξόντωσης του Κοσμά[10], ο οποίος είχε εγκαταλείψει τις ενετοκρατούμενες περιοχές και, τρεις μήνες αργότερα, στις 24 Αυγούστου 1979, ανέλαβαν  οι  Εβραίοι και οι Τούρκοι του Κουρτ πασά να εκτελέσουν το σχέδιο των… Ενετών.

Από τα βενετικά έγγραφα γνωρίζουμε το πέρασμά του από την περιοχή της Πρέβεζας και τα χωριά Λούρο, Φλάμπουρο και Μαύρο Μαντήλι, όπου κήρυξε στις 18 και 20 Απριλίου 1779, σε «έξη χιλιάδες άτομα». Εκεί τον επισκέφθηκε και ο Μαμωνάς ο οποίος, στην Έκθεσή του προς τον Έκτακτο Προβλεπτή της Λευκάδας, Μοροζίνι (Sebastiano Morosini), σημειώνει: «Έχει αναμφισβητήτως μέγα τάλαντον και μεγίστην παιδείαν και ζη με μεγάλας στερήσεις»[11].

Ο Μοροζίνι με τη σειρά του αναφέρει, στις 2 Μαΐου 1779, στον Νάνι: «Τελευταίως ο καλόγηρος ούτος υπέβαλεν εις τους πολυάριθμους ακροατάς του την πρότασιν περί ιδρύσεως σχολής όπου να διδάσκονται τα γράμματα εις τα παιδιά των πτωχών οικογενειών και τοσούτον ενθουσίασε το ακροατήριον, ώστε εντός βραχυτάτου διαστήματος κατώρθωσε να συλλέξη περί τας δέκα χιλιάδας γροσίων εις μετρητά, εις πράγματα και ασημικά»[12].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

[1] Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και οι Βενετοί, 1777-1779: τα τελευταία χρόνια της δράσης του και το πρόβλημα των διδαχών, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 77-79.

[2] Μαρία Μαμασούλα, Παιδεία και Γλώσσα στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, δ.δ., Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος 2004, σσ. 517-518.

[3] Ά. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός…, ό.π., σσ. 32, 81.

[4] Σάπφ. Χριστοδουλίδης, ό.π., σ. 19.

[5] Σ. Χριστοδουλίδης, ό.π., σ. 19.

[6] Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ό.π., σσ. 36-39.

[7] Τσιτσέλης, τ. Β΄,1960, σ. 140· Γ. Αλισανδράτος, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός στην Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο (1777) Ανέκδοτη επιστολή ενός ακροατή του, Αργοστόλι 1982, σ. 31.

[8] Μ. Μαμασούλα, Ο βίος του Αγίου Κοσμά, ό.π.

[9] Ξανθοπούλου, σσ. 40-42.

[10] Ξανθοπούλου, σσ. 49-51.

[11] Κων. Δ. Μέρτζιος, «Το εν Βενετίᾳ Κρατικὸν Ἀρχεῖον», ΗΧ, 15 (1940), σσ. 6-10.

[12] Κ. Δ. Μέρτζιος, «Το εν Βενετίᾳ…», ό.π., σσ. 5-6.