Η αιώνια παρθενία της Θεοτόκου κατά τους Αγίους Πατέρες (Αγίου Νεκταρίου)

18 Σεπτεμβρίου 2019

Το δόγμα το σχετικό με την αιώνια παρθενία της Θεοτόκου στηρίζεται πάνω σε βάση ακράδαντη, στη χριστιανική αρχαιότητα και ομολογείται από τους πιο παλιούς Πατέρες της Εκκλησίας.

Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, αποστολικός πατέρας και μαθητής του Αποστόλου Ιωάννου, που θεμελίωσε την Εκκλησία της Αντιόχειας, στην προς Εφεσίους επιστολή του ονομάζει τη Θεοτόκο Μαρία Παρθένο. Προσθέτει δε τα εξής: «Τρία πράγματα ξέφυγαν από την προσοχή του άρχοντα του αιώνα τούτου, δηλ. του Διάβολου. Η παρθενία της Μαρίας, ο τοκετός της και ο θάνατος του Κυρίου».

Άρα, υπερφυσικά γέννησε η Θεοτόκος Μαρία και παρθένος, όπως ήταν, έμεινε και μετά τον τοκετό. Εδώ, ο θεϊκός αυτός πατέρας τον τοκετό ονομάζει Μυστήριο, προσθέτοντας σ’ αυτά που είπε: «Τρία κραυγαλέα μυστήρια, που ήσυχα συνέβησαν και φανερώθηκαν σ’ εμάς».

Στις αρχές του β’ αιώνος, κι ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνων, απαντώντας σε όσους αμφισβητούσαν την παρθενία της Θεοτόκου, δηλ. τον Θεοδοτίωνα, τον Ακύλα κτλ. ονομάζει απόλυτα Παρθένο την Θεοτόκο Μαρία. Λέγει δε τα εξής: «Καθώς εκείνη (η Εύα) ζώντας με τον Αδάμ, ενώ ήταν όμως ακόμη παρθένος, παράκουσε κι έγινε αιτία θανάτου για τον εαυτό της κι όλο το ανθρώπινο γένος, έτσι και η Μαρία, που είχε μνηστήρα προορισμένο γι’ αυτήν, ενώ ήταν παρθένος υπάκουσε κι έγινε αιτία σωτηρίας για τον εαυτό της και για όλο το ανθρώπινο γένος». Και πάλι: «εκείνο που έδεσε η Εύα με την απιστία της το έλυσε η Παρθένος Μαρία με την πίστη της». Και πάλι: «Όπως εκείνη (η Εύα) αποχωρίστηκε, με τα λόγια του αγγέλου, κι απομακρύνθηκε από το Θεό, έτσι και η Μαρία με τον λόγο του αγγέλου ευαγγελίσθηκε ώστε να κρατήσει το Θεό, υπακούοντας τη διαταγή Του. Εκείνη μεν παράκουσε το Θεό, ενώ η Μαρία πείσθηκε να τον υπακούσει ώστε η Παρθένος Μαρία έγινε συνήγορος της Εύας» (Adver. haeres III, c. 21 g’ 4 και V c, 19).

Κι ο Ωριγένης το ίδιο λέγει: «Αυτή η παρθένος γέννησε Θεό και μητέρα έγινε, αλλά δεν έχασε την παρθενία της» (Ομιλ. Α’ εις Ματθ.).

Κι ο Άγιος Επιφάνιος (στις Αιρέσεις, οη’) διακηρύττει τα εξής: «Ποιός ποτέ ανάφερε το όνομα Μαρία χωρίς να προσθέτει τη λέξη Παρθένο;».

Κι ο Ιερώνυμος, που άκμασε στα μέσα του 4ου αιώνος γράφοντας εναντίον του αιρετικού Πελάγιου λέγει «Μόνος ο Χριστός άνοιξε τις πόρτες της παρθενικής μήτρας, οι οποίες κι έμειναν κλεισμένες μετά» (διάλογος β’)

Κι ο ιερός Αυγουστίνος, στα μέσα του Δ’ αιώνος δίδασκε τα εξής: «Η Μαρία, φανέρωσε με τον εαυτό της τον τύπο της Αγίας Εκκλησίας. Γιατί όπως Εκείνη, αν και γέννησε τον Υιό της, όμως έμεινε παρθένος, έτσι και η Εκκλησία πάντα γεννάει τα μέλη της και δεν στερείται την παρθενία της». (De symbol, ad Catech. Cibr. IV, 1). Και στο σχετικό με την παρθενία κεφάλαιο (κεφ. 4) αυτός ο ίδιος λέει τα εξής: «Η Παρθενία της Μαρίας είναι περισσότερο πολύτιμη και γεμάτη χάρη, επειδή ήταν αφιερωμένη στο Θεό από την ίδια την Παρθένο πριν από τη σύλληψη του Χριστού. Τούτο φανερώνεται από τα λόγια της προς τον άγγελο που της έφερε το χαρούμενο μήνυμα «Πώς θα γίνει αυτό, αφού άνδρα δεν γνωρίζω;». Βέβαια, η Παρθένος δεν θα μιλούσε έτσι, αν δεν είχε οριστικά υποσχεθεί στο Θεό να μείνει Παρθένος. Αλλ’ επειδή η υπόσχεση αυτή ήταν κάτι τι το αντίθετο προς τα Ιουδαϊκά έθιμα μνηστεύθηκε αυτή άνδρα δίκαιο, που όφειλε όχι μόνον να τη σέβεται, αλλ’ ακόμη να κάνει και τους άλλους να σέβονται ό,τι αυτή αφιέρωσε στο Θεό».

Κι ο Τερτυλλιανός λέγει: «Στην Παρθένο ακόμη Εύα είχε φανερωθεί ο λόγος που δημιούργησε το θάνατο. Σε Παρθένο λοιπόν έπρεπε να φανερωθεί κι ο λόγος που θα δημιουργούσε τη ζωή, ώστε εκείνο που χάθηκε χάρη σ’ αυτό το φύλο (της γυναίκας), χάρη στο ίδιο φύλο ν’ αποκατασταθεί» (de carne Chri- sti cap 17).

Κι ο Μέγας και Ουρανοφάντορας Βασίλειος, όχι μόνο Παρθένο αλλά κι Αιώνια Παρθένο ονομάζει τη Θεοτόκο, λέγοντας στον κατά τη Γέννηση του Χριστού λόγο του τα εξής: «Δεν έπαψε ποτέ να είναι Παρθένος η Θεοτόκος». Και πρόσθετε ότι δεν είναι ποτέ δυνατόν τα αυτιά των χριστιανών να καταδεχθούν να ακούσουν το αντίθετο. «Επειδή ποτέ δεν καταδέχθηκαν τ’ αυτιά των χριστιανών να ακούσουν ότι έπαψε να είναι Παρθένος η Θεοτόκος, θεωρώ αρκετές εκείνες τις μαρτυρίες».

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον «εις Ευαγγελισμό» λόγο του (πθ’) λέγει απευθυνόμενος στην Παρθένο: «Βρήκες νυμφίο που να διαφυλάξει την παρθενία σου». Κι αλλού ονομάζει τη Θεοτόκο «Δέσποινα αγία κι αειπάρθενη» (ομιλ. ΙXΙΙ τ. VI). Και πάλι «Θεοτόκο κι αειπάρθενη Μαρία» την ονομάζει αλλού (ομιλ. CXI, τομ. V).

Ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας «απειρόζυγο δάμαλιν» ονομάζει την Παρθένο. Κι ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, μιλώντας για την Παναγία Παρθένο, λέγει: «Γι’ αυτό και(ονομάζεται) Παρθενική Μητέρα, σαν Θεοτόκος, η αγία Παρθένος».

Κι αυτός ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος (Τομ. II. σελ. 34) στο λόγο του σχετικά με την ουράνια Ιεραρχία (IV, σελ. 49) ονομάζει την Παναγία Παρθένο «Θεομήτορα».

Ο δε Γρηγέντιος (στις συζητήσεις προς Ιουδαίο) «αιώνια παιδί και Θεοτόκο» τη Μαρία ονομάζει. Κι ο Καισάριος στο διάλογό του (ερώτηση XX) λέγει: «η θεανδρική προέλευση του λόγου ήλθε από την αειπάρθενο Μαρία». Κι ο Τίτος ο Βόστρων «πανάμωμο» την αληθινά πανάμωμη ονομάζει.

Αυτή η ίδια η Εκκλησία, τέλος, στις αρχαιότατες της ωδές υμνεί την Παναγία Παρθένο Μαρία σαν Θεοτόκο, θεογεννήτρια, αειπάρθενη, θεομήτορα, παρθενομήτορα, απειρόγαμη μητέρα, άγαμη νύμφη, θησαυρό αγνείας, χώρα ασύλητη, μητροπάρθενη, φωτεινό ναό, έμψυχο ναό, νύμφη ανύμφευτη, σκηνή επουράνια. Συγκεντρώσαμε περισσότερα από εκατό τιμητικά επίθετα της Θεοτόκου, που εκφράζουν την αιώνια παρθενία της. Πολλά απ’ αυτά βρίσκονται και στα συγγράμματα αρχαίων Πατέρων της Εκκλησίας. Άλλωστε, η υμνωδία της αγίας μας Εκκλησίας μας εκφράζει το σταθερό φρόνημα γενικώς της Εκκλησίας, που επικράτησε σ’ αυτήν από τους πρώτους κιόλας αιώνες και σώθηκε μέχρις εμάς. Εκεί λοιπόν όπου έχει το λόγο η Οικουμενική Εκκλησία, ας σωπάσει κάθε θνητή γλώσσα. Γιατί όταν μιλάει η Εκκλησία, μιλάει το Πνεύμα το Άγιο του Θεού. Κι όποιος αντιλέγει στην ’Εκκλησία, αντιλέγει στο Άγιο Πνεύμα.

Κι αντιλέγουν πραγματικά στο Άγιο Πνεύμα όσοι αρνούνται την αιώνια Παρθενία της Θεοτόκου. Γιατί αρνούνται αυτή την αλήθεια, που με διάφορους κατά τόπους και καιρούς Θεοφόρους Πατέρες και με αυτές τις ίδιες τις Οικουμενικές Συνόδους η Εκκλησία επικύρωσε σαν αγία κι αποστολική παράδοση, που πάντα και παντού γίνεται αποδεκτή απ’ όλους τους ευσεβείς και ορθοδόξους.

Αυτή η ίδια η Α’ Οικουμενική Σύνοδος που συγκροτήθηκε στη Νίκαια διακηρύττει φανερά την αιώνια Παρθενία της Υπεραγίας Θεοτόκου, σ’ αυτό το Σύμβολο της Πίστεως, λέγοντας σχετικά με τη σάρκωση του Χριστού και τη θεία ενανθρώπηση ότι έγιναν «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Κι αυτή η επίσημη ανακήρυξη της Παρθενίας της Θεοτόκου από Οικουμενική Σύνοδο, εκφράζει το πνεύμα της Καθολικής Εκκλησίας από τα Αποστολικά χρόνια. Και το δόγμα αυτό οι τοπικές και οικουμενικές κι επαρχιακές Σύνοδοι το επικύρωσαν σαν δόγμα πίστεως απαράβατο. Μάλιστα, η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος επί πολύ μιλάει για την παρθενία και την αιώνια παρθενία της Θεοτόκου (στον πράξη ια’) και κηρύσσει τη Θεοτόκο «παρθένο πριν τη γέννηση (του Χριστού), κατά τη γέννηση και μετά την γέννηση». Επίσης, στον Α’ κανόνα η Σύνοδος ομολογεί αιώνια Παρθένο τη Θεοτόκο, κηρύττει δε ένα Χριστό, τον υιό του Θεού που σαρκώθηκε, κι εκείνη που υπερφυσικά τον γέννησε αιώνια παρθένο, κυρίως και αληθινά Θεοτόκο. Κι η Οικουμενική Σύνοδος στον Τρούλλο ονομάζει την Παρθένο «άχραντη παρθενομήτορα» (στον Κανόνα LXXIX).

Όλες αυτές οι μαρτυρίες των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, που διατήρησαν αναλλοίωτη την ιερή αποστολική παράδοση, είναι αρκετές για να πληροφορήσουν και να πείσουν όσους με καθαρή καρδιά πιστεύουν στις αλήθειες της Εκκλησίας. Κι όχι μόνον η Δυτική Εκκλησία παραδέχεται το κύρος της αλήθειας των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά κι αυτή η Αγγλικανική. Σ’ αυτό το κύρος βασιζόμενοι μεγάλοι άνδρες της Αγγλικανικής Εκκλησίας παραδέχονται την αιώνια Παρθενία της Θεοτόκου. Έτσι λοιπόν, ο Nelsons λέγει: «Το ιδιαίτερα έξοχο και ασύγκριτο προνόμιο της μητέρας εκείνης, η οφειλόμενη εξαιρετική τιμή και προσκύνηση σ’ εκείνο τον υιό, που πάντα η ίδια του έδειχνε, ο σεβασμός στο Άγιο Πνεύμα που την επισκίασε, η υιική αγαθότητα και ευσέβεια του Ιωσήφ, στον οποίο δόθηκε σαν νύμφη — όλ’ αυτά πληροφόρησαν την Εκκλησία του Θεού ανά τους αιώνες ώστε να πιστέψει ότι αυτή (η Θεοτόκος) εξακολουθούσε πάντα να είναι Παρθένος, έχουμε λοιπόν κι εμείς υποχρέωση να την ομολογούμε, Παρθένο Μαρία».

Και ο John Pearson λέγει: «Όταν λέμε: εγώ πιστεύω στον Ιησού Χριστό, που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, πρέπει να εννοούμε τα εξής: «εγώ ομολογώ, σαν αλήθεια πραγματική κι αλάνθαστη τούτο, ότι δηλ. υπήρχε κάποτε μια γυναίκα ονομαζόμενη Μαρία, νύμφη του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ, η οποία και πριν και μετά τη μνηστεία της ήταν καθαρή και άμωμη Παρθένος, και ενώ ήταν και εξακολουθούσε να είναι σε τέτοια παρθενία συνέλαβε, με την άμεση ενέργεια του Αγίου Πνεύμα¬τος, στη μήτρα της τον μονογενή Υιό του Θεού. Και μετά το φυσιολογικό χρόνο της εγκυμοσύνης όλων των άλλων γυναικών, γέννησε αυτόν, σαν πρωτότοκο Υιό της, και εξακολουθούσε να είναι ίδια, δηλ. η καθαρότατη και η μόνη άμωμος παρθένος» (Δες και Επιστολ. Διατριβή, δηλ. ανασκευή της από τον Κ. Αλβέρτο απαντήσεως σχετικά με την αειπαρθενία της Θεοτόκου Μαρίας από τον Αρσένη Παύδη, Κέρκυρα 1850).

Έτσι λοιπόν και με τις Αγίες Συνόδους και με τους Θεοφόρους Πατέρες και με την Αποστολική και Εκκλησιαστική παράδοση γενικά, και με τις μαρτυρίες αυθεντικού κύρους ανδρών αλλοδόξων, επικυρώνεται και στηρίζεται στο σταθερό και ακλόνητο δόγμα της αγίας μας Εκκλησίας σχετικά με την αιώνια παρθενία της Πανάχραντης και Πανάμωμης μητέρας του Κυρίου μας.

Για να επισφραγίσουμε τα όσα είπαμε σχετικά με την αιώνια Παρθενία της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου, αναφέρουμε λοιπόν εδώ και τα θαυμάσια λόγια του Μεγάλου Φωτίου, που τα έγραψε προς τον «Γρηγόριο, που ζήτησε την απάντηση στην απορία του».
«Ο ασπασμός προερχόταν από το Θεό. Η σύλληψη ήταν άσπορη, η εγκυμοσύνη ανέκφραστη, οι πόνοι χωρίς λοχεία. Σφραγίδα της παρθενίας η διάλυση των πόνων (επειδή ο τοκετός ήταν χωρίς φθορά κι η μητέρα έμεινε παρθένος και μετά τη γέννηση). Αυτός που γεννήθηκε ήταν ο Θεός που σαρκώθηκε. Ο χορός των αγγέλων έκανε τραγούδι του το θαύμα. Εδώ λοιπόν που βλέπουμε τόσων και τέτοιων τη βοήθεια, πώς μπορούμε ν’ αμφισβητήσουμε, ακόμη κι αν κάθε ένας άσεβής το αμφισβητούσε, ότι παρθένος ήταν εκείνη που γέννησε και παρθένος έμεινε μέχρι το τέλος; Και αν ακόμη μερικοί βρίσκουν σαν πρόφαση για να βλασφημήσουν το κομμάτι «ουκ εγίνωσκεν αυτήν, έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον» ας μάθουν ότι με τα λόγια αυτά θέλησε (ο ευαγγελιστής) να παρουσιάσει το παράδοξο και υπερφυσικό και ακατανόητο, που είναι ο τοκετός χωρίς να έχει γνωρίσει (εκείνη που γεννάει) άνδρα. Τη δε συνέχεια δεν έγραψε, επειδή είναι αυτονόητη. Επειδή εκείνη που κατά τον τοκετό ήταν παρθένος δεν ήταν καθόλου καινούργιο ή παράξενο να είναι παρθένος και στην υπόλοιπη ζωή της, αλλά μάλλον αναγκαία συνέπεια για ό,τι ήταν προαγιασμένο (δηλ. την παρθένο). Άλλωστε θέλησε να αποστομώσει τους βλάσφημους Ιουδαίους οι οποίοι διέσυραν το παιδί της άσπορης γέννας λέγοντας ότι τάχα είναι καρπός πορνείας. Αντιστέκεται λοιπόν στην καχυποψία τους κηρύττοντας παντού ότι ανέπαφη ήταν εκείνη που γέννησε. Κι ας μάθουν, όσοι αμφισβητούν, ότι δεν θέλησαν να καταλάβουν ούτε τις λέξεις με τις οποίες διατυπώθηκαν οι θεϊκοί χρησμοί. Γιατί αν γνώριζαν τη σημασία του «Έως», θα έβλεπαν ότι χρησιμοποιείται άλλοτε μεν για να δηλώσει απεριόριστο χρόνο και άλλοτε για να δηλώσει έργα μεγάλα και θεοπρεπή. Όπως κι εδώ, το έ ω ς δεν σημαίνει την αντιδιαστολή με άλλο χρονικό διάστημα αλλ’ αντίθετα φανερώνει απέραντο χρονικό διάστημα. Και να μερικά παραδείγματα (αυτής της έννοιας του έως): «Γιατί ανατέλλει στις ημέρες του δικαιοσύνη και ειρήνη έως ότου χαθεί η σελήνη» και «Κάθησε στα δεξιά μου (είπε ο Πατέρας στον Υιό, όπως γράφεται) έως ότου κάνω τους εχθρούς σου υποπόδια των ποδιών σου» και «Να λοιπόν, εγώ είμαι μαζί σας (είπε πάλι ο Σωτήρας στους μαθητές Του) έως (μέχρι) τ η συν-τέλεια του αιώνος». Είναι λοιπόν φανερό ότι εδώ το έως δεν δηλώνει κάποιο συγκεκριμένο χρονικό όριο, αλλά, φανερώνοντας το μέγεθος θεϊκών πραγμάτων, η λέξη μας κάνει να εννοήσουμε τον απεριόριστο χρόνο. Και όχι μόνον αυτό, αλλά υπάρχει και τρίτο παράδειγμα που δείχνει ότι το έως μερικές φορές χρησιμοποιείται για να φανερώσει το αντίθετο της προηγούμενης του έννοιας. Π.χ. «Δεν επέστρεψε προς το Νώε η περιστερά έως (ακόμη κι όταν) καταξεράθηκε η γη» και «Έως (ακόμη κι αν) φθάσετε εσείς σε βαθύ γήρας, εγώ είμαι ο Θεός». Κι άλλα πολλά με τα οποία γίνεται φανερό ότι αντί του συνέχεια και αιώνια τοποθετείται το έ ω ς. Όταν λοιπόν οι θρασείς μας δείξουν μετά το χάσιμο της σελήνης, τη δικαιοσύνη του Χριστού και Θεού μας να εξαφανίζεται και την ειρήνη του να μειώνεται και να γίνεται έχθρα… δηλ. μετά τη συντέλεια του αιώνος…

Και όταν θα γερνούν οι άνθρωποι, να μην υπάρχει Θεός …

Και όταν θα έχει κάνει τους εχθρούς του υποπόδια των ποδιών του δηλ. μετά την Τελική Κρίση. . .

Και όταν, η περιστερά θα επιστρέφει στον Νώε αφού θα έχει ξεραθεί η γη, τότε ας συμπεράνουν ότι και η Παρθένος, μετά τον ανέκφραστο και παρθενικό τοκετό, είχε σχέσεις με άνδρα. Κι αν δεν σου έγραφα κατ’ εντολή άλλου, θα μπορούσα με τη βοήθεια του Θεού, περισσότερες ακόμα αποδείξεις να σου δώσω. Όμως είναι κι αυτές αρκετές για όσους έχουν απλή άγνοια και δεν έχουν χάσει, μαζί με την άγνοια, και το μυαλό τους».

(Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μελέτη για την Υπεραγία Θεοτόκο, Αθήναι, σσ. 14-21)