Καραγκιόζης ο παραδοσιακός και διαχρονικός. Η οικογένεια Σπαθάρη

18 Σεπτεμβρίου 2019

Σε εποχές που δεν υπήρχε παιδικό θέατρο ούτε τηλεόραση ηλεκτρονικά παιχνίδια, το μοναδικό θέαμα για τα παιδιά ήταν ο Καραγκιόζης, που έστηνε την παράγκα του σε κάθε γειτονιά της Αθήνας και της επαρχίας. Στα σπίτια όλων των κοινωνικών τάξεων, σε κάθε γωνία της πατρίδας μας, τα παιδιά έκαναν μπερντέ ένα σεντόνι, άλλοτε ανάμεσα στην ανοιχτή τετράφυλλη πόρτα του σαλονιού και άλλοτε στηριγμένο στις πλάτες δύο καθισμάτων στην αυλή, Από πίσω, λάμπες πετρελαίου και πιτσιρικάδες καραγκιοζοπαίκτες «έπαιζαν», μιμούμενοι τις γνώριμες φωνές. Οι πιο ταλαντούχοι αυτοσχεδίαζαν βάζοντας δικό τους κείμενο και φτιάχνοντας ακόμα και δικές τους φιγούρες ή σκηνικά. Ακροατήριο ήταν οι συγγενείς, που τότε βλεπόντουσαν μια και δυο φορές την εβδομάδα, είτε για κάποια γιορτή, είτε για ένα ουζάκι. Η αυτοσχέδια αυτή παράσταση ένωνε τις γενιές και το συμβολικό εισιτήριο ήταν η αφορμή και για ένα χαρτζιλίκι.

Τα πιο ταλαντούχα παιδιά έφτιαχναν μόνα τους τις φιγούρες τους και τα σκηνικά, αγοράζοντας ξύλο, καρφιά και χαρτόνι απ΄ το μικρομάγαζο της γειτονιάς, καθώς και το κατάλληλο ψαλιδάκι με τις στρογγυλεμένες άκρες, που ανεδείκνυε την χαρτοκοπτική σε αληθινή καλλιτεχνία. Όσο για τα κείμενα, κυκλοφορούσαν και αυτά στα περίπτερα, σε μικρού σχήματος περιοδικά. Ας σημειωθεί ότι οι υποθέσεις των παραστάσεων αρχικά μεταδίδονταν προφορικά από τον έναν στον άλλο καραγκιοζοπαίχτη – πολλές τις επινοούσαν και οι ίδιοι. Μόλις από τις αρχές του 1920 τυπώνονταν σε φυλλάδια. Πρώτος μάλλον που το επιχείρησε ήταν ο Μάρκος Ξάνθος που ήξερε γράμματα και αποφάσισε να τυπώνει τις υποθέσεις έξι φυλλάδια. Ύστερα από λίγο ακολούθησε ο Αντώνης Μόλλας, από τους διάσημους καραγκιοζοπαίχτες, που δημιούργησε, κατά του Κ. Μπίρη, τους δικούς του τύπους, τον Πεπόνια, τον Κεκέ, τον Νώντα και άλλους.

Ο Καραγκιόζης ήταν και παραμένει ένα μυστήριο. Η λιτότατη υποδομή ενός θεάτρου σκιών, η παντελής έλλειψη οποιουδήποτε τεχνολογικού εφέ, η απόλυτη γνώση του τι συμβαίνει πίσω από μπερντέ, δεν δικαιολογεί την γοητεία που ασκεί ακόμη και σήμερα στις μικρές ηλικίες από τις πρώτες κιόλας στιγμές της παράστασης. Χωρίς αμφιβολία πάντως, μια παράσταση επιτυγχάνει να απογειώσει την φαντασία και τα δυό σκηνικά, αριστερά η παράγκα και δεξιά το σαράι, να γίνονται σύνορα ενός τεράστιου κόσμου, μέσα στον οποίον εκτυλίσσονται, άλλοτε μικροπρεπείς και άλλοτε ηρωικές πράξεις.

Ποια είναι όμως η εξήγηση αυτή της μεγάλης και διαχρονικής απήχησης; Άλλοι το απέδωσαν στην αντιφατικότητα του χαρακτήρα του Καραγκιόζη, που καταφέρνει να εκδηλώσει συμπεριφορά ραγιά και συγχρόνως ήρωα. Σε πρώτο επίπεδο, όλα τον παρουσιάζουν ως έναν κακομοίρη, ο οποίος τελικά γίνεται κύριος της κατάστασης, όχι μόνον παρακάμπτοντας αλλά και χλευάζοντας την αλαζονεία του πολυχρονεμένου πασά, χωρίς ποτέ να γίνει ο λαμπροφορεμένος ανατροπέας των κακώς κειμένων. Στον χαρακτήρα του φαίνεται εκ πρώτης όψεως να απουσιάζουν αρχές και αξίες και να επικρατεί μόνον η ανάγκη για ένα πιάτο φαΐ. Την ώρα της κρίσης όμως, ο Καραγκιόζης πατάει σε στέρεο ηθικό κώδικα, με σαφείς σταθερές: Τον σεβασμό του Μπάρμπα Γιώργη, που εκπροσωπεί τους γεροντότερος, την εθνική ταυτότητα, που διαρκώς το κάνει να διαφοροποιείται από τον τύραννο, την υπόγεια απέχθεια στη δουλοπρέπεια που εκπροσωπεί ο Χατζηαβάτης, τους συγγενικούς δεσμούς, αλλά και την επίγνωση της ιστορίας και των συνθηκών της καθημερινότητας, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να ανοίγει μέχρι και σήμερα διάλογο με τις σύγχρονες συνθήκες. Ο Καραγκιόζης σπάει με ευκολία τα στεγανά τού χρόνου και με άνεση μιλάει στη σκηνή συγχρόνως, με τον πάσα και με έναν αστροναύτη.

Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του μεγάλου ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, που θυμάται να έχει γνωρίσει τον Καραγκιόζη πρώτα από τις ρεκλάμες του καραγκιοζοπαίχτη Δεδούσαρου και αργότερα από παραστάσεις στην Κηφισιά, τα καλοκαίρια, όπου πήγαινε με την οικογένειά του, για να δημιουργήσει το 1926 το περίφημο έργο του ο Καραγκιόζης στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς. Είχε εντυπωσιαστεί με τα χρώματα και τις φιγούρες του. Με έναν μαγικό τρόπο ο Καραγκιόζης τον είχε εισαγάγει στον κόσμο του λαϊκού θεάτρου και βέβαια της λαϊκής τέχνης, στοιχεία που έως μια εποχή καθόρισαν το έργο του.

Λαογράφοι και ανθρωπολόγοι αναζήτησαν την υποβλητικότητα και την προσαρμοστικότητα του Καραγκιόζη στην καταγωγή του, η οποία παραμένει αρκετά ομιχλώδης. Το βέβαιον είναι πως η καταγωγή του θεάτρου σκιών τοποθετείται στην Ανατολή και η έλευσή του στον χώρο της Μεσογείου αποδίδεται στον Μ. Αλέξανδρο. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα, οι χώρες της Άπω Ανατολής παρουσιάζουν το θέατρο σκιών σε μεγάλη άνθιση. Υπάρχει όμως και η άποψη πως ο Ελλαδικός χώρος δεν γνώρισε τότε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο είδος. Κατά αρκετούς μελετητές, μεταξύ των οποίων και ο Κώστας Μπίρας, η εναλλαγή φωτός σκότους, καθώς και η συμβολική παρουσίαση θεών, ηρώων και τεράτων με την μορφή σκιών από το μύστη προς τον μειούμενο συμπίπτει απόλυτα με τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τα Ελευσίνια μυστήρια. Ο μύστης, αθέατος, πίσω από το παραπέτασμα, με τις σκιές του προσκαλεί μια σειρά από λυχνάρια, υποβάλλει και καθοδηγεί τον μυούμενο στα ενδότερα των μυστήριων. Μια μικρή ιδέα μπορούμε να πάρουμε από το θέατρο σκιών στο Θιβέτ και την Ινδονησία, όπου διατηρεί ακόμη πολύ έντονο τον θρησκευτικό του χαρακτήρα.

Ο Καραγκιόζης ήρθε στην Ελλάδα το 1860 και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, ενώ αργότερα µετέφερε το ‘’θέατρο’’ του στην Αθήνα. Ο Γιάννης ο Μπράχαλης ήταν ο πρώτος που παρακολούθησε τον Χατζηαβάτη και έφερε την τέχνη στην Ελλάδα. Έστηνε την σκηνή του σε συνοικιακά καφενεία. Tο µήκος της έφτανε δεν έφτανε τα δυo µέτρα και για τo φωτισµό της άναβε τέσσερα πέντε λαδολύχναρα. Όλα για την παράσταση ήταν έτοιµα. Στο καθιερωµένο διάλειµµα γινόταν πανζουρλισµός, πετούσαν ακόµη και πενταροδεκάρες πίσω από τον µπερντέ.

Μια παράσταση του παρακολούθησε στην Πάτρα ο Μίµαρος. Ο Μίµαρος ήταν ο πρωτοψάλτης στη Μητρόπολη του Αγ. Ανδρέα. Ο Mίµαρoς µελέτησε την τέχνη του Μπράχαλη και άρχισε να παίζει Καραγκιόζη στην Πάτρα. Τα πάντα, εκτός από το πανί, ήταν καινούρια (δικά του), φιγούρες, τραγούδια και τριάντα παραστάσεις που έµειναν αθάνατες στο Θέατρο Σκιών. Μίµαρος ήταν το ψευδώνυµό του. Ο κόσµος τον φώναζε έτσι γιατί µπορούσε να µιµηθεί ίσα µε τριάντα διαφορετικές φωνές. Το πραγµατικό του όνοµα ήταν ∆ηµήτριος Σαρντούνης.

Τα παλαιοτέρα χρόνια ο Καραγκιόζης είχε µεγάλη απήχηση στον κόσµο. Οι θεατές παρακολουθούσαν τις παραστάσεις µε ευλάβεια. Στις ηρωικό-δραµατικές παραστάσεις, που ήταν ιδιαίτερα αρεστές, σ’ όλο το θέατρο δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά η φωνή της φιγούρας. Το ‘’γκαρσόνι’’ εκτελούσε τις παραγγελίες µε νοηµατικές χειρονοµίες και αλίµονο στο θεατή που θα έβηχε. Επίσης και ο καραγκιοζοπαίχτης θα έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικός, γιατί, αν έλεγε κάποιο καλαµπούρι που δεν ταίριαζε, οι θεατές τον αποδοκίµαζαν µέσω της φιγούρας και του διεµήνυαν ότι στο επόµενο άστοχο καλαµπούρι η ‘’µπόρα’’ θα έπαιρνε τον ίδιο. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν φανατικοί φίλοι του Καραγκιόζη που πήγαιναν ως και την άκρη του κόσµου για να δουν µια παράσταση. Όταν ο καραγκιοζοπαίχτης έπαιζε σε περιοχή που ήταν γνωστός, συνήθως δε συναντούσε προβλήµατα. Τα πράγµατα δυσκόλευαν όταν έπαιζε σε άγνωστες περιοχές. Εκεί έπρεπε την πρώτη βραδιά να βάλει όλο το ταλέντο και την τέχνη του. Έτσι, άµα τα κατάφερνε κέρδιζε τα συγχαρητήρια του κόσµου.

Η αμεσότητα και η λιτότητα του Καραγκιόζη καταφέρνουν ακόμα και στις μέρες μας να κερδίσουν τα παιδιά, τα οποία τον γνώρισαν από τους ελάχιστους εναπομείναντες καραγκιοζοπαίκτες, αλλά κυρίως από την τηλεόραση, χάρη στις εκπομπές του Ευγένιου Σπαθάρη. Γιος του Σωτήρη Σπαθάρη, ο Ευγένιος συνέχισε την οικογενειακή παράδοση προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες της εποχής μας. Τόσο θεματικά, με ιστορίες από την αρχαία ελληνική μυθολογία, με διασκευασμένα έργα αρχαίου δράματος, ιδιαίτερα του Αριστοφάνη, όσο και από την Ελληνική λόγια παράδοση, όπως είναι ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, ο Ευγένιος πήγε τον Καραγκιόζη στα σχολεία, στην τηλεόραση, ακόμα και στο εξωτερικό δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στην αισθητική, ιδιαίτερα στη ζωγραφισμένες από τον ίδιο φιγούρες. Η αναγνώριση και εκτίμηση της τέχνης του Καραγκιόζη από προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών όπως για παράδειγμα ο Άγγελος Σικελιανός, ο Φώτος πολίτης, ο Γιώργος Ιωάννου ή ο Ηλίας Πετρόπουλος ανάμεσα σε πολλούς άλλους, έκαναν τον Καραγκιόζη πηγή έμπνευσης πολλών λογοτεχνών, θεατρικών συγγραφέων και μουσικών.

Οι Σπαθάρηδες, όνομα ταυτόσημο με τον Καραγκιόζη και την ιστορία του, υπήρξαν δύο καλλιτέχνες που, πέρα από τα στενά όρια του καραγκιοζοπαίχτη, έπαιξαν με τα χρώματα, δημιούργησαν εικόνες, αφήνοντας πίσω τους μια πλούσια παράδοση και μια ξεχωριστή λαϊκή καλλιτεχνική κληρονομιά. Οι δύο καλλιτέχνες υπηρέτησαν με συνέπεια τον Καραγκιόζη και το θέατρο, έναν αυθεντικό ήρωα της νεοελληνικής λαϊκής τέχνης και κοινωνίας, όποιος δεν περικλείει μόνο το νόημα μιας συνεχούς και δυναμικής διαμαρτυρίας, αλλά εμπεριέχει και πολλά άλλα, διαφορετικά μεταξύ τους θέματα . Έχει έναν πλούσιο και θαυμαστό τρόπο έκφρασης, μια τελετουργία και μια πανδαισία χρωμάτων και σχημάτων που από τη μια αγγίζουν τα όρια μιας θρησκευτικής και από την άλλη μιας καλλιτεχνικής μυσταγωγίας. Οι φιγούρες του, με τα σαφή περιγράμματα, τα περιεκτικά νοήματα στο λόγο, τα εκρηκτικά και δυναμικά χρώματα, προκαλούν με τη ζωντάνια και την εφευρετικότητά τους, εισάγοντας με γλαφυρό τρόπο το σύγχρονο θεατή στον κόσμο της νεοελληνικής ιλαροτραγωδίας.

Η λαϊκή αυτή κληρονομιά, που οι δύο πραγματικοί καλλιτέχνες – πατέρας και γιος – έμελλε να υπηρετήσουν, δεν αποτελεί πρωτογενές στάδιο της επίσημης Ελληνικής τέχνης. Ανήκει σε μία εντελώς διαφορετική πολιτιστική παράδοση που δεν έχει καμία σχέση με εκείνη των ηγετικών κοινωνικών στρωμάτων της χώρας. Έχει τις ρίζες της στην κοινή κουλτούρα των λαών της ανατολικής Μεσογείου, που για πολλούς αιώνες βρέθηκε ενωμένη διοικητικά κάτω από την κεντρική εξουσία δύο διαδοχικών ανατολικών αυτοκρατοριών, της βυζαντινής και της οθωμανικής.

Είναι μια κληρονομιά που δεν μιλάει την ίδια γλώσσα με την δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα, την οποία από ένα σημείο της νεοελληνικής ιστορίας και μετά αποφάσισε να ενστερνιστεί το Ελληνικό κράτος._