«Αγάπιος Επίσκοπος Βράτζης, ο Ιερομάρτυς»

13 Οκτωβρίου 2019

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, είναι εργαστήριο αγιότητος. Σε κάθε δηλαδή εποχή «βγάζει» αγίους. Η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι ο στόχος και ο σκοπός κάθε αγωνιζομένου χριστιανού. Όσοι κατορθώσουν και πραγματοποιήσουν αυτόν τον στόχο, αυτοί είναι οι Άγιοί μας. Οι άγιοι δεν τιμώνται όλοι μέσα στην Εκκλησία. Υπάρχουν και άλλοι που ενώ είναι άγιοι, δεν έχουν τιμηθεί ακόμα από την Αγία Εκκλησία μας. Σε έναν τέτοιο άγιο θα αναφερθούμε απόψε.

Κατά το τριήμερο 16 μέχρι 19 Σεπτεμβρίου, πριν σχεδόν έναν μήνα, βρεθήκαμε στην πόλη Βράτσα της Βουλγαρίας. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Σόφιας, και απέχει σχεδόν δύο ώρες από αυτήν. Ο επιχώριος Μητροπολίτης Γρηγόριος προσκάλεσε την τιμία κάρα του Αγίου Κλήμεντος στην Επαρχία του, και έτσι ο Μητροπολίτης μας Κύριος κύριος Παντελεήμων απεφάσισε να συνοδεύσει ο ίδιος τον Άγιο Κλήμη στο προσκύνημα αυτό. Έτσι, στις 16 Σεπτεμβρίου, στις 9.00 το πρωΐ, ξεκινήσαμε από την Μονή της Παναγίας Δοβράς ο Σεβασμιώτατος, ο άγιος Πρωτοσύγκελλος, ο Γέρων π. Γεράσιμος και ο ιεροδιάκονος π. Ιωσήφ, οι Δοβρηνοί πατέρες, ο π. Αιμιλιανός και η ταπεινότης μου, οι Προδρομίτες. Και κατά το μεσημέρι, 1.00 μ.μ., περάσαμε τα σύνορα, στην πόλη Κούλατα, όπου μάς περίμενε ο Επίσκοπος Μελενίκου Γεράσιμος, Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου του πατριαρχείου της Βουλγαρίας, με άλλους υψηλόβαθμους κληρικούς και λαϊκούς.

Ο επιχώριος Μητροπολίτης Νευροκοπίου Κύριος Σεραφείμ δεν μπόρεσε να παραστεί, λόγω των Αγιασμών γιά την έναρξη της σχολικής χρονιάς.

Ο Δήμαρχος της πόλεως μάς δεξιώθηκε σε τοπικό ξενοδοχείο και μάς παρέθεσε γεύμα.

Συνεχίζοντας την εθνική οδό, παρακάμψαμε την Σόφια και περίπου στις 4.30 μ.μ. το απόγευμα φθάσαμε στον προορισμό μας. Μάς περίμεναν ο Μητροπολίτης Γρηγόριος καθώς και ο κλήρος της Μητροπόλεως με αρκετούς πιστούς.

Τελέσαμε τον Εσπερινό, με χοροστασία του Μητροπολίτη μας, και στην συνέχεια τακτοποιηθήκαμε στο Ξενοδοχείο, όπου δειπνήσαμε και αναπαυτήκαμε. Την επομένη θα είχαμε αρχιερατική Θεία Λειτουργία, παρόντος του Πατριάρχη Βουλγαρίας Κυρίου κ. Νεοφύτου.

Πήγαμε στην Βράτσα γιά τις εορταστικές εκδηλώσεις γιά έναν άλλο τοπικό άγιο, επίσκοπο της Βράτσας, τον Σωφρόνιο. Αλλά μέσα μας σκεπτόμασταν συνεχώς τον Αγάπιο. Κάθε συζήτησή μας είχε θέμα τον Αγάπιο.

Ο Αγάπιος καταγόταν από τον Κολινδρό Πιερίας.

Γιά την πόλη του Κολινδρού, θα μπορούσαμε να πούμε την φράση που υπάρχει στο Άγιο Ευαγγέλιο:  Πόλις επάνω όρους κειμένη. Και μία τέτοια πόλη δεν είναι δυνατό να κρυφτεί: ου δύναται κρυβήναι πόλις επάνω όρους κειμένη (Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη (Ματθ. 5, 14-19).

Στο Άγιο Ευαγγέλιο, ο ίδιος ο Κύριος αναφέρει αυτήν την φράση μεταφορικά, γιά να μιλήσει γιά την ενάρετη ζωή, όμως εδώ, γιά την πόλη του Κολινδρού, η φράση κυριολεκτεί. Πράγματι, είναι μία πόλη χτισμένη ακριβώς στην κορυφογραμμή. Και φαίνεται και από την μεριά της Ημαθίας και από την μεριά της Κατερίνης.

Αλλά δεν είναι μόνον η φυσική της θέση αυτή που προβάλλει την πόλη. Περισσότερο είναι οι άνθρωποί της. Αυτοί που κάνουν γνωστή την πατρίδα τους παντού.

Γιά ένα τέτοιο πρόσωπο μιλάμε απόψε. Γιά τον Επίσκοπο Βράτσης Αγάπιο. Γεννήθηκε στον Κολινδρό στην φυσική και βιολογική ζωή του, και στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου έλαβε την πνευματική του γέννηση και αναγέννηση και έγινε μοναχός.

Το Μοναστήρι μας, η Ιερά πατριαρχική Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Βεροίας -όπως είναι ο πλήρης τίτλος της – είναι ένα αρχαίο μοναστήρι, που έχει ιδιαίτερες σχέσεις με τον Κολινδρό.

Βρίσκονται και οι δύο, η πόλη και το Μοναστήρι μας, στα Πιέρια Όρη. Τον 10ο αιώνα ο Κολυδρός αναφέρεται ως επισκοπή. Τον ίδιο αιώνα πιθανώς να ξεκίνησε και η ζωή του Μοναστηριού μας. Οι αρχαιότεροι άγιοί μας είναι ο Κλήμης, κατοπινός αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, που εκοιμήθη το 916, και ο Αντώνιος, πολιούχος Βεροίας, που εκοιμήθη το 950.

Η ευρύτερη περιοχή του Κολινδρού κατά τα κατοπινά χρόνια, ακμάζει και έχει πολλά μοναστικά ιδρύματα, είτε αυτοδέσποτα μοναστήρια, είτε μετόχια του Αγίου Όρους και Μονών του Αγίου Όρους.

Κατά τον 18ο αιώνα, ο Προδρομίτης Παΐσιος ίδρυσε σχολείο στον Κολινδρό. Περισσότερα προς το παρόν δεν γνωρίζουμε.

Και, ως γνωστόν η έδρα της πρωτόθρονης επισκοπής Θεσσαλονίκης, της Επισκοπής Κίτρους, βρισκόταν στον Κολλινδρό.

Αλλά ας έλθουμε στον αποψινό βιογραφούμενο.

Στην αίθουσα του παλαιού Δημοτικού Σχολείου Κολινδρού, υπάρχει η απεικόνιση του Αγαπίου. Υπάρχει και ομώνυμη οδός.

Να θυμίσουμε ότι η Ευδοξία Μαλακούσαινα, που έσωσε μέσα από τις φλόγες τα λείψανα του Πολιούχου μας Οσίου Αντωνίου, κατά την πυρκαγιά του 1898, ήταν Κολινδρινή και μάλιστα συγγενής του Αγαπίου.

Κατά τον 19ο αιώνα φαίνεται πως στον Κολινδρό υπήρχε έντονη πνευματική ζωή, εφόσον δύο τουλάχιστον γνωστά πρόσωπα αναδείχθηκαν σπουδαίες προσωπικότητες στον εκκλησιαστικό χώρο στα Πιέρια, ο ιερομόναχος Νικηφόρος, ως κτίτωρ και ηγούμενος στην Μονή Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσης, και ο Προδρομίτης Μοναχός Αγάπιος, ο κατοπινός Επίσκοπος και Αρχιεπίσκοπος της πόλεως Βράτσης της Βουλγαρίας.

Με τα δύο αυτά σεπτά πρόσωπα ασχοληθήκαμε παλαιότερα, και δημοσιεύσαμε σχετικές μας μελέτες στο Τριμηνιαίο περιοδικό Παύλειος Λόγος της Μητροπόλεώς μας. Ειδικότερα, με τον Αγάπιο, ασχολούμαστε από το 2008, που επισκεφθήκαμε το σχολείο αλλά και τον πολιτιστικό Σύλλογο Κολινδρού. Κάναμε και τἐσσερα, μαζί με το φετινό, προσκυνήματα στην Βράτσα, γιά περισσότερες ειδήσεις.

Γιά τον Επίσκοπο Αγάπιο δεν υπάρχει ειδική μονογραφία. Υπάρχουν όμως αρκετές ειδήσεις στην βουλγαρική βιβλιογραφία. Τελευταία εξεδόθη ένα μικρό βιβλίο, του Βαλεντίν Πέλοβ, με στοιχεία γιά τον Αγάπιο και την προσφορά του στην παιδεία και στα γράμματα της πόλεως Πλέβνας, που ανήκει στην επισκοπική του περιφέρεια. Στις Εγκυκλοπαίδειες της Βουλγαρίας υπάρχουν αρκετές αναφορές.

Υπάρχουν επίσης και έγγραφα που εντοπίσαμε στα Αρχεία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Σώζεται, όμως, και έχει δημοσιευτεί ήδη από το 1935 ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο. Υπάρχει ο Κώδικας της Μητροπόλεως Μεγάλου Τορνόβου ή αλλιώς Βελίκο Τύρνοβο, όπου υπάρχει ολόκληρη η δράση του Αγαπίου στην Επισκοπή Βράτσης, Πλεύνης και Ραχόβου, όπως προκύπτει μέσα από τα επίσημα έγγραφα.

Στο σημείο αυτό, θέλουμε να ευχαριστήσουμε εγκαρδίως το ζεύγος Αιμιλιανού ιερέως και Άννης πρεσβυτέρας, που ζουν στην Φιλιππούπολη, και μας βοηθούν εξαιρετικά στην προβολή του Αγαπίου.

Γιά εμάς, και το λέμε προκαταβολικά, ο Αγάπιος είναι ένας άγιος, ένας ιερομάρτυρας της αγίας Εκκλησίας μας. Και την όλη αναστροφή μας μαζί του την θεωρούμε ακριβώς ευλογία και θαύμα. Το πώς μάς παρουσιάζονται τα διάφορα στοιχεία είναι θαυμάσιο.

Ο Αγάπιος, λοιπόν, γεννήθηκε εδώ, στον Κολινδρό περί το 1790. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων (Σπύρος) και ήταν το γένος Τσουτσούκου ή Ιωαννίδη, ενώ η μητέρα του, Ευγενία, το γένος Λασκαρίδη. Το βαπτιστικό όνομα του Αγαπίου δεν το γνωρίζουμε, προς το παρόν τουλάχιστο. Εκείνο που ο ίδιος αναφέρει στην Διαθήκη του, είναι ότι έλαβε το μοναχικό Σχήμα στην Μονή Τιμίου Προδρόμου, δεν αναφέρει όμως σε ποιά ηλικία έγινε μοναχός.

Αργότερα, τον βρίσκουμε Επίσκοπο της πόλεως Βράτσα. Η Βράτσα, εκκλησιαστικά, ανήκε στην Μητρόπολη Βελίκο Τύρνοβο, ως επισκοπή της. Στο πρόσωπο του Αγαπίου, αναδείχθηκε σε Αρχιεπισκοπή. Την εποχή γιά την οποία μιλάμε, η Βουλγαρία δεν είχε ανεξάρτητη εκκλησιαστική δομή, αλλά οι Μητροπόλεις της εξαρτώνταν απευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1870, δημιουργείται η Βουλγαρική Εξαρχία, η οποία και ενήργησε ώστε να αποσχισθεί η Εκκλησία αυτή, στην αρχή με σχίσμα, και στην συνέχεια ο Οικουμενικός θρόνος της παρεχώρησε το αυτοκέφαλο και την ανήγαγε σε Πατριαρχείο.

Το ότι ο Αγάπιος έδρασε πριν την Εξαρχία και το ότι ήταν Έλληνας, συνήργησαν αρνητικά στην προβολή της προσωπικότητάς του και του τεράστιου πνευματικού του έργου.

Στα Αρχεία του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου σώζονται πολλά Έγγραφα, που φανερώνουν ακριβώς την μεγάλη δράση του Αγαπίου.

Εμείς, ερευνώντας τα Αρχεία, ώστε να βρεθούν τα σχετικά με το Μοναστήρι μας, εντοπίσαμε αρκετά από τα Γράμματα αυτά, αλλά υπάρχουν και άλλα. Ερευνήσαμε τα έτη πριν το τέλος του Αγαπίου.

Υπάρχει, καταρχάς η Πατριαρχική Πράξη εκλογής του Αγαπίου στον επισκοπικό θρόνο της Βράτσας. Ο Αγάπιος είχε αναλάβει κατά τον Μάρτιο του 1833, μετά τον αρχιεπίσκοπο Μεθόδιο. Ως γνωστόν, Ο Αγάπιος, αρχιεπίσκοπος Βράτσας, απεβίωσε στις 13 Οκτωβρίου του έτους 1849, «επί της αρχιερατείας του Σεβασμιωτάτου Γέροντος Αγίου Τορνόβου κ.κ. Νεοφύτου του Βυζαντίου», οπότε και ανέλαβε ο, από ιερομονάχων, Παρθένιος (1850-1852), κατά το ίδιο έτος (Κώδιξ Πατριαρχείων ΚΒ΄, σ. 206). Βλ. και Βασ. Σταυρίδη, Επισκοπικοί Κατάλογοι … Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έκδ. Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, 22000, σ. 292, αρ. 686).

«Της αγιωτάτης επισκοπής Βράτζας απροστάτευτου διαμεινάσης άτε διά του εν αυτή αρχιερατικώς προϊσταμένου θεοφιλεστάτου επισκόπου Βράτζας κύρ Μεθοδίου εκ περιστάσεως οικειοθελώς αποδημήσαντος και εις αλλοδαπήν μεταστάντος ίνα μη μένῃ ο εν αυτή λαός εστερημένος αρχιερατικής προστασίας και πνευματικών χαρίτων, εγένετο σκέψις κοινή περί εκλογής υποκειμένου ικανού να αναδεχθή την ποιμαντορίαν της επισκοπής ταύτης και να διευθύνη θεοφιλώς τον περιούσιον λαόν του Κυρίου. Και δή ψήφων κανονικών γενομένων εν τώ της κάθ’ ημάς μητροπόλεως πανσέπτω ναώ των αγίων ενδόξων και πανευφήμων αποστόλων, εξελέγησαν πρώτος μέν ο πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης κύρ Αγάπιος και δεύτερος ο οσιώτατος κύρ Νεόφυτος και τρίτος ο οσιώτατος κύρ Δαμασκηνός προεκρίθη δέ των άλλων ο οσιώτατος αρχιμανδρίτης κύρ Αγάπιος. Διό κατεγράφησαν τα ονόματα αυτών εν τώ παρόντι ιερώ κώδικι της καθ’ ημάς μητροπόλεως εις ένδειξιν διηνεκή εν έτει  ιαωλγ΄  κατά μήνα Μάρτιον .

+Ο Τορνόβου Ιλαρίων και Κυριάρχης της Επαρχίας

+Ο Τζερβένου Νεόφυτος

+ Ο Λοφτζού Δυονύσιος»

Γιά τους άλλους δύο βαθμούς της ιερωσύνης του Αγαπίου, πότε δηλαδή έγινε διάκονος και πότε χειροτονήθηκε ιερέας, και αρχιμανδρίτης, δεν έχουμε, προς το παρόν, καμία σχετική είδηση.

Σύμφωνα με μία είδηση, χειροτονήθηκε αρχιερέας από διάκονος και αρχιμανδρίτης του Μητροπολίτη Μεγάλου Τορνόβου Ιλαρίωνος, μέχρι την επισκοπική του. Αναλύοντας τα γεγονότα των γραπτών πηγών είναι σαφές ότι ο Αγάπιος κατά την εκλογή του ως επίσκοπος Βράτσας είχε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Πότε ακριβώς έλαβε αυτό το οφφίκιο δεν βρέθηκαν πληροφορίες. Σύμφωνα με αυθεντικό έγγραφο της Μητρόπολης Τορνόβου μπορούμε να υποθέσουμε ένα έστω και εσφαλμένο χρονικό διάστημα από τον μήνα Οκτώβριο 1827 μέχρι τον μήνα Μάρτιο 1833. Αυτό συμπεραίνουμε και από μία επιστολή του ιδίου, την οποία υπογράφει ως αρχιδιάκονος Αγάπιος, στις 16 Οκτωβρίου 1827.

Συμβάλλει γιά την ανάπτυξη της μόρφωσης των παρθένων και με προσωπικές του δαπάνες εγκαινιάστηκαν το πρώτο παρθεναγωγείο στην πόλη Πλεύεν (1840) καθώς και στην πόλη Βράτσα (1843-1844). Υποστηρίζει και βοηθάει την αναστήλωση του Ι. Ν. Αναλήψεως του Κυρίου στη πόλη Βράτσα το 1848.

Σύμφωνα με επιγραφή, που καταγράφει τα ιστορικά γεγονότα των εγκαινίων του Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πλεύνης, ο ναός οικοδομήθηκε από τον Αρχιερέα Αγάπιο. Η επιγραφή βρίσκεται μέσα στον ναό, κοντά στην Νότια Πύλη, αλλά τώρα είναι σοβατισμένη.

Κατά το έτος 1844, ο Αγάπιος έχτισε στην Βράτσα καινούργιο παρθεναγωγείο, στην αυλή του ναού των Αγίων Αποστόλων. Κατά τα εγκαίνια στο ίδρυμα αυτό, ο ίδιος προσέφερε εικόνισμα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, με την χρονολογία 28 Οκτωβρίου 1844. Στο κάτω μέρος του εικονίσματος, κατά συνήθεια της εποχής, ήταν ζωγραφισμένοι, στην μία μεριά, ο ίδιος με πλήρη αρχιερατική στολή και μίτρα, ενώ στην άλλη η μητέρα του Ευγενία.

Υπάρχουν και γνώμες κάποιων επιστημόνων (κ. Βιργινία Πασκάλεβα) κάτα τις οποίες ο Αγάπιος είναι Βούλγαρος και κατάγεται από την πόλη Κιουστεντήλ της Δυτικής Βουλγαρίας, αλλά αυτές οι απόψεις θεωρούνται απόλυτα λανθασμένες επειδή δεν βασίζονται σε γνήσιες ιστορικές πηγές.

Ο παράλογος θάνατος του αρχιεπισκόπου Αγαπίου από δόλιο φόνο από έναν φανατισμένο Οθωμανό (Τούρκο ή Αλβανό) στο κέντρο της πόλης Βράτσας, έβαλε τέρμα στην βιοτική του πορεία και είναι το τελευταίο ιστορικό γεγονός γιά το οποίο δέν υπάρχουν σωστές πληροφορίες. Συζητήσιμο πρόβλημα είναι η ημερομηνία του φυσικού του θανάτου – από άλλους αναφέρεται η ημερομηνία 5 και από άλλους η 13 Οκτωβρίου 1849. Σε μεγάλη βουλγαρική εγκυκλοπαίδεια ως ημερομηνία του θανάτου του αρχιεπισκόπου Αγαπίου αναφέρεται η 5η Οκτωβρίου 1849. Οι επιστήμονες Ι. Τρύφωνοφ και Ιβ. Τιουτιουντζίεφ στις αναφερόμενες τους εργασίες σημειώνουν επίσης ως ημερομηνία θανάτου του την 5η Οκτωβρίου 1849. Την ημερομηνία αυτήν αναφέρει και ο τοπικός ιστοριολόγος κ. Δημήτριος Ιώτσοφ στην δίτομη εργασία του «Πολιτιστική και πολιτική ιστορία της πόλης Βράτζας» του 1937. Στο τέλος της πενιχρής περιγραφής του προσώπου του Αγαπίου, γράφει «το  έτος 1849 στις 5 Οκτωβρίου ο Αγάπιος πέφτει νεκρός από την βολίδα ενός τουρκαλβανού.»

Τί ακριβώς συνέβη; Ο αρχιεπίσκοπος Αγάπιος λειτούργησε στον Μητροπολιτικό Ναό της Αναλήψεως Βράτσης, και την ώρα που έβγαινε από το ιερό Βήμα, τον πυροβόλησε ένας αγριεμένος Τουρκαλβανός, με την υποκίνηση των εντοπίων Εβραίων, οι οποίοι τον συκοφαντούσαν, φθονώντας το σπουδαίο ορθόδοξο πνευματικό του έργο. Ο Αγάπιος τραυματίστηκε βαριά, αλλά δεν απεβίωσε. Τον περιποιήθηκαν γιά οκτώ ημέρες, αλλά δεν ξεπέρασε τον θανάσιμο κίνδυνο και απεβίωσε στις 13, μάλλον, Οκτωβρίου το έτος 1849.

Το μαρτυρικό του λείψανο θάφτηκε σχεδόν στο κέντρο του ναού, όπου και τραυματίστηκε. Επάνω στον τάφο του, τοποθετήθηκε μαρμάρινη πλάκα, με επιγραφή, όπου αναφέρονται περίπου τα εξής: «δ κεται μακαριστς πίσκοπος, ὁὁποος ρχιεράτευσε  (δεκά) ξι χρόνια στήν Βράτσα καί τήν περιοχή της. ὉἈγάπιος δωσε τήν ψυχή του στόν Θεό του. Ατός εναι καί κτίτωρ ατς τς γίας κκλησίας καί τσι πάντοτε νά μνημονεύεται αωνίως γιά τά καλά του ργα πρτος κτίτωρ τοῦἱ ερο Ναο τούτου. (Μνημονευέτω ον αωνίως δι τὰ ἀγαθ ατοῦ ἔργα, δι’ κα τ αμα ατοῦ ἐξέχεεν… ν τει) ,ΑΩΜΘ’ κτωβρίου 11 ή 13 ή 15».

Η επιγραφή βρισκόταν στο δάπεδο της εκκλησίας και έτσι πατιόταν από τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να φθαρούν τα γράμματα και να είναι δύσκοληη ανάγνωσή της. Η γλώσσα είναι η αρχαία βουλγαρική, και οι αριθμοί τής χρονολογίας κοιμήσεως του Αγαπίου δεν διακρίνονται. Δημιουργείται σύγχυση ανάμεσα στα 11, 13 και 15.

Κατά την εφετινή παρουσία μας στην Βράτσα, προσπαθήσαμε να μιλήσουμε με διαφόρους σχετικά με τον Αγάπιο. Παραδόξως ή δεν ήθελαν να αναφερθούν ή άλλαζαν την συζήτηση. Μάλιστα ο ιερατικώς προϊστάμενος του ναού της Αναλήψεως, π. Ασπαρούχ και ένας ακόμη ιερέας, ο π. Γκαλίν, ενώ διάβαζαν στην επιγραφή ότι ο Αγάπιος έχυσε το αίμα του, δεν ήθελαν να πουν ότι ο Αγάπιος είναι μάρτυρας, και εφόσον ήταν ο επίσκοπος της πόλεως υπήρξε ιερομάρτυρας.

Η περιουσία του Αγαπίου καταγράφθηκε από τον έξαρχο που έστειλε ο μητροπολίτης Τορνόβου, με την παρουσία των τοπικών προκρίτων αλλά και των συγγενών του, που έφθασαν από τον Κολινδρό. Καταγράφθηκε μάλιστα στον Κώδικα της Μητροπόλεως, σύμφωνα και με την ιδιόχειρη Διαθήκη του, η οποία, σημειωτέον, είναι σφραγισμένη και με την σφραγίδα του τότε Μητροπολίτη Τορνόβου Νεοφύτου, από το 1840.

Η προσωπογραφία του Αγαπίου,  αυτή που κοσμεί την αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου Κολινδρού, ζωγραφίστηκε κατά το επόμενο έτος, 1850. Παρόμοια προσωπογραφία βρισκόταν και στην Βράτσα, η οποία όμως σήμερα δεν υπάρχει.Το δεύτερο έτος μετά την δολοφονία του, στις 1851 Ιουλίου 7 εν Κολινδρώ, η νεολαία της εν Κολινδρώ σχολής συστήνει την εορτή στο Σχολείο.

Το επόμενο έτος από την δολοφονία του Αγαπίου, οι συγγενείς του από τον Κολινδρό, με μαρτυρικό Γράμμα του Επισκόπου Κίτρους Γρηγορίου, απευθύνονται στον Μητροπολίτη Βελίκο Τύρνοβο Νεόφυτο, και αναφέρονται στα κληρονομικά του Αγαπίου. Ο Αρχιεπίσκοπος Αγάπιος, ήδη από το έτος 1840, είχε συντάξει την ιδιόχειρη Διαθήκη του, και είχε καταγράψει αυτούς στους οποίους ήθελε να διανεμηθεί η περιουσία μετά την κοίμησή του.

Η Διαθήκη του Αγαπίου βρίσκεται επικολλημένη στον Κώδικα και έχει δημοσιευθεί ήδη το 1936, σε βουλγαρικό επιστημονικό περιοδικό, από το οποίο και περιμένουμε φωτοτυπία από τον π. Αιμιλιανό Παραλίγκωφ.

Η Διαθήκη του επισκόπου Αγαπίου αποτελείται από έκθεση και 26 τίτλους, ορίζοντας την διανομή της περιουσίας του. Ο επίσκοπος Αγάπιος έχει προσθέσει γράφοντας με διαφορετική μελάνη κάποιες διορθώσεις και συμπληρώσεις.

  «Εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος Το υπερένδοξον και υπερευλόγητον.

+Αγάπιος ο ποτέ χρηματίσας Επίσκοπος Βράτζας, Πλεύνας και Ραχόβου, ζών έτι και νούν και φρένας υγιώς έχων, διατίθημι την διαθήκην  μου ταύτην, ιδία χειρί γράφων αυτήν και υπογράφων, όπως αν η επί παντός δικαστηρίου κυρία τε και απαράτρεπτος κατά τα εν αυτή διορίζομεν ως εφεξής.

Παραδίδω την ψυχήν μου τω Θεώ, παρ’ ού εδόθη, το δε σώμα τη γη, εξ ης επλάσθη όπερ διατάττω να ταφή κατά την χριστιανικήν συνήθειαν.»

Στις δωρεές του Αγαπίου, προφανώς πρωτεύουσα θέση έχει ο Κολινδρός. Όπως αναφέρει στην χειρόγραφη διαθήκη που είχε συντάξει ήδη από το έτος 1840, εννέα έτη πριν από τον μαρτυρικό του θάνατο, αφιερώνει μεγάλον αριθμό χρημάτων στην πατρίδα του, στα Σχολεία και τις εκκλησίες της, αλλά και στο πλησιόχωρο Μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσης.

α’ Από την πρώτην έως την ενάτην ημέρα του θανάτου του εις τα πάμπτωχα να μοιραστούν 5000 γρόσια.

 β’ Εις τους εφημερεύοντες ιερείς των τεσσάρων εκκλησιών της Βράτζας για το σύνηθες τεσσαράκονταλείτουργον να δοθούν 1000 γρόσια.

 γ’ Εις την εκκλησία όπου θα ταφεί -5000 γρόσια. Ο επίτροπος του Ναού αυτού να δίνει δωρεάν λαμπάδες σε κάθε χριστιανό εν τω Επιταφίω του Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού.

δ’ Εις τους άλλους Ναούς-εις τον καθένα να δοθούν 250 γρόσια-συνολικά 750 γρόσια.

ε’ Εις όλους τους ιερείς στην εξόδια ακολουθία του να δοθούν 50 γρόσια εις τον καθένα και στους πνευματικούς-εις τον καθένα να δοθούν 100 γρόσια.

στ’ Εις τον Παναγιώτατο και Οικουμενικό Πατριάρχη για να τελέσει μια Θεία Λειτουργία «γιά την άφεση των πολλών μου αμαρτιών» -5000 γρόσια.

ζ’ Εις το Νοσοκομείο και τη Θεολογική Σχολή της Πόλεως –από 3000 γρόσια- συνολικά 6000 γρόσια.

η’ Τω κατά καιρόν Μητροπολίτη και Κυριάρχη μου Αγίω Τορνόβου γιά να τελέσει Θεία Λειτουργία -3000 γρόσια.

θ’ Τω εν Χριστώ μοι αδελφώ και διαδόχω της Θεοσδώτου Επισκοπής ταύτης (Βράτζας) για να τελέσει τρείς θείες Λειτουργίες.

ι’ «Εις την φιλτάτην μου πατρίδα Κολιδρόν όπου γεννήθηκα και ανετράφην» ορίζει οι συμπατριώτες του να πάρουν 40.000 γρόσια από το Μοναστήρι «Αγ. Αθανασίου» της Σφοίνιτζας και να τα καταθέσουν με τόκο και κάθε ασφάλεια έτσι ώστε από το τόκο να μισθοδοτούν έναν διδάσκαλο στην κοινή Πατρίδα τους τον Κολινδρό.

ια’ Εις τους τέσσερεις Ναούς της Πατρίδος εις έκαστον ανά 500 γρόσια-συνολικά 2000 γρόσια- και στους εφημερίους εις έκαστον ανά 800 γρόσια για εν τεσσαράκονταλείτουργον, από την ημέρα που θα λάβουν την είδηση για τη κοίμηση του.

ιβ’ Εις την Σχολήν της Βερροίας -2000 γρόσια

«ιγ’ Εις το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου Βερροίας, όπου έλαβε το μοναχικό σχήμα να δοθώσιν η πρώτη μου αρχιερατική στολή μαζί με την Μίτρα, εγκόλπιον σμάλτον με την μορφήν του Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού, πατερίτσα ασημένια, δικηροτρίκηρα και τον μανδύα. Εις το Μοναστήρι να δοθώσιν και δύο ομολόγια (επιταγές) τα οποία χρεωστούσε εις τον επ. Αγάπιο και αντί να επιστρέψουν τα χρήματα να τελούν ετήσιο μνημόσυνο την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και αγρυπνία και να μνημονεύουν το όνομα του και της μητέρας του (εις όνομα εμού και της μητρός μου).»

Γιά τα Ομόλογα που αναφέρει, γίνεται λόγος και στον Κώδικα της Μονής, στις ληψοδοσίες του έτους 1850.

ιδ’ Εις την Επαρχίαν μου Βράτζας να δοθώσιν η στολή με το χασδράνιον, περιζώνιον χρυσόν, εγκόλπιον δωδεκάορτον. Εάν κοιμηθεί άνευ Επαρχία να δοθώσην η  στολή αυτή είς το Μοναστήρι του Αγ.Αθανασίου της Σφοίνιτζας, Κολινδρού.

ιε’ Εις τον Άγιο Τάφο -1000 γρόσια.

ιστ’ Εις το Μοναστήρι του Σινά -500 γρόσια.

ιζ’ Εις τα Μοναστήρια του Αγ. Όρους -5000 γρόσια και εις τους εκεί ασκητάς -3000 γρόσια-συνολικά 8000γρ.

ιη’ Αφίνω εις την Σχολήν της Πλεύνας χιλιάδας πέντε τας οποίας θέλουν πληρώση οι κληρονόμοι μου από τας εξαργυρωμένας παρ’ εμοί αυλικάς ομολογίας της Επισκοπής Βράτζας.

ιθ’ Ωσαύτως αφίνω και εις την εν τη Πλεύνα σχολήν των παρθένων τρείς χιλιάδες και πληρωθώσιν από τας παρ’ εμοί ευρισκομένας αυλικάς ομολογίας της Επισκοπής Βράτζας.

κ’ Ωσαύτως αφήνω και εις την σχολήν της Βράτζας δέκα χιλιάδες γρόσια και ταύτα να πληρωθώσιν εκ (από;;) τας αυλικάς ομολογίας της Επισκοπής Βράτζας.

κα’ – ο τίτλος αυτός διαγράφτηκε.

κβ’ Εις το Μοναστήρι της Ρίλας –500 γρόσια- να δοθώσιν εις το Μοναστήριον της Ρίλλας πεντακόσια γρόσια.

κγ’ Να δοθώσιν εις τα τέσσερα μοναστήρια της Βράτζας- Τσερεπίσιον, Καρλούκοβον, των Αρχαγγέλων και του Αγ. Ιωάννου εις έκαστον  ανά τριακόσια γρόσια.

κδ’ Διορίζω να δοθώσι και εις την εν Βράτζα σχολήν των παρθένων διά να οικονομώνται παρά των εντοπίων συν τόκω διά να πληρώνηται η κατά καιρόν διδασκάλα εν των διαφορων και να διδάσκει άμισθη (δωρεάν) τας παρθένους χιλιάδας δέκα (10 000 γρόσια).

Δεν ξεχνάει όμως ούτε και το Μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου Κολινδρού:

κε’ Αφήνω το κεντητόν επιτραχήλιον με τις μορφές των δώδεκα αποστόλων εις το μοναστήριον του Αγ. Αθανασίου, Κολινδρού.

κστ’ Το μοναστήρι του Αγ. Αθανασίου, Κολινδρού να πληρώσει στους συμπατριώτες του τα μισά από τα χρεωστούμενα 80 000 γρόσια σύμφωνα με την ομολογία χρεωστή και τα υπόλοιπα μισά χαρίζονται στο ίδιο μοναστήρι για τη σωτηρία της ψυχής του επ. Αγαπίου τελούντας τα συνήθη μνημόσυνά του.»

Στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, όπου έγινε μοναχός, προσφέρει πολλά αρχιερατικά άμφια, από τα οποία σώζεται μόνον ο αρχιερατικός του μανδύας, ένα ασημένιο έλασμα με την λέξη Βράτζης, και ένα απότμημα-κομματάκι από αλαβάστρινο ζώο, πιθανώς φιδάκι.

Σε σημείωση της 20ης Απριλίου 1850, διαβάζουμε: «Δυνάμει των κυριαρχικών προνομιών της Μητροπόλεως Τορνόβου, η περιουσία του αποδημήσαντος Επ. Αγαπίου στάλθηκε στο Τόρνοβο, όπου με την παρουσία των συγγενών και κληρονόμων του, που ήλθαν από την πατρίδα του, συντάχτηκε το παρόν έγγραφο-πράξη, βάσει της ιδιόχειρης του διαθήκης, και η οποία αναγνωρίστηκε από τους συγγενείς του».

Αίτηση από τους συγγενείς του επ. Αγαπίου και τους εκπροσώπους τους προς τον Μητροπολίτη Τορνόβου της 15ης Απριλίου 1850. Παρακαλούν τον Σεβασμιώτατο να εξετάσει τα αντικείμενα της διαθήκης του θείου τους Αγαπίου, επισκόπου Βράτζης -ακολουθούν οι υπογραφές των αιτούντων με την λέξη «βεβαιώ»: Μαρία Μιχαήλ, Αναστασία Παπαθεοχαρίδη, Μανώλη Μιχαήλ-εξουσιοδοτημένος του Νικολάου και της Ελισάβετ.

Ως συγγενείς του αναφέρονται τα επίθετα: Παπαθεοχαρίδη και Μιχαήλ.

Το ότι ο Επίσκοπος Αγάπιος σε ηλικία μόλις πενήντα ετών τακτοποιεί την Διαθήκη του, φανερώνει άνθρωπο με πνευματική ζωή, άγιο άνθρωπο, με πλήρη συναίσθηση και ετοιμότητα για τον θάνατό του ακόμα από σχεδόν νέα ηλικία με τόση πατερική αγάπη, βαθιά σκέψη, αρχοντιά ψυχής. Και κυρίως είχε καταλάβει πολύ νωρίς το αβέβαιον της παρούσης ζωής, σε όποιο μικρό ή μεγάλο πόστο βρίσκεται ο καθένας.

Αλλά, αρκετά όσα ακούστηκαν. Ας συνοψίσουμε.

Ο πνευματικός μας υιός και αδελφός, λοιπόν, γεννήθηκε στον Κολινδρό, περί το 1790. Όπως φαίνεται, από την ιερατική διακονία του στην Μητρόπολη Μεγάλου Τορνόβου, νωρίς μετανάστευσε εκεί και εντάχθηκε στον κλήρο της Εκκλησίας. Σε ηλικία 43 ετών, εκλέγεται και χειροτονείται επίσκοπος της Μητροπόλεως Τορνόβου, με τον τίτλο Βράτσης, Πλεύνης και Ραχόβου, Σε ηλικία 50 ετών συντάσσει την Διαθήκη του, και διαθέτει όλην την χρηματική περιουσία του καθώς και τα αρχιερατικά του άμφια.

Σύμφωνα με έναν πρώτο αλλά πρόχειρο υπολογισμό και σύμφωνα με την Διαθήκη του, μοιράστηκαν περίπου διακόσιες χιλιάδες γρόσια σε διάφορα μοναστήρια, εκκλησίες και πρόσωπα, εκκλησιαστικά και συγγενικά.

Σε ηλικία μόλις 59 ετών, δολοφονείται από τουρκαλβανό, ύστερα από συκοφαντίες των Εβραίων της περιοχής, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, μέσα στον μητροπολιτικό ναό, όπου πριν λίγο είχε τελέσει την αναίμακτη θυσία.

Κατά την σύντομη, 16ετή αρχιερατική του διακονία, έχτισε πολλά ευαγή ιδρύματα, ναούς, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, και καλλιέργησε με κάθε τρόπο την παιδεία εν γένει.

Το μαρτυρικό του τέλος τον κατατάσσει στην χορεία των ιερομαρτύρων και ομολογητών της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

Όμως, η έρευνα γιά τον Βίο και την Πολιτεία του, δεν τελείωσε. Χρειάζεται να συγκεντρωθούν οι επιγραφές από τους ναούς και τις εκκλησίες που έχτισε και να μελετηθούν.

Χρειάζεται, επίσης, να μελετηθεί η τέχνη και οι περιγραφές των αρχιερατικών του αμφίων και εγκολπίων γενικότερα.

Πρέπει οπωσδήποτε να μελετηθεί ο Κώδικας της Μητροπόλεως Βελίκο Τύρνοβο, καθώς και τα Έγγραφα στα Αρχεία του Οικουμενικού θρόνου, και κάθε άλλο γραπτό στοιχείο που υφίσταται.

Θα πρέπει τέλος να ανοιχτεί ο τάφος του και να ερευνηθεί αν υπάρχει το μαρτυρικό του λείψανο.

Πολλή δουλειά γιά τους ειδικούς, όπως καταλαβαίνετε. Εμείς, απλά, κάπως την σκαλίσαμε.

Μακάρι, λοιπόν, να ευρεθούν οι κατάλληλοι ερευνητές, ώστε να μάθουμε, έστω και μετά από 170 έτη, τα σχετικά με ένα άξιο τέκνο της πατρίδας μας και του Μοναστηριού μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦίΑ:

«Βουλγαρική εγκυκλοπαίδεια» του Κέντρου Επιστημονικής Πληροφορίας της Επιστημονικής Ακαδημίας της Βουλγαρίας (BAN) 1872.

κ. Ράϊνο Πόποβιτς (δάσκαλος ελληνομαθής)

Ο παλαιός Εκκλησιαστικός Κώδικας της Επαρχίας Τορνόβου, ο οποίος μεταφράστηκε εις βουλγαρικήν γλώσσαν από τον ακαδημαϊκό κ. Ιβάν Σνεγάροφ.

Ι. Τρύφωνοφ και Ιβ. Τιουτιουντζίεφ.

Δημήτριος Ιώτσοφ στην δίτομη του εργασία «Πολιτιστική και πολιτική ιστορία της πόλης Βράτζας» του 1937.

Β. Πέλοφ, δήμαρχος ενός χωριού Πομπέδα (Νίκη) Βαλεντίνου Πέλοφ με τίτλο «Ο Επίσκοπος Αγάπιος Βράτζης και η μοναχή Άννα (Αναστασία Δημητρόβα) πρωτεργάτες της Θρησκευτικής Μόρφωσης και Παιδείας στην πόλη Πλέβνα τον 19ο αιώνα».

Ιορδάνη Πόπγεωργίεφ, «Η πόλις Βράτζα-Συμβολή της Ιστορίας
της» βάσει της σημείωσης της διδασκάλισσας κ. Τσβέτας.

Τσβέτα Κρεστενιάκοβα.

Για τον Αγάπιο υπάρχει ήδη λήμμα στο διαδίκτυο, σχεδιασμένο από τον Κολινδρινό δάσκαλο κ. Βασιλόπουλο Γεώργιο.

Ευχαριστίες οφείλουμε στον Διευθυντή του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Κολινδρού, κ. Κατσάνο Κωνσταντίνο, στον φωτογράφο Χασαπέτη Θανάση αλλά και στην Λυκειάρχισσα Κυρία Αφροδίτη Κουτσουμάρη, που μας βοήθησαν κατά την πρόσφατη επίσκεψή μας στον Κολινδρό, γιά να συγκεντρώσουμε τα στοιχεία που παρουσιάζονται παραπάνω. Ευχαριστούμε επίσης τον αγαπητό κ. Μερτζιμέκη Νικόλαο, αρχαιολόγο, που βρήκε και παρουσίασε την διαθήκη του Αγαπίου, από την οποία αντλήσαμε αρκετά στοιχεία.

π.Αιμιλιανός-Άννα πρεσβυτέρα Παραλίγκωφ, 17-3 -2018: Και εμείς συγκινηθήκαμε απο τη μορφή του Επισκόπου Αγαπίου απο τη διαθήκη του – τι μεγάλη καρδιά είχε αυτός ο άνθρωπος και χώρεσε μέσα όλους που αγαπούσε και ήθελε σ΄όλους να προσφέρει κάτι απο τη περιουσία του, τους σκεφτόταν όλους με αγάπη και φροντίδα σαν γνήσιος Πνευματικός Πατέρας, πίστευε ατράνταχτα στη δύναμη της προσευχής για τη ψυχή του κεκοιμημένου και γι΄αυτό ήθελε να μνημόνευεται το όνομα του και της μητέρας του απο τους ιεροργούντες με την ελπίδα της Άνω Ιερουσαλήμ.

Ο Επίσκοπος Βράτσης Αγάπιος

Ο Αγάπιος γεννήθηκε στον Κολινδρό γύρω από το 1790. Ήταν από πατέρα μεν το γένος Τσουτσούκου ή Ιωαννίδου, από μητέρα δε το γένος Λασκαρίδη. Δεν έχουμε πληροφορίες ούτε για τη μόρφωσή του ούτε γενικώτερα για τη ζωή του. Γνωρίζουμε, ότι αναδείχθηκε Επίσκοπος Βράτσης, μιας πόλεως της Βουλγαρίας.

Η Επισκοπή Βράτσης, όπως και δυο άλλες επισκοπές της Τσερβένου και της Λόφτζου, ανήκε στη Μητρόπολη Τορνόβου (Τιρνόβου) όταν αυτή πριν από το σχίσμα υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Βράτσα (VRATZA ή VRACA) είναι πόλη, πρωτεύουσα του ομωνύμου διαμερίσματος και έδρα Αρχιεπισκόπου.

Το τέλος του

Πέθανε πιθανώς το 1849 όπως εξάγεται από τους κώδικες στους οποίους σημειώνονται τα παρακάτω:»Αγαπίου προ κύριον εκδημήσαντος και εις τας ουρανίους μονάς μεταστάντος εξελέγη (26 Οκτωβρίου 1849) ο οσιολογιώτατος εν ιερομονάχοις κυρ Παρθένιος γνώμη και συναινέσει του σεβασμίου γέροντος Αγίου Νικομηδείας».Του Επισκόπου Αγαπίου σώζεται η προσωπογραφία, κάτω από την οποία αναγράφεται:
«ΑΓΑΠΙΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ ΒΡΑΣΖΗΣ ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΤΟΥ – 1850»

Η προσωπογραφία του είναι σήμερα ανηρτημένη στη μεγάλη σάλα του Σχολείου.

Η μνήμη του Αγαπίου εξακολουθεί ύστερα από τόσα χρόνια από τον θάνατό του να διατηρείται ζωντανή, ούτε έχει λησμονηθεί η γενναία προσφορά του προς την γενέτειρά του της οποίας οι γεννεές που ευεργετήθηκαν ευλογούν και εξακολουθούν να ευλογούν το όνομά του.

Πόσο συγκίνησε εξ άλλου το κληροδότημα του Αγαπίου και η ανέγερση απ΄αυτό του διδακτηρίου κατά την εποχή εκείνη (1850) του κατοίκους γενικά και τα παιδιά των Σχολείων ιδιαίτερα φαίνεται, από μια δέηση σε στίχους των παιδιών προς τους Τρεις Ιεράρχας, στους οποίους αφιέρωσαν μια μεγάλη εικόνα, που ανέθεσαν σ΄έναν καλλιτέχνη να ζωγραφίσει με έρανο, τον οποίο ενήργησαν μεταξύ τους για να τιμήσουν τον Ευεργέτη τους. Η δέηση αυτή είναι γραμμένη στο κάτω μέρος της εικόνας σε τρεις σειρές και την παραθέτουμε κατά στίχους:Ευεργέτης των Σχολείων

Εμμέσως μόνον γνωρίζουμε – από τα λογιστικά βιβλία της εφορείας των Σχολείων του Κολινδρού – ότι εκληροδότησε 500 χρυσές λίρες Τουρκίας στα Σχολεία της πατρίδας του, από ένα μέρος των οποίων κτίστηκε το διδακτήριο του Πρώτου Σχολείου Κολινδρού το 1850. Με το υπόλοιπο από τους τόκους ενισχυόταν το σχολικό ταμείο.Εκτός του κληροδοτήματος αυτού έστειλε με συγγενικά του πρόσωπα σημαντικά ποσά για την ενίσχυση του εξωκκλησίου της Αγίας Άννας και του μοναστηρίου της Σφίνιτσας.

Δέησις υπέρ του αοιδήμου Βράτσης Αγαπίου: Τριας, ώ αδιαίρετε, επάκουσον νηπίων, Αγάπιον συγχώρησον τον αίτιον σχολής μας, Κύριε, και ανάπαυσον μετά των Ζωσιμάδων, αξίωσον τον κτήτορα αγαθών των ουρανίων λαο σωτηρίας πρόξενον ομού και προκοπής μας τον λαοσώστην μας αυτόν τεσσάρων μυριάδων.(1851 Ιουλίου 7 εν Κολινδρώ)