Αποσπασματικά για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη

29 Οκτωβρίου 2019

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929).

Κάθομαι και διαβάζω, ξανά και ξανά, το συνοπτικό βιογραφικό του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη, πρώτα εκείνο το λιτό και τηλεγραφικό, έτσι όπως το βρίσκαμε στα παλιά, τα ξεχασμένα πια «Αναγνωστικά»1, αλλά και τα άλλα. Ένα λιτό σχεδόν βιογραφικό, στον ηλεκτρονικό τόπο αυτό. Επιλέγω αυτό του ΕΚΕΒΙ, ένα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού ή κι ένα άλλο, συνοπτικό και αυτό, πάλι από τον ηλεκτρονικό τόπο2, όταν οι νεοφανείς πια της λογοτεχνίας, διάττοντες συνήθως, μας κατακλύζουν με όλα τα περί τον βίο τους μάταια και ψευδή του κόσμου τούτου. Αντιγράφω, λοιπόν, ενδεικτικά, για όσους συνηθίζουν να καταφεύγουν και στον ηλεκτρονικό τόπο:

«Γεννήθηκε στη Σκιάθο. Ο πατέρας του, ξάδερφος της μητέρας του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, με τον οποίον και διατηρούσε στενή φιλική σχέση κατάγοταν απ’ το Μυστρά, ενώ η μητέρα του από τη Σκιάθο. Στο νησί τελείωσε το δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια μετέβη στην Αθήνα, όπου αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο σε ηλικία 21 ετών.

Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ την οποία αποφοίτησε το 1881. Δίδαξε ως φιλόλογος σε σχολεία της Μέσης εκπαίδευσης και εργάστηκε ως δημοσιογράφος.

Από το 1872 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σε έντυπα των Βλάση Γαβριηλίδη και Δημητρίου Κορομηλά, έγινε μέλος του Φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» και εργάστηκε για μία εικοσαετία ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1874 ανέλαβε τη δημοσίευση των πρακτικών της Ελληνικής Βουλής στην Εφημερίδα, ενώ παράλληλα διακωμωδούσε την πολιτική κίνηση από τις στήλες της σατιρικής εφημερίδας «Αγορά», την οποία εξέδιδε ο ίδιος.

Στα 1901νυμφεύτηκε την Βασιλική Φουλάκη, με την οποία έζησε εν παρθενία. Μετά το θάνατό της, στα 1914, βρέθηκε μακριά απ’ τα εγκόσμια και μόνη του ασχολία είχε τη συγγραφή ως και το 1919, οπότε πείστηκε από το δημοσιογράφο Στέφανο Δάφνη να τυπώσει τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του.

Τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών (1914). Το 1928 αναγορεύτηκε σε πρόσεδρον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Λίγο πριν από το θάνατό του εκάρη μοναχός με το όνομα Ανδρόνικος, ενώ στα 1929 άφησε την τελευταία του πνοή».

Δεν ξέρω, τι να σχολιάσω και που να σταθώ πρώτα, διαβάζοντας τα πιο πάνω επιγραμματικά και συνοπτικά του βίου του.3 Το ότι έζησε, για παράδειγμα, σχεδόν δια βίου, κατά τρόπον ασκητικόν, οιονεί μοναχός στο πολύβουο άστυ των Αθηνών; Ή μήπως το πως εκάρη μοναχός, στο τέλος πια της ζωής του;

«Λίγο πριν από το θάνατό του», αναγράφεται στο βιογραφικό του, «εκάρη μοναχός με το όνομα Ανδρόνικος…». Σαράντα τόσες μέρες όλες κι όλες, πριν κοιμηθεί. Ψάχνοντας αναλυτικότερα, βρίσκουμε πως «στις 16 Σεπτεμβρίου του 1929 εκπληρώνεται παλαιόν του όνειρο: Γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Ανδρόνικος. Η σύζυγός του Βασιλική είχε γίνει μοναχή επίσης, λίγο προ του θανάτου της, με το όνομα Αθανασία. Τα καλογερικά τους ονόματα παραπέμπουν στο ζεύγος των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας. Εκάρη μοναχός απο τον μητροπολίτη Χαλκίδος Γρηγόριο στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών Σκιάθου και εγράφη στο μοναχολόγιο της Μονής του Ευαγγελισμού, παρέμεινε ωστόσο στο σπίτι της ανηψιάς του Αλεξάνδρας Χατζηραφτάκη».4

Και το σχόλιο του Παύλου Νιρβάνα:

«Πριν ντυθή το ‘αγγελικόν σχήμα’, υπήρξε αναχωρητής μέσα στην πολυθόρυβη πρωτεύουσαΗ μεταβολή ήτο εντελώς εξωτερική. Στο βάθος της ψυχής του τίποτε δεν είχε αλλάξει. Kάτω από το λαϊκό ένδυμα του καθηγητού, του διηγηματογράφου και του ακαδημαϊκού, ζούσε πάντα ο ασκητής. Kάτω από τον Αλέξανδρο Mωραϊτίδη, ο μοναχός Ανδρόνικος».5

Στέκομαι, ιδιαίτερα σ’ εκείνο το άλλο σχετικό συμπληρωματικό από τον Βίο του: «Στα 1901 νυμφεύτηκε την Βασιλική Φουλάκη, με την οποία έζησε εν παρθενία». Όπως οι παλιοί εκείνοι όσιοι και άγιοι της Εκκλησίας μας, σημειώνω. Μα «η Ορθοδοξία είναι κατ’ εξοχήν ασκητική», μας υποδεικνύουν οι Γέροντες.6

Κι ακόμα αντιγράφω το πιο κάτω:

«Από το 1907 ο Μωραϊτίδης εγκατέλειψε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική του δραστηριότητα και μετά το θάνατο της Βασιλικής (1914) αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια και ασχολήθηκε μόνο με τη συγγραφή και μετάφραση θεολογικών κειμένων, ως το 1919, οπότε πείστηκε από το δημοσιογράφο Στέφανο Δάφνη να τυπώσει τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του».7

Τον σκέφτομαι, λοιπόν, τον Μωραϊτίδη στο κελλάκι του στην Αθήνα, όπως τον περιγράφει με ένα τρόπο παραστατικό ο Νιρβάνας, εκεί στο σπιτάκι του στην οδό Καποδιστρίου 14, στην Αθήνα, με εκείνη την κληματαριά απέξω, και μέσα τα εικονίσματά του και το καντηλάκι του.

«K’ εκεί μέσα, τριγυρισμένος από ιερές εικόνες, κάτω από το φως της ακοίμητης καντήλας, που φώτιζε τα χλωμά πρόσωπα των οσίων και των μαρτύρων και που φάνταζε στην ψυχή του σαν ένας ήλιος πνευματικών ουρανών, ο μεγάλος Xριστιανός, αποτραβηγμένος από την ζωή, που βούϊζε τριγύρω του, εψέλλιζε τις προσευχές του και, νέος υμνωδός της Εκκλησίας του Xριστού, συνέθετε, σε βυζαντινά μέλη, τα νέα τροπάρια των ηρώων της πίστεως».8

Στέκομαι, ακόμα, και στον καημό του, που έψαλλε στις αγρυπνίες, στον Άγιο Ελισσαίο, πάντοτε ως αριστερός μονάχα ψάλτης. Με δεξιό τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Πάντοτε. «Μα να μη μ’ αφήσει κι εμένα μια φορά να ψάλλω ως δεξιός ψάλτης!»9 έλεγε. Ανθρώπινα όλα αυτά και φυσικά. Χωρίς καμμιά κακία. Με παράπονο μονάχα. Ταπεινά και διακριτικά.

Στέκομαι, ακόμα, σ’ όλη εκείνη την περιπέτειά του να μάθει γράμματα και να υπηρετήσει ως φιλόλογος στα σχολεία. Τέλειωσε το Βαρβάκειο Γυμνάσιο στα 21 του χρόνια. Γιατί δεν υπήρχε Γυμνάσιο στη Σκιάθο. Και το Γυμνάσιο στη Χαλκίδα ήταν τριτάξιο. Και τη Φιλοσοφική Σχολή δέκα χρόνια αργότερα, στα 1881. Στα 31 του χρόνια.

Στην Αθήνα, φτάνει, λοιπόν, το 186610, για να τελειώσει τελικά, με διακοπές, το Γυμνάσιο, στα 1871. Μεγάλος πια. Εικοσιενός ετών. Όπως και ο Παπαδιαμάντης, σκέφτομαι. Κι ακόμα, την ίδια εποχή, φτάνει στην Αθήνα και ο άγιος Νικόλαος παπα – Πλανάς. Αλλά και ο άγιος Νεκτάριος. Σημειώνω ενδεικτικά τις ημερομηνίες: Το 1869, για πρώτη φορά, ο Παπαδιαμάντης, το 1870 ο άγιος Νικόλαος παπα – Πλανάς. Και το 1877 ο άγιος Νεκτάριος, για να ολοκληρώσει τις Γυμνασιακές του σπουδές, σε ηλικία 31 ετών.

Σύναξη, λοιπόν, εν Αθήναις, αγίων και ασκητών και μοναχών και ανθρώπων των ολονυχτίων αγρυπνιών και ακολουθιών, κατά την Κολλυβάδικη παράδοση. Από τη Νάξο ο άγιος Παπα-Πλανάς και από τη Σκιάθο ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης. Δύο νησιά, που υποδέχθηκαν, στα χρόνια του λυσσώδους κατατρεγμού, τους Κολλυβάδες από το Άγιο Όρος, βιώνοντας και εισερχόμενοι έτσι ταπεινώς στην Κολλυβάδικη Ορθόδοξη Παράδοση11. Το εκκλησιαστικό ήθος. Αλλά και όλοι μαζί, από την περιφέρεια του Ελληνισμού, στο πολύβουο, και αλλότριο άστυ των Αθηνών.

 

1. Βλ. ενδεικτικά, όλες κι όλες πέντε τηλεγραφικές αράδες στο τέλος των σχολικών βιβλίων. «Εγεννήθη το 1850 και απέθανε το 1929 εις την Σκίαθον. Εσπούδασε Φιλολογίαν και υπηρέτησεν ως καθηγητής γυμνασίου. Ησχολήθη με την λογοτεχνίαν και την δημοσιογραφίαν, είναι δε εκ των κορυφαίων Ελλήνων διηγηματογράφων. Εις τα έργα του εκδηλώνεται η γνησία θρησκευτικότης του και η μεγάλη αγάπη του προς την πατρίδα και την Ελληνικήν φύσιν».

2. Βλ. στον ηλεκτρονικό τόπο, ekebi.gr, biblionet. gr, el.wikipedia.org

3. Ένα λεπτομερές χρονολόγιο του Βίου του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη συναντούμε στο «μνημειώδες» Λεύκωμα Μωραϊτίδη, που ετοίμασε ο Φώτης Δημητρακόπουλος. Βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, Ο μοναχός Ανδρόνικος, Λεύκωμα Μωραϊτίδη, Ergo, Αθήνα 2002. Βλ. ακόμα όσα αναφέρει στη διατριβή της η Βαλερά – Κουνάβα Ροδάνθη, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929Συμβολή στη μελέτη του διηγηματογραφικού του έργου. Αθήνα, Βιβλιογονία, 1996 και τη σχετική παραπομπή της για το θέμα στα έργα: Φραγκούλας Ιω. Ν., Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850- 1929). Βοστώνη, 1950. Φραγκούλας Ιω. Ν., «Βιβλιογραφία Αλέξανδρου Μωραϊτίδη», Σκιαθίτικα Β, 1979, σ. 225-287. Φραγκούλας Ιω. Ν., «Αλέξανδρος Μωραϊτίδης· Ο άνθρωπος – Ο λογοτέχνης», Σκιαθίτικα Γ, 1982, σ. 173 – 278. Τέλλος Άγρας, «Τα «Διηγήματα» του Μωραϊτίδη», στον τόμο Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ., Ομόπλουν πλοίον· Πέντε κείμενα για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Αθήνα, Στιγμή – Γνώση, 1990, σ. 11-38.

4. Βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, ο.π. σ. 244.

5. Παύλος Νιρβάνας, «Ο μοναχός Ανδρόνικος», περ. Νέα Εστία, 1 Δεκ. 1929, σ. 996-997 και στον τόμο Φώτης Δημητρακόπουλος, ο.π. σ. 256.

6. «»Άκου παιδί μου», του είπε τότε ο Γέροντας. «Η Ορθοδοξία είναι ασκητική!»» Βλ. Στέφανος Δημόπουλος, «Γέροντας Γρηγόριος, Ανδρικές κουβέντες, Των Αγίων ο χορός, Εν Πλω, Αθήνα 2019, σ. 356.

7. «Τον Ιούλιο του 1907 πέφτει και σπάει στο Μέγα Σπήλαιο το δεξί χέρι και πόδι. Το ατύχημά του αυτό έγινε η αφορμή να πάψει πια, κατά σύσταση του πνευματικού του, μοναχού Δανιήλ Σμυρναίου του αγιογράφου Κατουνακιώτη, να γράφει κοσμικά διηγήματα και να ασχολείται με τη δημοσιογραφία…» «19 Μαΐου (1914) θάνατος της γυναίκας του Βασιλικής. Λίγες μέρες πριν πεθάνει πήρε το «αγγελικό σχήμα» και μετονομάστηκε Αθανασία μοναχή.», Φώτης Δημητρακόπουλος, ο.π., σ σ. 178 και 193.

8. Παύλος Νιρβάνας, ο.π. σ. 256.

9. Το παράπονο εκφράστηκε από τον ίδιο τον Μωραϊτίδη. Βλ. Γ. Βαλέτας, Παπαδιαμάντης: Η ζωή, το έργο του, η εποχή του και Ι. Φραγκούλα, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης: Ο άνθρωπος ο λογοτέχνης, Αθήνα Ιωλκός, 1982, σ. 23 Βλ. και Γεωργίου Πρίντζιπα, «Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης για τον Παπαδιαμάντη, Αγάπη και γκρίνια στις σχέσεις των δύο αγίων των ελληνικών γραμμάτων. Στον απόηχο του εορτασμού». Θεολογία 3, 2013. Βλ. και ηλεκτρονικός τόπος, ecclesia. gr.

10. Βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, ο.π. σσ. 36-42.

11. Για τη σχέση του Μωραϊτίδη και του Παπαδιαμάντη με το κίνημα των Κολλυβάδων υπάρχει εκτενής αναφορά και αντίστοιχη αναλυτική σχετική βιβλιογραφία. Βλ. ενδεικτικά Ανέστη Γ. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1994, όπως και Κωνσταντίνος Κουτούμπας, Η λειτουργική παράδοση στο έργο του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη, Διπλωματική εργασία, ΑΠΘ., Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 50 – 56.

Από την «Αγορά» στο «Αγνάντεμα»

Σχέδιο του Αλ. Μωραϊτίδη από τον Α. Πρωτοπάτση.

Στέκομαι ακόμα στο άλλο, το σχεδόν «ανατρεπτικό» του βίου του, πως «διακωμωδούσε την πολιτική κίνηση από τις στήλες της σατιρικής εφημερίδας ‘Αγορά’, την οποία εξέδιδε ο ίδιος».

Εξέδιδε, λοιπόν, σατιρική εφημερίδα, την «Αγορά»12, ο αυστηρός και ασκητικός Μωραϊτίδης! Στη νεότητά του θα έλεγε κανείς. Όπως στην Κύπρο ο εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης εξέδιδε τον «Διάβολο»13 ή ο Ιωάννης Περδίος, που έγραφε τότε Θουρίους και εθνεγερτικά και επαναστατικά ποιήματα, το «Μαστίγιον»14. Να η ασκούμενη και ζητούμενη κοινωνική κριτική, αλλά και το πηγαίο χιούμορ. Όπως άλλοτε ο κυρ Αλέξανδρος επεχείρησε να γράψει κωμωδίες, έτσι γράφει στο λιτό «Αυτοβιογραφικό» του, χωρίς να αγνοούμε το χιούμορ, αυτό το πανηγύρι της χαράς και του γέλωτος, που διαπερνά όλο το έργο του, από την αρχή ως το τέλος.

Σκέφτομαι, ακόμα, ολοκληρώνοντας αυτά τα πρώτα εισαγωγικά και αποσπασματικά για τον Μωραϊτίδη, όσα έγραψε μετά την κοίμηση του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε επιστολή του στις τρεις αδελφές του. Την Ουρανία, τη Σοφούλα και την Κυρατσούλα. Τον καημό και τη θλίψη του:

«…Απαρηγόρητον θλίψιν μοι επροξένησεν η λυπηρά είδησις του θανάτου του παιδικού μου φίλου, του αδελφού μου σχεδόν Αλεξάνδρου…

Αγωνιώ να συλλογισθώ την μακράν ζωήν οπού επεράσαμεν μαζί τρώγοντες πάντοτε μαζί· αδύνατον να παρηγορήσω την θλίψιν μου. Δεν θα τον ίδω πλέον, λέγω. Δεν θα ψάλωμεν πλέον εις την αγρυπνίαν…

Εις την αγρυπνίαν του Αγ. Βασιλείου, μετά την θείαν λειτουργίαν τω έκαμα παράκλησιν διότι είχον μάθει την ασθένειάν του. Τώρα δε εις την αγρυπνίαν των Φώτων θρήνος έγεινεν εις τον Αγ. Ελισαίον. Έκλαιον όλοι όταν ο ιερεύς τον εμνημόνευσε. Η γερόντισσα Συγκλητική θα τω κάμη Σαρανταλείτουργον…».15

Αλλά και όσα περί του θανάτου του Παπαδιαμάντη διέσωσε και κατάθεσε, με όσα άκουσε και έμαθε και τα συναντούμε εν είδει προλογικών και άλλων αναμνήσεων και αναφορών στα έργα του. Γράφει, λοιπόν, αφιερωματικά στον Παπαδιαμάντη στον Τόμο Στ, «Με του Βορηά τα κύματα», Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη, 1927: «Τη μακαρία μνήμη Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη», για να ακολουθήσει η αναφορά στην κοίμηση του κυρ Αλέξανδρου με τίτλο «Πώς απέθανεν ο κυρ Αλέξανδρος», γραμμένη ιδιοχείρως στο περιθώριο ενός περιοδικού που αποστέλλει σε μαθητή του, που υπογράφει με το όνομα «Ενδυμίων» ο Στέφανος Δάφνης.16

Στέκομαι, τέλος, και στην δική του, διακριτική θα έλεγα, επιστροφή στη Σκίαθο, για να κοιμηθεί πλέον και ο ίδιος, σχεδόν οσιακώς, ως μοναχός Ανδρόνικος, 18 τόσα χρόνια μετά τον Παπαδιαμάντη.

Αυτά, έτσι αποσπασματικά για τον Βίο του.

Τρία διηγήματά του κρατάω μέχρι σήμερα από εκείνα τα παλιά Αναγνωστικά: Τον «Αναποδιασμένο»17, το «Άρατε Πύλας»,18 με το ένθετο σε αυτό θεματικώς «Πάσχα στη Σκίαθο», κι εκείνο, τέλος, το «Με του Βορηά τα Κύματα». Τα ταξιδιωτικά του. Όπως ήταν άλλοτε τα «Λόγια της Πλώρης»19 του Ανδρέα Καρκαβίτσα, με τους ναυτικούς και τον κόσμο της θάλασσας. Μα κι ο «Αναποδιασμένος», ένα λανθάνον ταξιδιωτικό είναι, που μας πάει για μια στιγμή στο «Αγνάντεμα»20 του Παπαδιαμάντη. Με εκείνη τη γριά που αγναντεύει, περιμένοντας, το πέλαγος.

Στον Παπαδιαμάντη, στο «Αγνάντεμα», είναι «γυναίκες ναυτικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν᾽ ανάψουν τα κανδήλια, και παρακαλέσουν την Παναγίαν την Κατευοδώτραν να οδηγήση και κατευοδώση τους θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρας των. Ωραίες κοπέλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιές ψιλοκεντημένες, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να ικετεύσουν δια τ᾽ αδελφάκια των που εθαλασσοπνίγοντο δι᾽ αυτάς, δια να τις φέρουν προικιά από την Πόλιν, στολίδια από την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν… Νεαραί γυναίκες ρεμβάζουσαι και μητέρες συλλογισμέναι ήρχοντο δια να καθίσουν και αγναντέψουν».

 

12. Βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, ο.π. σσ. 53 κ.εξ: «1 Σεπτεμβρίου 1874, αρχίζει η έκδοση της σατιρικής εφημερίδας του Αγορά». Όπως αναφέρεται στην 1η σελίδα, «εκδίδεται κατά Κυριακήν».

13. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης εξέδιδε στη Λεμεσό σατιρική εφημερίδα, τον «Διάβολο», το πρώτο τετράμηνο του 1888, σε 6 φύλλα, ως παράρτημα της «Σάλπιγγος». Βλ. σχετικά Κυριάκος Ιωάννου, Η παράδοση και τα εκδοτικά προβλήματα του ποιητικού έργου τού Βασίλη Μιχαηλίδη: το παράδειγμα της «9ης Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)», εκδ. Ηλία Επιφανίου, Λευκωσία 2017, σ. 433.

14. Την σατιρική εφημερίδα «Μαστίγιον», εξέδιδε στη Λευκωσία ο Ιωάννης Περδίος, από 1911 μέχρι το 1930.

15. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Αλληλογραφία, επιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 213.

16. Με του Βορηά τα Κύματα, Εθνικόν Αριστείον 1914, ταξείδια – περιγραφαί – εντυπώσεις, Έκδοσις τιμητική επί τη πεντηκονταετηρίδι του συγγραφέως, Σειρά Στ, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη, 1927, σσ. 3-5. Βλ. και σχετική αναφορά, Φώτης Δημητρακόπουλος, οπ.π., σ. 191.

17. «Ο Αναποδιασμένος», 1889. Βλ. Διηγήματα, Έκδοσις τιμητική επί τη πεντηκονταετηρίδι του συγγραφέως Τόμος Β, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη, 1921, σσ. 23-37. Όπως σημειώνεται, «Το παρόν διήγημα ανεδημοσιεύθη πολλάκις εικονογραφημένον εν τω Ημερολογίω Σκόκου».

18. «Άρατε Πύλας», 1891, με το ένθετο σε αυτό θεματικώς για τα Σχολικά Αναγνωστικά «Πάσχα στη Σκίαθο». Βλ. Διηγήματα, Τόμος Β, ο.π., σσ. 168-180.

19. Λόγια τῆς πλώρης: Α΄ ἔκδοση τὸ 1899 ἀπὸ τὸ «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη.

20. Πρώτη δημοσίευση το 1899. Βλ. Άπαντα, 3, Δόμος, Αθήνα, επιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλόπουλος, σσ. 199-205.

Παπαδιαμάντης – Μωραϊτίδης: παράλληλα κείμενα

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911).

Όπως γράφει ο κυρ Αλέξανδρος:

«Επάνω στον βράχον της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να το λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γην, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού στεφανώνει την κορυφήν του.

Όλον τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθιά γένεια, ένας γέρων ιερεύς ‘ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων’ δια να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των τ᾽ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξευραν να κάμουν τον σταυρόν τους, δια ν᾽ αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί· και εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παπάς με τους πτερυγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασσοπλήκτους βράχους, δια να φωτίση κι αγιάση τ᾽ αφώτιστα κύματα…».21

Στον Μωραϊτίδη είναι η αντίστοιχη αφηγηματική εισαγωγή:

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης

«Την κοινήν περιέργειαν είχε διεγείρει η γρηά-Σπύραινα την παραμονήν των Χριστουγέννων. Βεβαίως κατά τας ακριβεστέρας παρατηρήσεις άλλων της γειτονίας γραϊδίων — και είνε τα παρατηρητικώτερα των λογικών ζώων τα όντα ταύτα πανταχού — δωδεκάκις από της αυγής μέχρι της δεκάτης ώρας της πρωίας είχεν εμφανισθή επί του Βράχου, της υψηλοτέρας θέσεως της νησιωτικής κωμοπόλεως, από της οποίας εφαίνετο το πέλαγος.

Τι έπαθε θα ‘πω αυτηνιδά; επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσα — κατώκει έξω προς τα Αλώνια, — εις τας εσχατιάς της κώμης.

Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν. Τα «μερεμέτια» αυτά είνε συνηθέστατα εις τα χωρία τώρα τον χειμώνα, ότε οι υετοί και οι άνεμοι, και το παχύ της χιόνος στρώμα προ πάντων, μετατοπίζουσι συνεχώς τας κεράμους, μεταβάλλοντες τας πτωχάς στέγας εις κόσκινα.

Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθη δια της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην.

Αλλ’ η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον. Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ’ ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι.

«Ούτε καράβια ‘στό γιαλό, ούτε πουλιά ‘στόν κάμπο!», εμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ’ ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα.

Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος. Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ’ ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί. Ουδέν ιστίον εις τον έρημον πόντον. Τα πλοία μικρά και μεγάλα έμενον αποκεκλεισμένα, αποφεύγοντα το δαιμόνιον όρχημα, όπερ αρέσκεται να έχη συντρόφους όπερ στυγνούς και κατηφείς μόνον βράχους. Και αυτοί οι αλιείς, απελπισθέντες πλέον, έθεσαν εντός σάκκων τα δίκτυα, έσυραν υψηλά εις την ακτήν τας αλιάδας και καθήμενοι εις τα παράλια καφενεία έπαιζον σκαμπίλι τραβούντες ηδυπαθώς τον ναργιλέ των.

***

Ήτο πλέον δειλινόν. Εν τη αγορά συνηθροίσθησαν ικανοί νησιώται, ακούσαντες την βραγχνήν σάλπιγγα του κρεοπώλου, ης ο ήχος εξήρχετο ως τυλιγμένος εντός των σκληρών γρυλλισμών του σφαζομένου χοίρου. Ο κρεοπώλης ούτος υπηρετήσας ως σαλπιγκτής εις τον στρατόν, εφύλαξε την σάλπιγγα, ανάμνησιν ευάρεστον του πολυπαθούς στρατιωτικού βίου, και συνήθιζε κατά τας επισήμους ημέρας του κρεοπωλείου του «να βαρή αυτήν», ως έλεγε καλών τους αγοραστάς. Εννοείται ότι η παραμονή των Χριστουγέννων ήτο μία των επισημοτάτων ημερών του κρεοπωλείου του σαλπιγκτοκρεοπώλου αυτού, ερχομένη μετά τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ’ ην οι κρεοπώλαι των χωρίων μεταβάλλονται εις γεωργούς. Και αντήχει λοιπόν την ώραν εκείνην η σάλπιγξ ως τεθραυσμένη λάγηνος κ’ εγρύλλιζον οι σφαζόμενοι χοίροι γοερώς, και εις όλην αυτήν την κρεοπωλοταραχήν εκυριάρχει βιαία πάντοτε η θαλασσοταραχή.

«Ούτε πουλί πετάμενο!» Ηκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ’ έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον δια των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο. Εστρέφετο δε ν’ απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του.

Τ’ είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης.

Τι νάνε, παιδί μου!

«Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν’ απαντέχω».

Ηγάπα η καλή γραία ν’ απαντά δια διστίχων, δι’ ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της.

Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα;

«Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια και παν και ξενητεύονται τ’ ώμορφα παλληκάρια».

Δι’ άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ’ εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν.

Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιόν είνε ο
Γεωργάκης;

Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειό! Τον περιμένουμε απ’ τη Σαλονίκη.
Πήγαν αλάτι απ’ ταις Φώκαις.

Με τον καπετάν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; Και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο-καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα»!22

 

21. ο.π. σ. 199

22. «Ο Αναποδιασμένος», ο.π. σσ. 23-26.

«Λογοτεχνία του φωτός και της Αναστάσεως»

Μοναχός Ανδρόνικος. Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης μετά την κουρά.

Εμφανές στα πιο πάνω το πηγαίο θα έλεγα χιούμορ, το κωμικό στοιχείο, σε αντίθεση προς τον καημό και την αγωνία της γριάς μητέρας που αναμένει τον γιο της. Έτσι, κατά τόπο κωμικό ολοκληρώνεται και η δραματική έξοδος του διηγήματος, με την καταβύθιση και το ναυάγιο του πλοίου, εκεί στην είσοδο του λιμένος, που το παρακολουθούν όλοι εμβρόντητοι.

Στέκομαι τώρα στο «Άρατε Πύλας». Ένα διήγημα εξίσου «μνημειώδες», θα έλεγα, ενδεικτικό της περιγραφικής δεινότητος του Μωραϊτίδη. Κείμενο που αναδεικνύει ένα ολόκληρο κόσμο, που λάμπει μέσα στο Αναστάσιμο φως και ανθοφορεί. Είναι το χαρμόσυνο φως που αναδύεται μεσα από τον εορτασμό του Πάσχα στη Σκίαθο. Μια λογοτεχνία εδώ του φωτός και της Αναστάσεως:

«Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κ’ ευώδες Πάσχα. Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κ’ έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις της πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον. Ίσως συνετέλεσε και η έκτακτος δροσερά άνοιξις του έτους εκείνου του αλησμονήτου. Τα αηδόνια είχαν έλθει τόσον εγγύς εις την κωμόπολιν, ώστε μερικά αφόβως εισέδυσαν και εις το πυκνόν του ναΐσκου κηπάριον και συνώδευον και εκείνα με την μαγευτικήν μελωδίαν των το γλυκύλαλον «Χριστός Ανέστη». Το καέν θυμίαμα, υπάρχουν στιγμαί, που νομίζω πως το αισθάνομαι ακόμη κατά τινα μυστικήν όλως απάτην. Έλεγαν πως ήτο θυμίαμα από την Αγίαν Άνναν, Σκήτην του Άθωνος, γνωστήν δια την αρετήν των ερημιτών αυτής. Αλλ’ ίσως και τα πάμπολλα τριαντάφυλλα του κηπαρίου της Εκκλησίας προσέφερον και αυτά εν αναλογία το άρωμά των το μεθυστικόν. Και ήσαν τόσα πολλά το έτος εκείνο! Ενθυμούμαι ότι ο μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος έκοπτε κ’ εμοίραζε καθ’ εκάστην εις τα παιδία της γειτονίας, να μη φωνάζουν εις τα τρελλά παιγνίδια των εν τη μικρά του ναού πλατεία και διακόπτουσι τον εσπερινόν του γέροντος παπά Οικονόμου. Ο λαμπρός στολισμός των νυμφών του Πάσχα εκείνου παραμένει ακόμη ανεξίτηλος εις την μνήμην μου με τα ζωηρά χρώματά του, και την χρυσαυγάζουσαν στιλβηδόνα του, ως να εζωγραφίσθη έκτοτε εν τη φαντασία μου με όλην την λάμψιν καλλιτεχνικής εικόνος αγιογράφου. Έτυχε το έτος εκείνο να τελεσθώσι και πολλοί γάμοι, και το σημαντικώτερον, έτυχε το έτος εκείνο να εργασθή το ναυτικόν όσον σπανίως συμβαίνει και είχε συναχθή εις την μικράν νήσον αρκετόν χρήμα· και το αναθεματισμένον όπου υπάρχει παρακολουθείται με χαράν, και με λάμψιν. Ω, τι Πάσχα εκείνο!

Συνεφώνει μαζί μου και ο γέρων οικονόμος και μου έλεγε μετά ταύτα κ’ εκείνος:

Τι Πάσχα εκείνο, παιδί μου! Έχεις δίκαιον.

Κ’ έλαμπαν από χαράν γεμάτοι οι οφθαλμοί του, ως λάμπει καθαρόν ποτήριον απέναντι του φωτός. Να ήτον τάχα η ηλικία! στοχάζομαι νυν. Να ήτο η μάγος, η άφροντις, η γόησσα ηλικία η παιδική, ήτις μου εζωγράφισεν αυτήν την άληστον, αυτήν την ανεξάλειπτον εικόνα του Μεγάλου εκείνου Πάσχα;

***

Γλυκοχαράζει πλέον. Ροδίζει εύμορφα η αυγή προσπαθούσα να διασπάση της νυκτός την μαύρην καλύπτραν, ήτις απλούται ακόμη εις το μικρόν χωρίον μου και εις τον εύμορφον λιμένα του, του οποίου τα νερά ακίνητα ησυχάζουν εν τη σιωπηλή της νυκτός γαλήνη. Ούτε ο φλοίσβος ο μελωδικός ακούεται εις την άμμον κάτω. Τα άστρα τρέμουν παιγνιώδη εν τω κυαναυγεί στερεώματι, ως να τα εξήγειρον τώρα δα του βαθέος ύπνου αι πρώται της ηούς ακτίνες. Δύο ηδύλαλοι αηδόνες κελαδούν περιπαθώς το εωθινόν εν τω κηπαρίω, αφ’ ου αναδίδεται ευωδία μεθυστική αρωμάτων. Ο Αναστάσιμος ύμνος εντός του Ναού αναμέλπεται τόσον περιπαθώς και τόσον γοητευτικώς, ώστε και αυτοί οι παρατεταγμένοι έξω εις την πλατείαν ναύται ίνα πυροβολώσιν, λησμονούν το χαρμόσυνον έθιμον, παρασυρόμενοι από τον ηδύν της ψαλμωδίας αντίλαλον. Μέσα εις τους χορούς είχαν καταλάβει τα στασίδια των όλοι οι προύχοντες ένθεν και ένθεν φορούντες τα καλά των, κρατούντες τας λαμπάδας των, σεμνή εν τη όλη απλότητι αυτής παράταξις. Όπισθεν δε δεξιά και αριστερά οι νησιώται όλοι ναυτικοί και γεωργοί ανάμικτοι. Και προς τούτοις τα παιδία καθένα με το κόκκινον αυγόν εις χείρας, γεμάτα χαράν. Μετ’ ολίγον ρεύμα φωτός εξεχύθη εν τη πλατεία, λαβόν παντοίας ανά τας σκολιάς οδούς διευθύνσεις. Έληξεν η λειτουργία της Αναστάσεως και οι πιστοί νησιώται, κρατούντες αναμμένην την λαμπάδα του Πάσχα, μετέβαινον εν αγαλλιάσει εις τους οίκους των να φέρωσιν εις αυτούς το φως, την χαράν, την ανάστασιν. Και ηκούοντο ζωηρώς και χαρμοσύνως διασταυρούμενα ως τρελλά πτηνά του λειμώνος κυνηγούμενα απ’ εδώ και απ’ εκεί.

— Χριστός Ανέστη!

Και αι απαντήσεις επανελάμβανον την γλυκείαν προσφώνησιν αντιφωνούσαι: — Αληθώς Ανέστη! συνοδευόμεναι υπό γενναίων πυροβολισμών των ναυτικών ισχυρών όπλων, ων ο αντίλαλος βαρύς και βροντερός εφέρετο δια του ηρεμούντος αιγιαλού προς τα κατασκότεινα βουνά της μακρονήσου Ευβοίας. Κατόπιν όλον εκείνο το Αναστάσιμον φως, όλη εκείνη η χαρά διεσπάρη μέσα εις τους οικίσκους της μικράς πολίχνης, έκαστος των οποίων μετεβλήθη εις ναόν εορτάζοντα με το αόρταστον Πασχάλιον άσμα, ψαλλόμενον υπό το περίτεχνον τσούγκρισμα των αυγών, τα ανέκφραστον χάρμα των παιδιών, άτινα ηγρύπνησαν πρώτην φοράν δια την ηδίστην αυτήν απόλαυσιν, την στιλπνήν χαράν, ως το στιλπνόν κέλυφος του Πασχαλινού αυγού».23

Ως νοσταλγός επιστρέφει ο Μωραϊτίδης στη Σκιάθο:

«Να ήτο η μάγος, η άφροντις, η γόησσα ηλικία η παιδική, ήτις μου εζωγράφισεν αυτήν την άληστον, αυτήν την ανεξάλειπτον εικόνα του Μεγάλου εκείνου Πάσχα»;24

Όπως αυτό το στοιχείο της νοσταλγίας δεσπόζει και στον Παπαδιαμάντη. Όχι μόνο στο ομώνυμο διήγημά του «Η νοσταλγός»,25 αλλά και άλλα πολλά, όπως στο «Όνειρο στο κύμα».26 Κι ακόμα και στο «Νεκρός ταξιδιώτης»!27 Μα και τα Παπαδιαμαντικά Πασχαλινά διηγήματα δεν είναι κείμενα νοσταλγίας και επιστροφής;

Γυρίζω, τέλος, σ’ εκείνα τα ταξειδιωτικά του Με του Βορηά τα κύματα. Δίνω μόνο ενδεικτικά τους τίτλους: Σειρά Α : Σμύρνη, Δια του Αιγαίου, Σύρος, Νικομήδεια, Αιδηψός, Ελληνική Ακτοπολοΐα. Σειρά Β : Κωνσταντινούπολις, Σειρά Γ : Άγιον Όρος (μετά εικόνων) Σειρά Δ : Εις την Αγίαν Βηθλεέμ, Από την Σκιάθον, Παναγία η Τηνιακιά, Παραλειπόμενα Σειρά Ε : Εις τον Ιορδάνην ποταμόν, Ο Δεσπότης στο χωριό, Παναγιογραφία, Για τη Φήβα, Ανοιξιάτικοι περίπατοι, Λαμπρόγιορτα, Εις την Κυψέλην, Από που πάνε στο Καρπενήσι, Περίπατοι αναψυχής, Παραλειπόμενα ταξειδίων Κωνσταντινουπόλεως και Αγιου Όρους, Στέψις Βυζαντινού Αυτοκράτορος, Τσινιλί κιόσκ, Ιερά Μονή Γηγορίου, Κατουνάκια Σειρά Στ : Από τους Αγίους Τόπους εις την Αγίαν Γεθσημανή, Εις το Θαβώρειον Όρος, Από το Άγιον Όρος, Περίπλους, Το Καρούλι, Τα Καυσοακαλύβια, Η Βλάχικη Σκήτη, Νυχτερινοί Περίπατοι, Όρθρου Βαθέως.28

Έχω την άποψη πως θα πρέπει να δούμε ξανά αυτή την ταξειδιωτική λογοτεχνία του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη, που διασώζει και ανασταίνει έναν ολόκληρο κόσμο λησμονημένο, βυθισμένο εδώ και καιρό στη λήθη. Ένα κόσμο δεμένο με τους καημούς μας, αλλά και με τα όνειρά μας.

 

23. «Άρατε Πύλας», ο.π., σσ. 168-170.

24. ό.π., σ. 169.

25. Άπαντα, 3, 45-70.

26. Άπαντα, 3, 261-274.

27. Άπαντα, 4, 341-348.

28. Με του Βορηά τα Κύματα, Εθνικόν Αριστείον 1914, ταξείδια – περιγραφαί – εντυπώσεις, Έκδοσις τιμητική επί τη πεντηκονταετηρίδι του συγγραφέως, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη, Σειρά Α, 1922, Σειρά Β, 1923 Σειρά Γ, 1924 Σειρά Δ, 1925 Σειρά Ε, 1926 Σειρά Στ, 1927.

Κωνσταντινούπολη απαστράπτουσα πόλη

Πρόκειται για ένα κόσμο φωτός. Αναστάσιμο. Διαβάζοντάς πιο πριν το πασχάλιο διήγημα «Άρατε πύλας», είχα την αίσθηση πως γύριζα στην αντίστοιχη, εκπληκτική περιγραφή της εισόδου του Μωραϊτίδη στην Κωνσταντινούπολη, στο «Με του Βορηά τα κύματα». Έτσι μέσα στο φως. Δίνω, λοιπόν, τον Πρόλογο από το Ταξειδιωτικό «Κωνσταντινούπολις», το πρώτο του κείμενο, με τη συνάντησή του με την απαστράπτουσα πόλη.

«Την είδον τόσαις φοραίς. Την είδον από της γης, την είδον από θαλάσσης. Και την εκαµάρωσα, ως καµαρώνουν οι νυµφαγωγοί την νύµφην εις τας νήσους.

Και είναι όντως νύµφη η Πόλις, Νύµφη της Ανατολής, νύµφη του Γένους. Νύµφη του κύµατος και των αφρών, και νύµφη των κήπων και των λειµώνων. Επάνω εις τους αφρούς και επάνω εις τα άνθη. Εκεί όπου, όπισθεν πλατάνων και κυπαρίσσων, εις τα χλοερά εκείνα τσαΐρια, ανελίσσεται όλη των ανθέων της η ποικιλία, από του ναρκίσσου και υακίνθου, μέχρι του γιασεµιού και των ρόδων εκεί όπου ο δινήεις Βόσπορος σχηµατίζει τα παιγνιώδη εκείνη αναφορά του, όταν το ρεύµα του Ευξείνου το ολόδροσον έρχεται να φιλήσει του Γένους την νύµφην και βασίλισσαν, και να επαναστραφή πάλιν με επτά ελιγμούς προς τα Κοβάκια, ίνα γυρίση και πάλιν εις τα ίδια παιγνίδια σου.

Την είδον από θαλάσσης την είδον από ξηράς από θαλάσσης αναπαυοµένην υπό τας αµφιλαφείς σκιας αιωνοβίων πλατάνων, με υψηλούς μαύρους δορυφόρους κύκλω, την υψιτενή παράταξιν των σιωπηλών και ακινήτων κυπαρίσσων. Και από ξηράς αναδυοµένην εκ των κυµάτων, την ώραν την γλυκείαν της αυγής, με ένα βαθύχρουν τεφρόν πέπλον σκεπασµένην, τον οποίον σιγά-σιγά επανεγείρει η Ανατολή με τας ροδίνους αβράς χείρας της, ίνα αναφανή εις τον κόσµον το υπερφυές θέαµα ναών και παλατίων και μιναρέδων, αναµµένων θαρρείς, εν θεατρική φωταγωγία εορτής, εις τα υαλώµατα και τους χρυσούς ορόφους, επί των οποίων προσήναψε πυρσούς χαράς ο ήλιος. Και πλέουν τότε μέσα εις το πέλαγος φωτός, εξαισίως πανηγυρικού, συνοικισµοί απέραντοι, λόφοι κεκαλυµµένοι με κατοικίας, και ακταί με παλάτια βασιλικά και μέγαρα αρχόντων. Πέλαγος οικιών, και κύµατα παλατίων και ναών και τζαµίων.

Αφορµή της κτίσεως υπήρξεν εν όνειρον. Μία οπτασία. Και εν όνειρον και μίαν οπτασίαν εκληροδότησε, κτισθείσα εις το Γένος. Άγγελοι την ζωγράφησαν και άγγελοι εχάραξαν το σχέδιόν της, το οποίον έκτοτε υπάρχει χαραγµένον με χρυσάς γραµµάς εις τα φυλλοκάρδια του Γένους».

Και εν υποσημειώσει, επιστολικώς:

«Και σήμερον την πρωίαν εισεπλεύσαμεν. Tί θέαμα! Ενόμιζες ότι η αυγή με τας ροδίνας χείράς της, ροδίνη όλη, εσήκονε με τρυφερότητα ένα πυκνόν ομιχλώδη πέπλον, δια να μας δείξη την πάγκαλον Πόλιν. … Ο ήλιος, καμαρωτά καμαρωτά ανατέλλων όπισθεν της Xρυσουπόλεως, προσέβαλλε τας υάλους των παραθύρων του συνοικισμού της Xαλκηδόνος και άλλων επί του Kερατίου εκείθεν, και ενόμιζες ότι μία μυστηριώδης φωταψία απετελέσθη πανηγυρική και χαρμόσυνος, εις την εμφάνισιν του σιγηλού εκείνου θόλου, εφ’ ου βαρύνουσιν αιώνων στεναγμοί κ’ ελπίδες, ως νεοσσοί εις ξηράν καλιάν, μάτην ανατείνοντες τον ασθενή λαιμόν των…».29

Κείμενο έρωτος και πλησμονής της χαράς. Εκρηκτικό και πανηγυρικό. Μοναδικό, θα έλεγα, και ανυπέρβλητο στον τόπο της λογοτεχνίας μας.

 

29. Με του Βορηά τα Κύματα, Κωνσταντινούπολις, Αναδημοσίευσις, επιμ. Φώτιος Αρ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Π. Κυριακίδης, Αθήνα 2006, σσ. 9-11.

Για τον νέο Όσιο, Δανιήλ Κατουνακιώτη (1846-1929)

Όσιος Δανιήλ Κατουνακιώτης (1846-1929).

Ολοκληρώνοντας αυτή την αποσπασματική αναζήτηση του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη, σκέφτομαι εκείνο το άλλο «Αυτοβιογραφικό» του Παπαδιαμάντη, που μας πάει στο Άγιο Όρος, ένα τόπο που μνημείωσε ταξειδιωτικώς ο Μωραϊτίδης, σε ένα ολόκληρο τόμο. Γράφει ο Παπαδιαμάντης σχετικά:

«Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α καὶ Β τάξιν. Την Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας…».30

Ένα παράλληλο αυτοβιογραφικό, με αναφορά στο Άγιο Όρος είναι και όσα περιλαμβάνονται στην εκτενή περιδιάβαση του Μωραϊτίδη στο Περιβόλι της Παναγίας. Ο Παπαδιαμάντης το επεσκέφθη το 1872, «χάριν προσκυνήσεως», «με τον παιδικό του φίλο Νικόλαο Αγιώτη του Διανέλου ―μοναχό Νήφωνα του Δοχειαρίου». Παραμένει μόνον λίγους μήνες. «Αναμνήσεις της παραμονής του στο Άγιον Όρος βρίσκουμε στο διήγημα ‘Αγάπη στον κρεμνό’», σημειώνεται σχετικώς.31 Ο Μωραϊτίδης το περιδιαβάζει το Άγιο Όρος και το αποτυπώνει αφηγηματικώς και περιγραφικώς. Και τούτο σε ένα ολόκληρο ταξειδιωτικό βιβλίο του. Επιλέγω εδώ, από όσα εκπληκτικά καταγράφει και περιγράφει ο Μωραϊτίδης, τα ελάχιστα για τα Κατουνάκια και τον Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη:

«Ολίγας ημέρας προ της εορτής της Μεταμορφώσεως συνέπεσε να ευρίσκωμαι εις Κατουνάκια, ένα βραχώδες οροπέδιον, επάνω από το Καρούλι, το περιβόητον ακρωτήριον του Άθωνος, εις τους πρόποδας ακριβώς του ιερού βουνού, φιλοξενούμενος εις την καλύβην του γνωστού ερημίτου Δανιήλ του Σμυρναίου, γέροντος εκ των μάλλον τιμωμένων εν Αγίω Όρει δια την διάκρισιν αυτού και τον ασκητικόν βίον.

Τα Κατουνάκια είνε το ερημικώτατον μέρος του Άθωνος, η Έρημος, ως αποκαλείται κοινώς, μακράν των κέντρων και των συγκοινωνιών, ένθα απεσύρθησαν οικούνες εις σπηλαιώδεις καλύβας, ταπεινά και ευτελή κελλία, οι ησυχασταί του Άθωνος, οι ποθούντες την άκραν ησυχίαν, ίνα αποκτήσωσι την απαιτουμένην από των παθών κάθαρσιν, την τόσον υμνουμένην υπό του Μεγάλου Βασιλείου, διδάσκοντος αξιωματικώς: «ησυχία, αρχή καθάρσεως…».32

Το μέρος είναι εις άκρον υγιεινόν δια την αγνήν δροσιάν του, άλλην μεν αναβαίνουσαν από του πελάγους, γεμάτην από ιώδειον, άλλην δε καταβαίνουσαν από της κορυφής του Άθωνος, γεμάτην από απεσταγμένην κυριολεκτικώς δροσιάν, κατερχομένην από των αιθερίων…

Όστις δεν ηυτύχησε να αναβή εις τον Άθωνα, μου έλεγε καμμιά φορά ο γέρων Δανιήλ, την ημέραν της Μεταμορφώσεως, να συμπροσευχηθή μετά των ασκητών και ερημιτών εν μέσω των νεφών υπό τας οφιοειδείς αναλάμψεις των αστραπών, πρηνής ως οι πρόκριτοι των μαθητών εν τη θέα του Θαβωρίου λάμψει, μέσα εις τους κρυερούς κρότους των κεραυνών, δεν δύναται να αναπαραστήση με την φαντασία του, πόσον άρρητον, πόσον απερίγραπτον, πόσον εξαίσιον, πόσον ουράνιον όντως, είνε το θέαμα μιας αγρυπνίας τελουμένης επάνω εις την κορυφήν του Άθωνος, εν τω ναΐσκω της θείας του Σωτήρος Μεταμορφώσεως…».

Είναι ακόμα και όσα συναντούμε σχετικά στον ηλεκτρονικό τόπο.33

«Εκεί πρωτοείδα τον γέρο-Δανιήλ, συστάσεων δεν είχον ανάγκην… ώστε ο Γέρων Δανιήλ μόλις ήκουσε το όνομά μου έδειξεν ειλικρινή χαράν, ωσάν να έβλεπεν αρχαίόν τινα μαθητήν του, και δεν ήξευρε, καθώς λέγει ο λόγος, πως να με περιποιηθή οικειότερον, όσον το δυνατόν. Σμυρναίος, διαβασμένος, ασκητικώτατος, με την οσιακήν του ωχρόλαμπρον αίγλην της μορφής του, με την μιξοπόλιον γενειάδα του, με την υπόξανθον κόμην του και τους γλαυκούς πως οφθαλμούς του, λόγιος και ομιλητικώτατος.

Κοινοβιάσας κατ’ αρχάς εις μεγάλας μονάς, αλλά ολιγοστά έτη προ της γνωριμίας μας αποσυρθείς εις Κατουνάκια προς μείζονα ησυχίαν, εν η όντως παράγεται το γλυκύτατον της ασκήσεως μέλι, ου την ηδύτητα γνωρίζουσι μόνον όσοι το εγεύθησαν… Εκεί κατά πρώτον εξετίμησα την χάριν, την διάκρισιν, αλλά και την ταπείνωσιν του Γέροντος Δανιήλ, όστις, σημειωθείτω, έχει διέλθει όλην την σειράν των γραμμάτων των αγίων Πατέρων, αλλά και την σειράν των συγγραμμάτων των λεγομένων Νηπτικών, ων η ανάγνωσις βαθύτερον τον ελκύει, αρεσκόμενον εις τας αλληγορίας και τας λοιπάς καλλονάς των λόγων των τοιούτων Πατέρων, π.χ. Ιωάννου της Κλίμακος και Συμεών του Νέου του Θεολόγου. Ο Γέρων Δανιήλ, ως αντελήφθην αμέσως, μελετηρότατος και ομιλητικώτατος, διακριτικώτατος δε εις το άκρον, όπου αν εκοινοβίασεν εν Άθωνι απέκτησε ταχέως την αγάπην και συμπάθειαν των αδελφών, ου η γνώμη επί των πνευματικών ζητημάτων βαρύνει πολύ, πάρα πολύ…

Πρωτοστατεί δε εν τη ιστορία πλέον των Κατουνακίων ο Γέρων Δανιήλ ο Σμυρναίος, κατά το έτος 1881 εγκατασταθείς ενταύθα. Ούτος στολισμένος με την χάριν του λόγου και με την φυσικήν τινά γλυκύτητα της ομιλίας του, φιλομαθής και μελετηρός, ως είπομεν, έχων δε εις έπακρον το αίσθημα της φιλαλληλίας και τρέφων τον πόθον να φανή ψυχωφελής εις τον πλησίον, ήρχισε να συγκεντρώνη περί εαυτόν μέγαν ευλαβών προσκυνητών κύκλον… Μολονότι δε δεν έχει το αξίωμα του ιερέως, όμως κοσμείται με πλούσιον το χάρισμα της διακρίσεως, επαναπαύων τους εξομολογούμενους εις αυτόν και ζητούντας την συμβουλήν του επί διαφόρων ζητημάτων. Το όνομά του είναι γνωστόν εις τε την Σμύρνην, και τας Αθήνας μάλιστα, και αλλαχού της Ελλάδος, όπου μακροσκελείς επιστολάς στέλλει προς πάμπολλα πνευματικά τέκνα του, ακούραστος εν τη πνευματική ταύτη εργασία του, η οποία καθιστά αυτόν όντως αξιοθαύμαστον…

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Με του Βορηά τα κύματα».

Αφού εδειπνήσαμε εν τη πενιχρά της καλύβης τραπέζη απολαυστικώτατα, διότι η Κυρία Θεοτόκος ευλόγησε τα παρατεθέντα λιτά βρώματα, και έγιναν γλυκύτατα, εξήλθομεν και εκαθήσαμεν εις το ύπαιθρον έξω επί πέτρινων αναπαυστικών καθισμάτων, έμπροσθεν της μικράς αιθούσης της φιλοξενίας, να λάβωμεν τα επιδόρπια, άτινα ήσαν λόγοι αποστάζοντες ουράνιον γλυκασμόν, του Γέροντος Δανιήλ λόγοι. Εκεί διήλθομεν μακράς ώρας συνομιλούντες, έχοντες κατ’ ενώπιον ημών τον λαμπυρίζοντα πόντον… Ένα θέαμα μαγευτικώτατον, μίαν σκηνήν από τας πλέον θαυμαστάς της Δημιουργίας…

Ποίος ημπορεί να με επαναφέρη εις τον μήνα των παρελθουσών εκείνων ημερών; Ποιος πλέον να μου δώση τας ψαλμωδίας εκείνας και τας αγρυπνίας και τας προς Θεόν εκδημίας δια μέσουτής προσευχής, και την άϋλον τρόπον τινά ζωή, όπου επερνούσαμεν τότε εις τα Κατουνάκια; Ποίος να παραστήση την φιλοπονίαν μας δια την εξήγησιν των θείων λόγων κατά τας αναγνώσεις οπού εκάμνομεν, ιδίως τον Συμεών τον Νέον Θεολόγον; Ποίος να παραστήση τας καθημερινάς εργασίας μας και τα εργόχειρά μας; Ποίος δεν ενθυμείται την δροσεράν εκείνην απλωταριάν, όπου εκάθητο την νύκτα ουχί πολυκτήμων και πολύχρυσος πυργοδεσπότης, αλλά μοναχός κατακουρασμένος; … Εγώ δεν ελπίζω να σας ξαναΐδω πλέον, ω ερημικά, ω εράσμια, ω παμπόθητα, ω πανέρημα Κατουνάκια!..».

Αυτά για το Άγιο Όρος και τον ασκητικό βίο, από τον δια βίου ασκητή και μοναχό Ανδρόνικο, κατά κόσμον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, που εκοιμήθη στη Σκιάθο, στις 25 Οκτωβρίου 1929.

Επέλεξα μια αποσπασματική προσέγγιση, μια συνάντηση περισσότερο και μια απλή ανάγνωση του Μωραϊτίδη, ενενήντα τόσα χρόνια μετά την κοίμησή του. Έτσι, ως ένα ταπεινό μνημόσυνο.34

                                                                                             12 – 14 Μαρτίου 2019

Οι μεσότιτλοι στο κείμενο μπήκαν με ευθύνη του επιμελητή της ανάρτησης.

 

30. Άπαντα, 5, 319.

31. Βλ. Φώτης Δημητρακόπουλος, Λεύκωμα Παπαδιαμάντη, Ergo, Αθήνα 2001, σ. 70

32. Με του Βορηά τα Κύματα, ο.π. Σειρά Γ, 1924, σσ. 117-118.

33. Βλ. στην ιστοσελίδα «pemptousia.gr» και «athonikoigerontes.blogspot.com». Για τη σχέση του Μωραϊτίδη με τον Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη υπάρχουν αρκετές αναφορέςστόν τόμο Δημητρακόπουλος Φώτης, Ο μοναχός Ανδρόνικος, Λεύκωμα Μωραϊτίδη, Ergo, Αθήνα 2002. Βλ. ακόμα Γρηγορίου (Ιερομ.) Γέροντος Ι. Ησυχαστηρίου Δανιηλαίων, Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης (1846 – 1929) – Ο σοφός και διακριτικός αγιορείτης Γέροντας, περιοδικό Πεμπτουσία (πολιτισμός- Επιστήμες- Θρησκεία) τ. 13, Δεκέμβριος 2003-Μάρτιος 2004, σσ. 104-105.

 

34. Σημειώνω εδώ μια ενδεικτική Βιβλιογραφία για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη: Αργυρίου Αλεξ., «Μωραϊτίδης Αλέξανδρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987. Βαλερά – Κουνάβα Ροδάνθη, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929)· Συμβολή στη μελέτη του διηγηματογραφικού του έργου. Αθήνα, Βιβλιογονία, 1996. Βουτιερίδης Ηλίας, Αλ. Παπαδιαμάντης – Αλ. Μωραϊτίδης· Η ζωή τους και το έργο τους. Αθήνα, Ζηκάκης, 1931. Γιάκος Δημήτρης, «Μωραϊτίδης Αλέξανδρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. Δημητρακόπουλος Φώτης, «Αλέξανδρος Μωραϊτίδης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Στ (1880-1900), σ. 210 – 228. Αθήνα, Σοκόλης, 1997. Δημητρακόπουλος Φώτης, Ο μοναχός Ανδρόνικος, Λεύκωμα Μωραϊτίδη, Ergo, Αθήνα 2002. Καραντώνης Ανδρέας, «Αλέξανδρος Μωραϊτίδης», Φυσιογνωμίες· Τόμος πρώτος, σ. 97 – 114. Αθήνα, Παπαδήμας, 1977. Κουτούμπας Κωνσταντίνος, Η λειτουργική παράδοση στο έργο του Αλεξάνδρου Μωραιτίδη, Διδακτορική Διατριβή. ΑΠΘ., Θεσσαλονίκη 2009. Μελάς Σπύρος, «Αλέξανδρος Μωραϊτίδης», Νεοελληνική Λογοτεχνία, σ. 380-394. Αθήνα, Φέξης, 1962. Ξύδης Θεόδωρος (επιμ.), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Ανδρέας Καρκαβίτσας και άλλοι. Αθήνα, Αετός, 1955 (στη σειρά Βασική Βιβλιοθήκη, αρ. 28). Ορφανίδης Νίκος, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Ο μοναχός Ανδρόνικος και ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος», Μαθητεία στον Διονύσιο Σολωμό και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ακτή, Λευκωσία 2018, σ. 97 – 117. Παλαμάς Κωστής, «Το έργο του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου», Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 4, 1929, σ. 205 – 211. Παναγιωτόπουλος Ι. Μ., «Ο δεύτερος παράλληλος», Τα πρόσωπα και τα κείμενα Στ · Τα ελληνικά και τα ξένα, σ. 174-181. Αθήνα, Εστία, χ.χ. Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Αλ. Μωραϊτίδης: Η γνησιότητα μιας ανησυχίας», Νέα Εστία 142, 15/8/1997, ετ. ΟΑ, αρ.1683, σ. 1174-1178. Πάσχος Π. Β., «Μωραϊτίδης ο ποιητικός», Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου· Χριστουγεννιάτικα και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Αστήρ, 1976. Σιδέρης Γιάννης, Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου 1794 – 1944· Τόμος πρώτος (1794 – 1908). Αθήνα, Ίκαρος, χ.χ. (και επανέκδοση Αθήνα, Καστανιώτης, 1991). Σιδέρης Γιάννης, «Θεατρικά έργα του Μωραϊτίδη», Νέα Εστία 48, 15/10/1950, αρ. 559, σ. 1372-1374. Στεργιόπουλος Κώστας, «Η περίπτωση του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη», Η Καθημερινή, 26/10/1979 (τώρα και στον τόμο Περιδιαβάζοντας Β · Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, σ. 70-78. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σφυρόερας Νίκος Β., «Ο άγνωστος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης», Ελληνική Δημιουργία, 1/1/1950, αρ. 46, σ. 8 – 15, 15/1/1950, αρ. 47, σ. 146-148, 1/2/1950, αρ. 48, σ.224- 226, και Στ’, 1/4/1950, αρ. 58, σ. 518 και 1/10/1950, αρ.64, σ. 509- 517. Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ., Ομόπλουν πλοίον· Πέντε κείμενα για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Αθήνα, Στιγμή – Γνώση, 1990. Φραγκούλας Ιω. Ν., Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850- 1929). Βοστώνη, 1950. Φραγκούλας Ιω. Ν., «Βιβλιογραφία Αλέξανδρου Μωραϊτίδη», Σκιαθίτικα Β, 1979, σ. 225-287. Φραγκούλας Ιω.Ν., «Αλέξανδρος Μωραϊτίδης · Ο άνθρωπος – Ο λογοτέχνης», Σκιαθίτικα Γ, 1982, σ. 173 – 278. Χάρης Πέτρος, Έλληνες πεζογράφοι Β, σ. 25 – 42. Αθήνα, Εστία, 1963. Χειμώνας Χρήστος, Αλεξ. Μωραϊτίδης (Ο λησμονημένος Σκιαθίτης). Σκιάθος, Δωδεκάτη Ώρα, 1975. Χειμώνας Χρήστος, Συμβολή στην περί Μωραϊτίδη βιβλιογραφία. Σκιάθος, Αρχείο Σκιάθου, 1979. Αφιερώματα περιοδικών: Ελληνική Δημιουργία Στ, 1/10/1950, αρ. 64. Νέα Εστία 48, ετ. ΚΔ, 15/10/1950, αρ. 559. Σκιάθος 12, 1-3/1979, 14, 7-9/1979, 17, 4-6/1980, και 37, 4-6/1985.