Οι εικόνες της σφαγής και του θανάτου!

25 Οκτωβρίου 2019

Σκέφτομαι εκείνες τις εικόνες της σφαγής και του θανάτου, έτσι όπως έρχονται καταιγιστικώς στις οθόνες μας, κι εμείς όλοι να τις παρακολουθούμε περιδεείς, καθώς μας πηγαίνουν σε άλλους καιρούς, λησμονημένους πια από τους νεότερους, καθώς οι παλαιοί έφυγαν κι εμείς αποσυρόμαστε. Τότε που έντρομοι έτρεχαν να σωθούν οι γονείς μας εδώ στην Κύπρο, οι γυναίκες και τα παιδιά, που αργότερα γέμισαν τα αντίσκηνα, και τα δασύλλια, κι εκείνα τα σχοινιά και τα ρούχα απλωμένα, κάτω από τα δέντρα, στο Δασάκι της Άχνας και αλλού. Κι οι προσφυγικοί καταυλισμοί και συνοικισμοί.

Έτσι έβλεπα αυτό το δαιμονιώδες πάθος των Τούρκων. Αυτὸς ο δαιμονισμός και η λύσσα να τους ακολουθεί αιώνες τώρα, κι ας οργίζονται και ωρύονται έως θανάτου κάθε φοριά που τους θυμίζει η ανθρωπότης τα περί γενοκτονίας από μέρους τους των Ελλήνων και των Αρμενίων, και τόσων άλλων λαών. Τα πτώματα των σφαγμένων της Μικρασίας έφτασαν άλλοτε και εξεβράζοντο στις ακτές της Κύπρου, μια ιστορία εθνοκαθάρσεων και γενοκτονίας και σφαγών και ξεκληρίσματος και αιχμαλωσίας και βίαιου εποικισμού, από τη μάχη του Ματζικέρτ του 1071 μ.Χ., για την οποία τόσους αιώνες και έως εσχάτως επαίρονται και κομπάζουν οι Τούρκοι.

Τι να πει κανείς για όλη αυτὴ την αθλιότητα στον τόπο της Ιστορίας; Αλλά και την υποκρισία της Δύσεως και την αδιαφορία των δυνατών; Την αναλγησία και τους μυστικούς σχεδιασμούς των λεγομένων υπερδυνάμεων; Έτσι η Ιστορία επαναλαμβάνεται είτε στο λιμάνι της καμένης Σμύρνης με τα καράβια των Δυτικών, που αρνούνταν να σώσουν και να μεταφέρουν τους κατατρεγμένους Έλληνες είτε στην ακτή της Κερύνειας και στον κάμπο της Μεσαορίας ύστερα, μέσα στη σκόνη και στο αίμα και τον θρήνο των αιώνων. Είτε, τώρα, στις μέρες μας.

Έτσι επωδύνως παρακολουθώ τη σφαγὴ των Κούρδων, την αντίστασή τους και την μοναξιά τους. Την εγκατάλειψή τους. Ετσι μόνοι μείναμε και τότε εδώ στην Κύπρο οι Έλληνες, σκέφτομαι, κι ας πολεμήσαμε αξιοπρεπώς, υπερασπιζόμενοι την ιστορία μας και την τιμή μας, κουβαλώντας ο καθένας τους δικούς του νεκρούς. Με τους δειλούς να μας κατασφάζουν.

Γυρίζω, λοιπόν, στις τηλεοπτικές οθόνες, με εκείνο τον καπνό από τους βομβαρδισμούς και την προέλαση των αρμάτων των Τούρκων, εικόνες και στιγμιότυπα που κουβαλώ εντός μου. Άνθρωποι τρομαγμένοι στην πλατεία. Γυναίκες με μαντήλες και παιδιά. Πίσω ξαφνικά μια εκκλησία με τον σταυρό. Και μια καμπάνα. Νά, μαζί με όλους τους άλλους κι οι κατατρεγμένοι Χριστιανοί της Συρίας. Ήταν ακόμα εκείνος ο σταυρό του Χριστού στο χέρι του τραυματισμένου στο φορείο στρατιώτη. Μαζί τα παιδάκια που έκλαιαν. Το αγοράκι που σπαρταρούσε, καθώς είχε χάσει μόλις τον πατέρα του κι έμεινε ορφανό στον κόσμο τούτο της υποκρισίας και της αθλιότητος. Κρατάω ακόμα από τις εικόνες ένα πουλί να διασχίζει τον ουρανό, μέσα στη σκόνη και τον καπνό. Να, η δυναμική και το ακαριαίο της εικόνας. Κι εκείνη την πομπὴ των αστέγων και των προσφύγων, που πήραν τους δρόμους περπατώντας, με τα μπογαλάκια τους, χωρίς νερό, χωρίς τροφή, χωρίς φάρμακα.

Και σ’ όλα αυτά η μεταλλικὴ και διαπεραστικὴ και στριγγλή φωνή των τυράννων όλων των αιώνων κι η οίηση και η μέθη της δυνάμεως και οι παντοίες απειλές. Κι οι ιαχές. Και τα τύμπανα. Και οι ζουρνάδες. Κι όλο το μένος για τον Ελληνισμό, που μια ζωή βρίσκεται, σκέφτομαι, στα όρια, να υπερασπίζεται την Ιστορία και τον Πολιτισμό, ομολογώντας Χριστόν Εσταυρωμένον. Μαζί κι όλοι οι ταπεινοί και οι αδύναμοι της Ιστορίας, που αδυνατούν πολλές φορές να κατανοήσουν τον πολιτικό αμοραλισμό και την αήθεια των ισχυρών, οι οποίοι πάντοτε αγνοούν τη δυναμική της ύβρεως και τη νομοτέλεια της ιστορίας και εκείνες όλες τις «πολύχρυσες αυτοκρατορίες» που πέρασαν και χάθηκαν, «πάνω σ’ αυτό το πέρασμα», για να θυμηθούμε τον ποιητή.