Η ηθική αρετή της συμπόνοιας που διέκρινε τον Μεγάλο Αλέξανδρο

11 Οκτωβρίου 2019

Η η­θι­κή α­ρε­τή που τον διέ­κρι­νε κα­τά τον πλέ­ον ξε­κά­θα­ρο τρό­πο α­πό τους συ­ναν­θρώ­πους του ή­ταν η συ­μπό­νια του προς τους άλ­λους. «Εί­ναι δύ­σκο­λο να κα­τα­νο­ή­σει κα­νείς, γρά­φει ο Tarn, πό­σο πα­ρά­δο­ξη είναι αυ­τή η ι­διό­τη­τα της συ­μπόνιας» . Η ευσπλαχνία του αντι­κα­το­πτρί­ζε­ται με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του α­πέ­να­ντι στις γυ­ναί­κες, οι ο­ποί­ες σε ό­λες σχε­δόν τις ε­πο­χές θε­ω­ρού­νταν το νό­μι­μο λά­φυ­ρο του στρα­τιώ­τη. Ό­χι μό­νο ε­πέ­δει­ξε βα­σι­λι­κό σε­βα­σμό α­πέ­να­ντι στις αιχ­μά­λω­τες της οι­κο­γέ­νειας του Δα­ρεί­ου, αλ­λά α­πε­χθά­νο­νταν το βια­σμό και τη βί­α που στην ε­πο­χή του ή­ταν οι­κου­με­νικά συ­μπα­ρο­μαρ­τού­ντα του πο­λέ­μου.

Σε μια πε­ρί­πτω­ση, ό­ταν έ­μα­θε ό­τι δύ­ο Μακε­δό­νες της διοί­κη­σης του Παρ­με­νί­ω­να εί­χαν δια­φθεί­ρει τις συ­ζύ­γους ο­ρι­σμέ­νων μι­σθο­φό­ρων, έ­γρα­ψε στον Παρ­με­νί­ω­να δια­τάσ­σο­ντάς τον: «Στην πε­ρί­πτω­ση που οι άν­δρες κα­τα­δικα­στούν, να τους τι­μω­ρή­σει και να τους θα­να­τώ­σει σαν ά­γρια θη­ρί­α που γεν­νήθη­καν για την κα­τα­στρο­φή των αν­θρώ­πων». Σε μια άλ­λη πε­ρίπτω­ση, ό­ταν ο Ατρο­πά­της, αντι­βα­σι­λιάς της Μη­δί­ας, του έ­στει­λε ως δώ­ρο ε­κα­τό κο­πέ­λες, ε­ξο­πλι­σμέ­νες ως ιπ­πείς, ο Α­λέ­ξαν­δρος τις έ­διω­ξε α­πό το στρα­τό, έ­τσι ώ­στε να μην α­πο­πει­ρα­θούν να τις βιά­σουν οι Μα­κε­δό­νες ή οι βάρ­βα­ροι. Κα­τά την υπο­τι­θέ­με­νη λε­η­λα­σί­α της Περ­σέ­πο­λης διέ­τα­ξε «τους άν­δρες να σε­ βα­στούν τα πρό­σω­πα των γυ­ναι­κών και να μην πει­ρά­ξουν τα στο­λί­δια τους.

Ο Αρ­ρια­νός -εύ­στο­χα πι­στεύ­ω- έ­χει να πει γι’ αυ­τόν ως άν­δρα και ως στρα­τιώ­τη:

«Ή­ταν πο­λύ ό­μορ­φος στο πα­ρου­σια­στικό και α­φιε­ρω­μέ­νος στην ά­σκη­ση, πο­λύ ε­νερ­γη­τικός στο πνεύ­μα, πο­λύ η­ρω­ι­κός στο θάρ­ρος, πο­λύ στα­θε­ρός στην τι­μή, α­γα­πού­σε πο­λύ τον κίν­δυ­νο και τη­ρού­σε αυ­στη­ρά τα κα­θή­κο­ντα του προς τους θε­ούς.

Ως προς τις α­πο­λαύ­σεις του σώ­μα­τος είχε πλή­ρη αυ­το­έ­λεγ­χο και γι’ αυ­τές του πνεύ­μα­τος ο έ­παι­νος ή­ταν η μό­νη για την ο­ποί­α ή­ταν α­κό­ρεστος.

Εί­χε εκ­πλη­κτι­κή ο­ξυ­δέρ­κεια στο να α­να­γνω­ρί­ζει τι έ­πρε­πε να γί­νει, όταν άλ­λοι ε­ξα­κο­λου­θού­σαν να βρί­σκο­νται σε α­βε­βαιό­τη­τα και διέ­βλε­πε με με­γά­λη ε­πι­τυ­χί­α α­πό την πα­ρα­τή­ρη­ση των γε­γο­νό­των το τι ή­ταν πι­θα­νό να συμ­βεί.

Ή­ταν πι­στός στις συμ­φω­νί­ες και στους δια­κα­νο­νι­σμούς που εί­χε συ­νά­ψει κα­θώς και φει­δω­λός στη δα­πά­νη χρη­μά­των για την ι­κα­νο­ποί­η­ση των δι­κών του απο­λαύ­σε­ων, ξό­δευε ό­μως α­φεί­δω­λα χά­ρη των συ­ντρό­φων του».

Ο Πλού­ταρ­χος μας πα­ρέ­χει την πα­ρα­κά­τω πε­ρι­γρα­φή της καθη­με­ρι­νής του ζω­ής, ό­ταν δεν βρι­σκό­ταν σε εκ­στρα­τεί­α: Τις μέ­ρες της α­νά­παυ­σης α­φού ση­κω­νό­ταν και προ­σέ­φε­ρε θυ­σί­ες στους θε­ούς, α­μέσως κα­θό­ταν και έ­τρω­γε περ­νώντας την η­μέ­ρα του με το κυ­νή­γι, το γρά­ψι­μο, τις δί­κες, την τα­κτο­ποί­η­ση πο­λε­μι­κών υπο­θέ­σε­ων και το διά­βα­σμα. Αν εί­χε πο­ρεί­α ό­χι ε­πεί­γου­σα, μά­θαι­νε βα­δί­ζο­ντας εί­τε το­ξο­βο­λί­α εί­τε να α­νε­βαί­νει και να κα­τε­βαί­νει σε άρ­μα που βρι­σκό­ταν σε κί­νηση».

Συ­μπεράσματα­

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η δια­γωγή και ο χα­ρα­κτή­ρας του Με­γά­λου Α­λε­ξάν­δρου υ­πα­γο­ρευό­ταν από τρεις δια­φο­ρε­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες γε­γο­νό­των, που η κα­θε­μιά τους α­ντι­στοι­χού­σε σε ο­ρι­σμέ­νες φυ­σι­κές του κλί­σεις.

Πρώ­τα απ’ όλα ή­ταν, προς με­γά­λη του ευ­χαρί­στη­ση, ο α­πλός στρα­τιώ­της της τρα­χιάς Μα­κε­δο­νί­ας, ο αρ­χη­γός της μά­νας των ρι­ψο­κίν­δυ­νων ε­ταί­ρων, γε­μά­τος πο­λε­μι­κά τραύ­μα­τα, η­λιο­ψη­μέ­νος α­πό τους και­ρούς, έ­νας άν­θρω­πος που δού­λευε σκλη­ρά κι έ­πι­νε πο­λύ, προ­σι­τός σε ό­λους, δη­μο­κρά­της, πραγ­μα­τι­κά κα­λός για τους φί­λους και ά­γριος για τους εχθρούς του.

Έ­πει­τα ή­ταν η­γε­μό­νας της Α­σί­ας, βα­σι­λιάς της Βα­βυ­λώ­νας, Φα­ρα­ώ της Αι­γύ­πτου, γιος του Άμ­μω­να Δί­α και θρή­σκος. Τέ­λος ή­ταν ο Αρ­χι­στρά­τη­γος των Ελ­λή­νων, έ­νας Έλ­λη­νας καλ­λιερ­γη­μέ­νος, μορ­φω­μέ­νος, η­ρω­ι­κός με ο­μη­ρι­κό τρό­πο, ε­ρα­στής του κά­θε πράγ­μα­τος που α­ντι­προ­σώ­πευε την Α­θή­να, πνεύ­μα ευ­ρύ, λο­γι­κό και δι­πλω­μα­τι­κό.

Ο Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος δεν πε­ριο­ρί­στη­κε στο να υ­πο­τά­ξει μό­νο τους αρχαί­ους λα­ούς που κυ­ρί­ε­ψε τις χώ­ρεςτους και να γίνει κα­τα­κτη­τής και τύ­ραν­νος, αλ­λά ε­ξόρ­μη­σε στην Α­να­το­λή για να τι­μω­ρή­σει τους με­γά­λους ε­χθρούς του Ελ­λη­νι­σμού, τους Πέρ­σες, α­πε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας συγ­χρό­νως τους λα­ούς α­πό τους διά­φο­ρους τυ­ράν­νους που τους κυ­βερ­νού­σαν και τους κα­ταδυ­νά­στευαν. Τους έ­μα­θε έ­να νέ­ο τρό­πο ζω­ής με σε­βα­σμό στα δι­καιώ­μα­τα του κά­θε πο­λί­τη.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ