Η μεγαλοφυία και η προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου

8 Οκτωβρίου 2019

Ό­ταν το 336 π.Χ. ο Α­λέ­ξαν­δρος α­νέ­βη­κε στο θρό­νο της Μα­κε­δο­νί­ας, βρι­σκό­ταν στο ει­κο­στό πρώ­το έ­τος του και δώ­δε­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν πέ­θα­νε σε μια η­λι­κί­α ό­που οι πε­ρισσό­τε­ροι με­γά­λοι ά­ντρες βρί­σκο­νται α­κό­μη στο κα­τώ­φλι της κα­ριέ­ρας τους, ό­χι μό­νο εί­χε κα­τα­κτή­σει τον αρ­χαί­ο κό­σμο της ε­ποχής του , αλ­λά τον εί­χε θέ­σει σε πε­ρι­στρο­φή γύ­ρω α­πό έ­ναν και­νού­ριο ά­ξο­να (J.F.C. FULLER, Ι­διο­φυ­ής στρα­τη­γι­κή του Με­γά­λου Α­λε­ξάν­δρου, με­τάφ. Κ. Κο­λιό­πουλος σελ. 102).

Η ό­λη με­τέ­πει­τα πο­ρεί­α της ι­στο­ρί­ας, η πο­λι­τι­κή και η πο­λι­τι­σμι­κή ζω­ή των κα­το­πι­νών ε­πο­χών δεν μπο­ρούν να κατανοηθούν ξε­χω­ρι­στά α­πό την κα­ριέ­ρα του Α­λέ­ξαν­δρου. Αιώ­νες με­τά το θά­να­το του ο Αππια­νός ο Α­λε­ξάν­δρειος πα­ρο­μοί­ω­σε τη σύ­ντο­μη βα­σι­λεί­α του με τη «φω­τει­νή λάμ­ψη της α­στρα­πής». Μια λάμ­ψη πραγ­μα­τι­κά εκ­θαμ­βω­τι­κή. Ή­ταν ένας άν­θρω­πος ε­ντε­λώς δέ­σμιος της μοίρας του και α­πο­λύ­τως α­φο­σιω­μέ­νος στο έρ­γο του. Οι φυ­σι­κές α­πο­λαύ­σεις πλην του κυ­νη­γιού, λί­γο τον εν­διέ­φε­ραν.

Με την εξαί­ρε­ση της α­γά­πης προς τη μη­τέ­ρα του και την τρο­φό του, πο­τέ δε γο­η­τεύ­τη­κε α­πό κα­μιά γυ­ναί­κα και πα­ρό­τι νυμ­φεύ­θη­κε δύ­ο φο­ρές και οι δύ­ο γά­μοι του ή­ταν πο­λι­τι­κής και ό­χι ρο­μαντι­κής φύ­σης. «Πο­τέ δεν εί­χε ε­ρω­μέ­νη, ού­τε ή­ταν α­νί­κα­νος, ού­τε ο­μο­φυ­λό­φι­λος ό­πως οι ε­πι­κρι­τές του διέ­δω­σαν για να τον δυ­σφη­μί­σουν (FULLER σελ. 103). Στην αρ­χαιό­τη­τα κα­νείς δεν ι­σχυ­ρί­στη­κε ό­τι η πο­λύ στε­νή του φι­λί­α με τον Η­φαι­στί­ω­να εί­χε σε­ξουα­λι­κό χα­ρακτή­ρα. Και δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­χει σή­με­ρα αμ­φι­βο­λί­α γι’ αυ­τό το ζή­τη­μα (ARTHUR WEIGALL, Μέ­γας Α­λέξαν­δρος σελ. 207). Οι ε­πι­κρι­τές του η­θε­λη­μέ­να νο­μί­ζω α­φαι­ρούν την πα­ρά­με­τρο ότι ο Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος εί­χε πρό­τυ­πο τον Α­χιλ­λέ­α που ή­ταν ο προ­γο­νός του και εί­χε πι­στό φί­λο τον Πά­τρο­κλο. Ε­πί­σης η­θε­λη­μέ­να α­φαι­ρούν κι άλ­λη πα­ρά­με­τρο. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης δεν δί­δα­ξε στο νε­α­ρό Αλέ­ξαν­δρο το χρι­στια­νι­κό «α­γα­πά­τε αλ­λή­λους», αλ­λά την α­ξί­α της φι­λί­ας.

Οι ε­πι­κρι­τές του λοι­πόν, ε­πα­να­λαμ­βά­νω η­θε­λη­μέ­να, δεν επι­ση­μαί­νουν την υ­πο­τα­γή των σω­μα­τι­κών εν­στί­κτων στο έρ­γο του που τον ξε­χώ­ρι­σε α­πό τους κοι­νούς αν­θρώ­πους και τον το­πο­θέ­τη­σε στη μι­κρή ε­κεί­νη ο­μά­δα των σπά­νιων και α­νώ­τε­ρων α­τό­μων, των ο­ποί­ων η σι­δε­ρέ­νια θέ­λη­ση, ο αυ­το­έ­λεγ­χος και η α­φο­σί­ω­ση στο έρ­γο της ζω­ής τους μα­γνη­τί­ζουν όλους ό­σοι έρ­χο­νται σε ε­πα­φή μα­ζί του. Ο Α­λέ­ξαν­δρος εί­χε μια ψυ­χή που τολ­μού­σε, γι’ αυ­τό και σφρα­γί­ζει το τέ­λος μιας ι­στο­ρι­κής πε­ριό­δου και την α­παρ­χή μιας άλ­λης.

Ό­λοι οι λα­οί που «κα­τέ­κτη­σε» έ­βλε­παν ό­τι ό­χι μό­νο ή­ταν βα­σι­λιάς αλ­λά και θε­ός. «Η έμ­φυ­τη αί­σθη­σή του για τη
βα­σι­λεί­α, μια βα­σι­λεί­α που βα­σι­ζό­ταν ό­χι στη δύ­να­μη αλ­λά στην ευ­γέ­νεια του πα­ρου­σια­στι­κού, στην ιπ­πο­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά και στο να ζει κανείς ό­πως έ­πρε­πε να ζει έ­νας βα­σι­λιάς, βά­ρυ­νε πά­νω α­πό κά­θε πρά­ξη της εκ­πλη­κτι­κής του κα­ριέ­ρας. «Θε­ω­ρού­σε πε­ρισσό­τε­ρο βα­σι­λι­κό», γρά­φει ο Πλού­ταρ­χος, «να κα­τα­κτά τον ε­αυ­τό του πα­ρά να κα­τα­κτά άλ­λους».

Ο Α­λέ­ξαν­δρος ή­ταν γεν­νη­μέ­νος να γί­νει βα­σι­λιάς. Ό­ταν κά­ποιοι φί­λοι του που γνώ­ρι­ζαν ό­τι ή­ταν γρή­γο­ρος στα πό­δια, τον πα­ρό­τρυ­ναν να τρέ­ξει μα­ζί τους στους Ο­λυ­μπια­κούς α­γώ­νες -στους οποίους λάμ­βα­ναν μέ­ρος μό­νο Έλ­λη­νες- η α­πά­ντη­ση του ή­ταν ό­τι θα έ­τρε­χε, μό­νο αν συ­να­γω­νι­ζό­ταν με βα­σι­λιά­δες.

Α­πό τις πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις που δια­φαίνεται η βασιλική του νοοτροπία και η ιπ­πο­τι­κή του συ­μπε­ρι­φο­ρά α­πέ­να­ντι στους ε­χθρούς του, οι πα­ρα­κά­τω εί­ναι α­ξιο­ση­μεί­ω­τες: Ό­ταν με­τά τη νί­κη της Ισ­σού έ­μα­θε ό­τι η Σι­σύ­γαμ­βις η μη­τέ­ρα του Δα­ρεί­ου, η γυ­ναί­κα και τα παι­διά του εί­χαν συλ­λη­φθεί και θρη­νού­σαν τον υ­πο­τι­θέ­με­νο θά­να­το του, έ­στει­λε τον Λε­ονά­το να τις πλη­ρο­φο­ρή­σει ό­τι ο Δα­ρεί­ος ή­ταν α­κό­μη ζω­ντανός και ό­τι αυ­τές «θα δια­τη­ρού­σαν τη θέ­ση και την α­κο­λου­θί­α που ταί­ρια­ζε στο βα­σι­λι­κό τους α­ξί­ω­μα, κα­θώς και τον τίτλο των βα­σι­λισ­σών.

Ό­ταν την ε­πό­μενη μέ­ρα μα­ζί με τον Η­φαιστί­ω­να, τον πιο α­γα­πη­μέ­νο του φί­λο, ο Α­λέ­ξαν­δρος ε­πι­σκέ­φθη­κε τη Σι­σύ­γαμ­βι και αυ­τή, συγ­χέ­ο­ντας τον Η­φαιστί­ω­να με τον βα­σι­λιά τον προ­σκύ­νη­σε και ντρά­πη­κε ό­ταν ανα­κά­λυ­ψε το λά­θος της, ο Α­λέ­ξαν­δρος, με σε­βα­σμό και ευ­γένεια, την έ­κα­νε να το ξε­πε­ρά­σει. Την πή­ρε α­πό το χέ­ρι και ση­κώ­νο­ντας τη στα πό­δια της, της εί­πε: «Δεν έ­κα­νες λά­θος, μητέρα, για­τί κι αυ­τός ο άν­δρας εί­ναι Α­λέ­ξαν­δρος».

Αρ­γό­τε­ρα ό­ταν βρή­κε το πτώ­μα του δο­λο­φο­νη­μέ­νου Δα­ρεί­ου, το έ­στει­λε στην Περ­σέ­πο­λη «με δια­τα­γές να τα­φεί στο βα­σι­λι­κό τά­φο ό­πως εί­χαν τα­φεί όλοι οι άλ­λοι Πέρ­σες βα­σι­λιά­δες». Έ­δει­ξε τον ί­διο σε­βα­σμό για τη βα­σι­λική εξουσία, ό­ταν με το που ε­πέ­στρε­ψε α­πό την Ιν­δί­α α­να­κά­λυ­ψε ό­τι κα­τά τη διάρ­κεια της α­που­σί­ας του ο τύμ­βος του Κύ­ρου, του ι­δρυ­τή της περ­σικής αυ­το­κρα­το­ρί­ας, εί­χε συ­λη­θεί. Α­μέ­σως διέ­τα­ξε τον ι­στο­ρι­κό Α­ρι­στό­βουλο να ε­πι­διορ­θώ­σει τη ζη­μιά, να α­ντι­κα­τα­στή­σει τους κλεμ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς με α­ντί­γρα­φα, να φρά­ξει την εί­σο­δο του τύμ­βου και να θέ­σει τη βα­σι­λι­κή σφρα­γί­δα πά­νω σε σκυ­ρό­δε­μα.

Κα­τά τον J.F.C. FULLER, α­πό ό­λες του τις πρά­ξεις η πλέ­ον τυπική της βασιλικής του νοοτροπίας εί­ναι η με­τα­χεί­ρι­ση που ε­πι­φύ­λαξε στον Πώ­ρο τον ο­ποί­ο ε­νί­κη­σε στις ό­χθες του πο­τα­μού Υ­δάσπη (Τζε­λούμ). Ό­ταν ο Α­λέ­ξαν­δρος τον ρώ­τη­σε τι εί­δους με­τα­χεί­ρι­ση ή­θε­λε, ο Πώ­ρος α­πά­ντη­σε: «Με­τα­χει­ρί­σου με, ω Α­λέ­ξαν­δρε, με βα­σι­λι­κό τρό­πο!»

Ο Α­λέ­ξαν­δρος ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος α­πά­ντη­σε: «Σε ό, τι με α­φο­ρά, ω Πώ­ρε,τέ­τοια με­τα­χεί­ρι­ση θα έ­χεις, για σέ­να ό­μως, αυ­τό που ζη­τάς εί­ναι αυ­τό που σε ευ­χα­ρι­στεί». Αλ­λά ο Πώ­ρος εί­πε πως ό­λα αυ­τά πε­ριλαμ­βά­νο­νται σε αυ­τό. Ο Α­λέ­ξαν­δρος, α­κό­μη ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος α­πό αυ­τή τη δή­λωση, ό­χι μό­νο του πα­ρα­χώ­ρη­σε την ε­ξου­σί­α στους Ιν­δούς του, αλ­λά πρό­σθε­σε κι άλ­λη μια χώ­ρα.

Έ­τσι με­τα­χει­ρί­στη­κε το γεν­ναί­ο άν­δρα με βα­σιλι­κό τρό­πο και ε­φε­ξής τον βρή­κε πι­στό σε ό­λα.

 

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ