Η θεραπείας του δαιμονιζόμενου των Γαδαρηνών (Κυριακή ΣΤ’ Λουκά).

22 Οκτωβρίου 2023

«Όταν βγήκε στη ξηρά», σύμφωνα με τη σημερινή περικοπή του Ευαγγελίου, «τον συνάντησε κάποιος άνδρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύ καιρό. Αυτός ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα». Βγήκε, λέει, όχι ήλθε στην ξηρά, για να δείξει ότι ήλθε με πλοίο, αφού ήδη και την θύελλα του ανέμου σταμάτησε, και την θάλασσα γαλήνευσε με την επιτίμησή του. Διότι όταν από την Γαλιλαία επιβιβάστηκε στο πλοίο με τους μαθητές του, είπε προς αυτούς, όπως λέει παραπάνω ο Ευαγγελιστής: «ας περάσουμε απέναντι». Από εδώ φαίνεται ότι προείδε το γεγονός, και από ευσπλαχνία ήλθε αυτόκλητος βοηθός στον βασανιζόμενο τόσο σκληρά και για πολλά χρόνια από τους δαίμονες. Ο Λουκάς λοιπόν λέει ότι ήταν ένας και είχε πολλά δαιμόνια, ο Μάρκος όμως ομιλεί και αυτός για έναν, «που είχε ακάθαρτο πνεύμα». Ο δε Ματθαίος ισχυρίζεται ότι ήσαν δύο μαζί και βασανίζονταν από πολλά δαιμόνια.

Την αιτία δε, για την οποίαν άλλοι Ευαγγελιστές μιλούν για έναν, άλλοι δε για περισσότερους, και δαιμονιζόμενους και δαιμόνια, την φανέρωσε και ο Λουκάς και ο Μάρκος. Διότι το ένα, το οποίον ο Μάρκος ονόμασε ακάθαρτο πνεύμα, εξεταζόμενο στην συνέχεια από τον Κύριο λέει «λεγεών είναι το όνομά μου, γιατί είμαστε πολλοί». Πράγματι λεγεών είναι πλήθος και πολυάριθμο σύστημα αγγέλων ή ανθρώπων, οι οποίοι στέκονται, μετακινούνται μαζί και αποβλέπουν και κινούνται προς ένα έργο και σκοπό. Γι’ αυτό και οι δαιμονιζόμενοι εκείνοι, επειδή ενεργούντο και εκινούντο από ένα τέτοιο σύστημα, βρίσκονταν αδιάσπαστα μαζί στα μνήματα και στα όρη, και μαζί βασανίζονταν. Γι’ αυτό άλλοτε μεν καλούνται σαν ένας, άλλοτε δε σαν πολλοί, και αυτοί και τα πονηρά πνεύματα που τους ταλαιπωρούσαν.

Δεν αναγνώρισε δε απλώς τον Ιησού ο «λεγεών» δια μέσου του ανθρώπου εκείνου, αλλά και «έπεσε στα πόδια του και με δυνατή φωνή είπε: τι δουλειά έχεις εσύ μ΄ εμένα Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις. «Γιατί διάταξε», λέει, «ο Κύριος το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο». Έχοντας καταπλεύσει γι’ αυτό το σκοπό ο Κύριος από ευσπλαχνία στην παραλία εκείνη όπου ζούσε ο δαιμονιζόμενος, διέταξε μεν τον λεγεώνα των δαιμόνων να βγει από τον άνθρωπο, πού όμως να πάει δεν του είπε. Γι’ αυτό εκείνο το βρώμικο σμήνος των πονηρών πνευμάτων καταλήφθηκε από αμηχανία, και φοβήθηκε μήπως παραδοθεί τώρα από τον Κύριο στην μέλλουσα καταδίκη, στην προετοιμασμένη γι’ αυτά γέεννα του πυρός, με την οποία θα παραδοθούν σε τέλεια ακινησία, αφού θα καταργηθεί κάθε ενέργειά τους. Αναγκάσθηκε λοιπόν να προσέλθει, και να προσπέσει, χρησιμοποιώντας ταπεινότερα και αληθινά λόγια προς τον Κύριο, τα οποία τον μαρτύρησαν ότι είναι Υιός του Υψίστου. Μέσα στην πονηρία τους νόμιζαν ότι με αυτήν την μαρτυρία, σαν με κάποια κολακεία, θα μεταπείσουν τον Κύριο των όλων.

Και ο Κύριος ανέχθηκε την μαρτυρία των δαιμόνων, για τον καταρτισμό αυτών που βρίσκονταν στο πλοίο. Διότι πριν από λίγο, βλέποντας ο κόσμος τα τόσο μεγάλα θαύματά του στην θάλασσα, έλεγαν μεταξύ τους με απορία: «ποιος είναι αυτός, που οι άνεμοι και η θάλασσα τον υπακούουν»; Τώρα όμως έμαθαν ότι είναι «ο Υιός του Θεού του Υψίστου». Διότι πάντοτε, ακόμη και ο διάβολος, είναι συνεργός στην απόφαση του Θεού, όχι όμως επειδή το θέλει ούτε αποβλέποντας σ’ αυτό. Γι’ αυτό και κάποιος από τους θεοφόρους λέει, ότι «το κακό συνεργεί στο αγαθό, όχι με καλή προαίρεση».

Ο δε Κύριος θέλοντας να φανερώσει στους παρόντες ότι ο διάβολος που τόσον φρίττει ενώπιόν του δεν είναι ένας, αλλά πλήθος πολύ, τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου; Εκείνος απάντησε, λεγεών, γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια». Λένε ορισμένοι ότι το τάγμα του λεγεώνος αποτελείται από έξι περίπου χιλιάδες.

«Και τον παρακαλούσαν», λέει, «να μη τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο». Βλέπεις ότι είναι ο φόβος, όπως είπαμε παραπάνω, αυτός που τους ανάγκασε και να προσέλθουν, και να προσπέσουν, και να χρησιμοποιήσουν σχήματα και λόγια αληθινά και ταπεινότερα. Κοίταξε όμως και την Παντοκρατορική εξουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Πράγματι ο διάβολος και χωρίς να το θέλει τον ομολόγησε Κύριο και της αβύσσου. Και ποιος είναι αυτός που επιβλέπει αβύσσους; Βεβαίως αυτός που βρίσκεται στους ουρανούς, αυτός που περιέχει και κατευθύνει τα πάντα.

Βλέπε δε και ότι το στίφος των δαιμόνων δεν μπορεί να μένει πουθενά, αν δεν έχει πάρει από αυτόν την άδεια ή την παραχώρηση. Γι’ αυτό και όταν προστάχθηκε από τον Κύριο να φύγει, αλλά δεν έλαβε εντολή πού να πάει, καταλήφθηκε από μεγάλη βία, και βρήκε ως καταφύγιο τους χοίρους, οι οποίοι έβοσκαν στο όρος, ώστε να διαφύγει δι’ αυτών. Αλλά ούτε κατ’ αυτών είχε από μόνο του την εξουσία, πολύ δε περισσότερο δεν την έχει εναντίον των ανθρώπων. Διότι, λέει «εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό. Και τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν σ΄ αυτούς, και τους το επέτρεψε. Αφού βγήκαν τα δαιμόνια από τον άνθρωπο, μπήκαν στους χοίρους. Και το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη». Τα δαιμόνια λοιπόν, ζητώντας δήθεν πρόφαση φυγής, και έχοντας κακοποιό προαίρεση, ζήτησαν την άδεια κατά των χοίρων, επειδή ο Σωτήρας τα έδιωχνε από τους ανθρώπους. Συνειδητοποίησαν ότι την στιγμή εκείνη δεν εδιώκοντο από έναν ή δύο, αλλά δια του ενός από όλους τους ανθρώπους. Και ο Κύριος τους το επέτρεψε, για να γνωρίσουμε εμείς από όσα έπαθαν οι χοίροι, ότι ούτε τον άνθρωπο εκείνο θα λυπόντουσαν να τον καταστρέψουν τελείως, αν δεν αναχαιτίζονταν και πριν αοράτως από την δύναμη Εκείνου.

«Μόλις είδαν», λέει, «οι βοσκοί τι έγινε, έφυγαν. Και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο το γεγονός». Σκεφθείτε τώρα παρακαλώ τον άσωτο υιό του Ευαγγελίου, που σώθηκε με την απομάκρυνση από τους χοίρους, για να καταλάβετε ποιοι ήσαν αυτοί που έβοσκαν τους χοίρους, ή μάλλον ποιοι μοιάζουν με αυτούς. Πράγματι ο χοιρώδης βίος εξ αιτίας της ακαθαρσίας του, συμβολίζει κάθε πονηρό πάθος. Και χοίροι είναι κυρίως αυτοί που περιφέρουν τον βρώμικο από την σάρκα χιτώνα. Προϊστάμενοί τους, ένα είδος βοσκών, είναι εκείνοι που υπερέχουν από αυτούς στην ηδυπάθεια, και νοιάζονται για την σάρκα και το φαγητό τους, ώστε με αυτό τον τρόπο να εκπληρώνουν την επιθυμία τους.

Σ’ εμάς όμως δεν επιτρέπει ο χρόνος ούτε, όπως βλέπετε, να ασχοληθούμε λεπτομερώς με την συνέχεια, ποιά δηλαδή είναι η γύμνωση που προκαλείται στην ψυχή από την αμαρτία, την οποίαν υποδήλωνε ο δαιμονιζόμενος εκείνος, και ποιά η διαβίωση στα όρη (διότι, λέει «δε φορούσε ρούχο και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά στα μνήματα») και ποιές οι αλυσίδες, οι χειροπέδες και τα δεσμά τα οποία εκείνος έσπαζε και έφευγε διωκόμενος.

Ας φύγουμε λοιπόν όλοι μας μακριά, άλλοι από την συμβίωση με τα κακά, έστω και αν μας φαίνεται ότι υπερτερούμε πολλών στην καταγωγή και στην δόξα και στην σωματική δύναμη και στον υλικό πλούτο, και άλλοι από την ομοίωση προς τους χοίρους, έχοντας στο νου μας την λίμνη εκείνη του άσβεστου πυρός, μέσα στην οποία, αλλοίμονο, θα πέσουν όσοι αμετανόητα υπηρετούν τις προσβολές των δαιμόνων. Και βλέποντας το βάραθρο στο οποίο γκρεμίζονται όταν πεθαίνουν, όσοι μέχρι το τέλος τους μοιάζουν ως προς τον τρόπο της ζωής με τους χοίρους, ας απομακρυνθούμε χωρίς επιστροφή από την πραγματικά βρώμικη ζωή της αμαρτίας.

(Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ τομ. 11, σελ. 196- αποσπάσματα)