Μία Θεία Λειτουργία για τους άνδρες

10 Οκτωβρίου 2019

Βασική αρχή της ορθόδοξης λειτουργικής και ποιμαντικής θεολογίας είναι ότι η Θεία Ευχαριστία είναι η κορωνίδα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Πουθενά δεν θα βρει ο άνθρωπος στον κόσμο πιο έντονη την βίωση της παρουσίας του Θεού από το μυστήριο το οποίο παρέδωσε ο ίδιος ο Σωτήρας Χριστός στους μαθητές του.

Η Θεία Ευχαριστία συγκεφαλαιώνει όλον τον χρόνο της δημιουργίας, τον παρελθόντα, τον παρόντα και τον μέλλοντα. Αποτελεί όμως η ίδια και εικόνα της αιωνιότητας, των Εσχάτων της Βασιλείας του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Στην Θεία Ευχαριστία δεν αγιάζονται μόνον οι παρόντες, αλλά διά της προσευχής του Ιερέως και του παρόντος πληρώματος περιλαμβάνεται κάθε άνθρωπος που ζει, που έζησε και θα ζήσει. Ακόμη και οι κεκοιμημένοι αδελφοί μας.

Η Θεία Ευχαριστία προσλαμβάνει εκτός από τον άνθρωπο και ολόκληρη την κτίση, τα άψυχα, τα έμψυχα κάθε πράγμα και φαινόμενο του σύμπαντος κόσμου και το αντιπροσφέρει ως δώρο στον Κτίσαντα.

Για τους παραπάνω και για ακόμη περισσότερους λόγους στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει θεολογικά χώρος για «ιδιωτική» Θεία Λειτουργία. Δεν μπορούν με άλλα λόγια να υπάρξουν αποκλεισμοί στο κατ’ εξοχήν μυστήριο της ενότητας και της συγκεφαλαίωσης των πάντων.

Ωστόσο κατά την εφαρμοσμένη ποιμαντική πράξη της Εκκλησίας μας. κατ’ οικονομία και με σκοπό την μέγιστη ωφέλεια των πιστών, προκειμένου να δοθεί η ευκαιρία να έλθουν κοντά στην αληθινή οικογένεια της Εκκλησίας και αδελφοί οι οποίοι διστάζουν, γίνεται κάποια παραχώρηση σε κάποιες κοινωνικές ομάδες να κάνουν την «δική τους» Θεία Λειτουργία. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να αποκλεισθεί η συμμετοχή και η παρουσία και άλλων. Πρόκειται απλώς για ένα άνοιγμα της Εκκλησίας σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.

Στατιστικά η μεγάλη πλειοψηφία του εκκλησιάσματος είναι γυναίκες. Υπάρχουν λόγοι, οι οποίοι δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, για τους οποίους οι άνδρες εμφανίζονται όχι μόνον λιγότεροι στην Θεία Λειτουργία, αλλά και γενικά διστακτικότεροι στην προσέγγισή τους με την Εκκλησία.

Λαμβάνοντας αυτά όλα υπ’ όψιν η ενορία των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στα Κύμινα της Θεσσαλονίκης, η οποία ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, τέλεσε νυκτερινή Θεία Λειτουργία για τους άνδρες της ενορίας. Χοροστάτησε και κήρυξε τον Θείο λόγο ο σεβασμιώτατος τοπικός Ποιμενάρχης κ. Παντελεήμων. Η προσέλευση υπήρξε μεγάλη και μετά το πέρας της Θείας Ευχαριστίας νένοι, μεσήλικες και γέροντες καθήσαν μαζί και στο τραπέζι που παρέθεσε η ενορία στο πνευματικό της Κέντρο.

Ο σεβασμιώτατος Επίσκοπος της αποστολικής αυτής επαρχίας στο κήρυγμά του αναφέρθηκε και στην διαφορά του ψυχισμού των ανδρών και των γυναικών απέναντι στο εκκλησιαστικό γεγονός, κάνοντας κάποιες ιδιαίτερα καίριες επισημάνσεις.

Ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας κ.κ. Παντελεήμονος:

«Σήμερα καί αὔριο ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή μνήμη δύο ἁγίων ἐπισκόπων Ἀθηνῶν, τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἄκουσε τό κήρυγ­μα τοῦ ἀπο­στό­λου Παύλου καί πί­στευσε στόν Χριστό, καί τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος καί αὐ­τός κατά τήν παράδοση ὑπῆρξε μαθητής τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀπο­στόλου. Καί οἱ δύο μάλιστα ἅγιοι συνδέο­νται καί μέ ἕνα ἀκόμη σημαντικό γε­γο­νός, αὐτό τῆς παρουσίας τους μέ θαυ­μα­στό τρό­πο στά Ἱεροσό­λυ­μα κατά τήν κοί­μηση τῆς Ὑπερα­γίας Θεοτόκου μαζί μέ τούς ἀπο­στό­λους. Ὅταν οἱ ἀπόστολοι μετεφέρθησαν μέ σύννεφα στά Ἱεροσόλυμα, μέ τόν ἴδιο τρόπο μετεφέρθησαν καί οἱ δύο ἅγιοι.

Καί ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί οἱ δύο αὐτοί ἅγιοι εἶναι οἱ μόνοι πού ἀξιώθηκαν νά ἀπολαύσουν τήν ἴδια τιμή μέ τούς μαθητές τοῦ Κυρίου, ἴσως γιατί ὁ ἅγιος Διο­νύ­σιος καί ὁ ἅγιος Ἱερόθεος πί­στευ­σαν στόν Χριστό καί ἐγκα­τέ­λειψαν τά πάντα γιά χάρη του μέ τρόπο ἀνάλογο μέ αὐτόν πού τό ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. Πί­στευ­σαν ἄμεσα, χωρίς νά καθυστερή­σουν, χωρίς νά ὑπολογίσουν τί ἄφη­ναν πίσω τους καί τί ἐπρό­κει­το νά ἀκολουθήσει.

Ὑπάρχουν κάποιοι ἄνθρωποι πού κατακρίνουν τήν  ἀμεσότητα καί συκοφαντοῦν τόν αὐθορμητι­σμό. Κάποιοι πού θεωροῦν ὅτι ἡ συμπεριφορά αὐτή εἶναι χα­ρα­κτη­ρι­στική τῆς γυναικείας φύσεως, ἡ ὁποία ἀντιδρᾶ πε­ρισ­σότερο μέ τό συναίσθημα καί λι­γότερο μέ τή λογική, καί δέν ται­ριά­ζουν στή φύση τῶν ἀνδρῶν. Γι᾽ αὐτό καί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού κρατοῦν ἀπό­στα­ση ἀπό τήν Ἐκ­κλη­σία, ἀπό τόν Χριστό καί ἀπό τήν πίστη, θεωρώ­ντας ὅτι ὅλα αὐτά δέν συνάδουν μέ τή στιβαρότητα τῆς λογικῆς πού χαρακτηρίζει τήν ἀνδρική φύ­ση.

Ὅμως μία πίστη πού εἶναι προϊόν λο­γικῆς διεργασίας, πού εἶναι ἀπο­­­τέλεσμα ὑπολογισμῶν δέν εἶ­ναι αὐτή πού ζητᾶ ὁ Χριστός. Διότι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά περιορισθεῖ καί νά προσεγγισθεῖ μέ τήν ἀν­θρώ­πινη λογική. Ἡ πίστη εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς λογικῆς πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν Θεό.

Ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ νά ἀναλύσει καί νά κατανοήσει τά πάντα μέ τόν νοῦ του, αὐτός στό τέλος χά­νει τόν Θεό. Γιατί ὁ Θεός δέν θέλει μόνο τόν νοῦ μας, δέν θέλει μόνο τή λογική μας, θέλει καί τήν καρδιά μας. Θέλει νά τόν ἐμπι­στευ­θοῦμε καί ἄς μήν κατα­λα­βαί­νουμε κάποιες φορές στήν ἀρχή πολλά γι᾽ Αὐτόν. Θέλει νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρ­διά μας καί νά τόν ἀφή­σου­με νά μᾶς μιλήσει, ὅπως θέ­λουμε νά κά­νουν καί τά παιδιά μας μέ μᾶς. Θέλει νά παραμερί­σουμε τίς ἀμφιβολίες καί τά ἐρωτήματα γιά νά μήν χάσουμε τήν οὐ­σία, γιά νά μήν χάσουμε τή συνάντησή μας μα­­ζί του, γιά νά μήν χάσουμε τήν εὐκαιρία νά μᾶς ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του, ὅπως τό ἔκα­νε στίς Μυροφόρες.

Δέν εἶναι ἀδυναμία ἡ ἄνευ ὅρων πίστη στόν Χριστό· δέν εἶναι ἀφέ­λεια ἡ αὐθόρμητη καί καλο­προ­αί­τερη πίστη, γιατί ἀποτελοῦν ἀπό­δειξη ὅτι ὅποιος τή διαθέτει, δια­θέ­τει συγχρόνως καί τήν τα­πεί­νωση νά παραδεχθεῖ ὅτι ἀντι­λαμ­βά­νεται τήν ἀδυναμία του νά κα­τα­νοήσει τά πάντα καί γι᾽ αὐτό ἔχει περισσότερη ἐμπιστο­σύ­νη στόν Θεό ἀπό ὅτι στόν ἑαυτό του.

Θά μποροῦσαν καί οἱ δύο ἅγιοι, ὁ ἅγιος Διονύσιος καί ὁ ἅγιος Ἱερό­θεος, νά μήν ἀκολουθήσουν ἀμέ­σως τό κήρυγμα τοῦ ἀποστό­λου Παύλου. Θά μποροῦσαν νά ποῦν καί αὐτοί, αὐτό πού τοῦ εἶ­παν πολ­λοί ἄλλοι συμπολίτες τους Ἀθηναῖοι· «θά σέ ἀκούσουμε καί πάλι». Θά μπο­ροῦσαν νά ὑπολογίσουν πόσο θά τούς κόστιζε νά ἀκολουθήσουν μία πίστη πού ἦταν ἄγνωστη στούς κύκλους τους καί πού δέν ἤξεραν τί συνέπειες θά εἶχε αὐτή ἡ ἀπόφασή τους γιά τή ζωή τους, γιά τήν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων, γιά τό λειτούργημά τους.

Ὅμως τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά δέν ὑπο­λό­­γισαν. Πίστευσαν ἀκολου­θώ­ντας τήν καρδιά τους, πού τήν εἶχε ἑλκύσει ἤδη τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού τήν εἶχε κερδίσει ἤδη ὁ Χριστός. Πίστευσαν μι­μούμενοι τό παράδειγμα τῶν δύο μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἰω­­σήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας καί τοῦ Νικοδήμου, πού καί οἱ δύο εἶχαν ἀνώτατα ἀξιώματα, ἦταν βουλευτές, οἱ ὁποῖοι αὐθόρ­μητα πίστευσαν στόν Χριστό καί τόν ἀκο­λού­θησαν χωρίς νά ὑπο­λο­­γί­σουν τή θέση τους καί χωρίς νά φο­βηθοῦν μήπως «ἀποσυνά­γω­γοι γέ­νωνται», καί ἔτσι ἀξιώθη­καν τῆς χάριτός του.

Αὐτή τήν ἀμεσότητα στήν πίστη καί αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό, τήν ὁποία εἶχαν τόσο ὁ σήμερα ἑορ­τασθείς ἅγιος Διονύ­σιος ὅσο καί ὁ αὔριο ἑορταζόμενος ἅγιος Ἱερό­θεος, ἄς προσπαθή­σου­με νά ἀπο­κτήσουμε καί ἐμεῖς, ὥστε νά προαγόμεθα στήν ἐν Χρι­στῷ ζωή καί νά ἀξιωθοῦμε τίς δω­ρεές πού χαρίζει ὁ Θεός σέ ὅσους μέ ἁπλότητα καί ἐμπιστο­σύνη τόν ἀκολουθοῦν.

Εἶναι μεγάλο πράγμα νά ἔχουμε ἁπλότητα καί ἀφελότητα καρδίας, νά ἐμπιστευόμαστε στά λόγια τοῦ Χριστοῦ, νά μήν ἀμφιβάλλουμε. Πέρασαν 2.000 χρόνια καί βλέπουμε ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι τόν ἀκολούθησαν εἶναι ὅλοι αὐτοί πού θαυμάζουμε ἐδῶ μέσα στούς ναούς μας, πού τί ἔκαναν; Ἐγκατέλειψαν τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐγκατέλειψαν θέση, ὀμορφιά, νεότητα, τά πάντα. Δέν σκέφθηκαν τίποτε. Τά πάντα τά θεώρησαν, λέει, «σκύβαλα», γιά νά κερδίσουν τόν Χριστό. Καί ἐμεῖς εἴμεθα βέβαιοι, γιατί εἴμεθα ὅλοι χριστιανοί ὀρθόδοξοι, βαπτισμένοι, μυρωμένοι, μέσα στά νάματα τῆς Ἐκκλησίας μας, κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά ὅμως δέν πρέπει νά τά παίρνουμε ἔτσι ἐπιπόλαια, ἀλλά πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι καί ἐμεῖς γινόμεθα σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ, ἔχουμε δηλαδή, ὅταν κοινωνοῦμε τό ἴδιο σῶμα καί τό ἴδιο αἷμα μέ τόν Χριστό.

Αὐτή ἡ ζωή μας ἔχει ἕνα τέλος. Ποιός ἔμεινε σ᾽ αὐτήν; Οἱ πάντες ἔφυγαν, ὅποιοι καί ἄν ἦταν. Ἐκεῖνο πού πρέπει ὅμως νά μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι τό τέλος αὐτοῦ τοῦ δρόμου, τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς, πού δέν εἶναι τέρμα ἀλλά εἶναι ἀρχή μιᾶς νέας ζωῆς, μιᾶς αἰώνιας ζωῆς, μιᾶς ἀτελεύτητης ζωῆς, μιᾶς πραγματικότητος. Γιατί αὐτά πού ζοῦμε τώρα εἶναι προσωρινά, εἶναι πρόσκαιρα. Ποιός ἔμεινε; ὅ,τι καί ἄν ἔχουμε, ὅσα χαρίσματα καί ἄν ἔχουμε, ὅσα τάλαντα καί ἄν ἔχουμε, ὅσες δόξες καί ἄν ἔχουμε, ὅσα πλούτη καί ἄν ἔχουμε, κανείς δέν τά πῆρε μαζί του. Ὅλα ἔμειναν ἐδῶ. Καί τί ἔμεινε; Ἔμεινε ἡ πίστη πού εἶχαν γιά τόν Χριστό, ἡ ἀγάπη πού εἶχαν γιά τόν Χριστό. Αὐτά ἔμειναν καί τά καλά ἔργα, τά ὁποῖα ἔκαναν ἐδῶ ἐν ζωῇ, διότι αὐτά τούς ἀκολούθησαν καί στήν ἄλλη ζωή. Διότι ἐκεῖ αὐτά θά βροῦμε, ὅ,τι καλό κάνουμε, θά τό βροῦμε ἐκεῖ, καί ὅ,τι κακό κάνουμε, θά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Τό φαντάζεσθε αὐτό; Νά ζοῦμε αἰώνια, ἀτελεύτητα μακράν τοῦ Θεοῦ! Νά μήν πῶ ὅλα αὐτά πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή γιά τήν κόλαση. Καί μόνο ἡ στέρηση τῆς θέας τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη τιμωρία. Νά τό ξέρετε καί νά τό ξέρουμε ὅλοι μας. Ἄς μή στερηθοῦμε αὐτῆς τῆς εὐκαιρίας, φεύγοντας ἀπό αὐτή τή ζωή, ἐπειδή δέν ἔχουμε ἑτοιμάσει τόν ἑαυτό μας νά ζήσουμε αἰώνια, ὅπως τό ἔκαναν οἱ ἅγιοι, ὅπως τό ἔκανε ὁ ἅγιος Διονύσιος, ὁ ἅγιος Ἱερόθεος, οἱ ἅγιοι Πέτρος καί Παῦλος, οἱ ὁποῖοι τά πάντα τά ἐγκατέλειψαν μόνο γιά τόν Χριστό.

Γι᾽ αὐτό θέλω νά εὐχαριστήσω τόν π. Χρῆστο πού μᾶς ἔδωσε αὐτή τήν ὡραία εὐκαιρία τῆς προσευχῆς, τῆς θείας λατρείας, γιά ὅλους ἐμᾶς, καί γιά μένα καί γιά σᾶς, πού προσευχηθήκαμε ἀπόψε καί ζητήσαμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς δώσει τήν πίστη πού εἶχε καί ὁ ἅγιος Ἱερόθεος καί ὁ ἅγιος Διονύσιος. Τόν εὐχαριστῶ, γιατί πέρα ἀπό τίς ἄλλες δραστηριότητες πού ἔχει, πού ὅλες εἶναι καλές καί εἶναι μέσα στή διακονία μας, καί ἡ φιλανθρωπία καί οἱ ἀνεγέρσεις καί ἡ εὐπρέπεια τοῦ ναοῦ, τό πιό σπουδαῖο πράγμα εἶναι αὐτό πού ἔκανε τώρα γιά τίς ψυχές: νά ἀνακαινίσουμε τίς ψυχές μας μέσα στά νάματα τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στήν προσευχή, μέσα στό σῶμα καί στό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

 Εὔχομαι ὁ Θεός νά τοῦ δίδει χρόνια τήν εὐλογία νά διακονεῖ τήν Ἐκκλησία, νά σᾶς διακονεῖ, νά σᾶς φωτίζει καί νά σᾶς καθοδηγεῖ σέ αὐτή τήν κατεύθυνση πού ὁδηγεῖ μόνο στόν Χριστό. Ὅλα τά ἄλλα θά τά ἀφήσουμε, ὅλα τά ἄλλα θά μείνουν. Ὑπάρχουν πολλοί δρόμοι. Ὑπάρχουν δρόμοι ἁμαρτίας, ὑπάρχουν δρόμοι πού πιστεύουμε ὅτι μᾶς βοηθοῦν στή ζωή μας. Ἄν δέν μᾶς βοηθοῦν στή συνάντησή μας μέ τόν Χριστό, εἶναι λανθασμένοι δρόμοι. Γι᾽ αὐτό ἄς ἐπωφεληθοῦμε, ἄς κερδίσουμε τίς εὐκαιρίες πού μᾶς δίδει ὁ Χριστός. Ἀμήν.

(Ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμωνα στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Κυμίνων  στην εσπερινή Θεία Λειτουργία αφιερωμένη στους άνδρες της ενορίας επί τη μνήμη δύο αγίων επισκόπων Αθηνῶν, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και του αγίου Ιεροθέου.)