Ο Α­λέξανδρος στην Τροία βλέπει τον εαυτό του καινούριο Αχιλλέα­

4 Οκτωβρίου 2019

Ο Α­λέ­ξαν­δρος πριν ξε­κι­νή­σει απ’ τη Μα­κε­δο­νί­α για την Α­να­το­λή ορ­γά­νω­σε μια λα­μπρή γιορτή στο Δί­ον, στη Νό­τια Μα­κε­δο­νί­α, μια πό­λη η ο­ποί­α ή­ταν αφιε­ρω­μέ­νη στον Δί­α. Έ­γι­ναν α­γώ­νες, α­θλη­τι­κές ε­πι­δεί­ξεις και ιπ­πο­δρο­μί­ες. Έλαβαν χώρα θρη­σκευ­τι­κές τε­λε­τές και πλού­σιες θυ­σί­ες προ­σφέρ­θη­καν στους θεούς.

Την τε­λευ­ταί­α νύ­χτα, ο Α­λέ­ξαν­δρος δέ­χτη­κε τους κυ­ριό­τερους πο­λι­τι­κούς πρέ­σβεις, στρα­τη­γούς και α­ξιω­μα­τι­κούς σε γεύ­μα σε μια με­γά­λη σκη­νή που εί­χε μέ­σα ε­κα­τό κρε­βά­τια. Λί­γο έ­πει­τα απ’ αυ­τές τις γιορ­τές, κά­τω απ’ τον κα­θα­ρό ή­λιο ε­νός α­πρι­λιά­τι­κου πρω­ι­νού, ο Α­λέ­ξαν­δρος α­ποχαι­ρέ­τη­σε τη μη­τέ­ρα του Ο­λυμπιά­δα και έ­φυ­γε για τον Ελ­λή­σπο­ντο, για να μην ξα­να­γυ­ρί­σει πο­τέ.

Διέ­σχι­σε τον Έ­βρο, για να κα­τα­λή­ξει τη χερ­σό­νη­σο της Καλλί­πο­λης, στο λι­μά­νι της Ση­στού, απ’ ό­που η α­πέ­να­ντι α­κτή των Δαρ­δα­νελ­λί­ων δεν α­πέ­χει πά­νω α­πό χί­λια πε­ντα­κό­σια μέ­τρα. Πριν μπει στο πλοί­ο, ε­πι­σκέ­φτη­κε κο­ντά στην α­κτή έ­να διάση­μο τύμ­βο και να­ό που εί­χε γύ­ρω του με­ρι­κές φτε­λιές μαγι­κής προ­έ­λευ­σης κι έ­δει­χνε τον τό­πο ό­που ή­ταν θαμ­μέ­νος ο Πρω­τε­σί­λα­ος. Αυ­τός ή­ταν ο πρώ­τος Έλ­λη­νας που πέ­θα­νε στον πό­λε­μο της Τροί­ας σκο­τω­μέ­νος ό­πως έ­λε­γαν απ’ τον Έ­κτο­ρα, τη στιγ­μή που πη­δού­σε στη γη απ’ το πρώ­το ελ­λη­νι­κό κα­ρά­βι, ε­πι­κε­φα­λής των Θεσ­σα­λών στρα­τιω­τών του. Ο Α­λέ­ξαν­δρος πρό­σφε­ρε θυ­σί­ες στη μνή­μη αυ­τού του ά­τυ­χου πο­λε­μι­στή και πα­ρα­κά­λε­σε τους θε­ούς να φα­νεί ο ί­διος τυ­χε­ρός ό­ταν θα πη­δού­σε απ’ το κα­ρά­βι του στην τρω­ι­κή α­κτή.

Το μυα­λό του ή­ταν γε­μά­το απ’ την Ι­λιά­δα του Ο­μή­ρου και μπο­ρού­σε ό­πως  προαναφέρθηκε να α­παγ­γεί­λει απ’ έ­ξω έ­να με­γά­λο μέ­ρος της. Έ­βλε­πε τον ε­αυ­τό του σαν και­νού­ριο Α­χιλ­λέ­α.

Ό­ταν το κα­ρά­βι πλεύ­ρι­σε στην α­κτή της Τροί­ας, ο Α­λέ­ξαν­δρος ορ­θώ­θη­κε και έ­ρι­ξε έ­να α­κό­ντιο στις έ­ρη­μες α­κτές που α­πλώ­νο­νταν μπρο­στά του, σαν να ‘βλε­πε το στρα­τό-φά­ντα­σμα του βα­σι­λιά Πριάμου. Ή­ξε­ρε τι έ­κα­με και ή­θε­λε ν’ α­πο­δεί­ξει πως ή­ταν ο πραγμα­τι­κός κι ό­χι μό­νο ο ο­νο­μα­στι­κός αρ­χη­γός της εκ­στρα­τεί­ας. Ο χα­ρα­κτή­ρας του δεν του ε­πέ­τρε­πε να δα­νεί­ζε­ται α­πό άλ­λον τί­πο­τε, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τη δό­ξα.

Έ­πει­τα, έ­δω­σε δια­τα­γή στους ά­ντρες του ν’ α­πο­βι­βα­στούν και κα­θώς ήταν ε­ξαι­ρε­τι­κά θε­οσε­βής, δεδομένου ότι δεν υ­πήρ­χε ε­χθρός, έκανε μια θρησκευ­τι­κή τε­λε­τή και έδωσε εντολή να φτιά­ξουν οι στρατιώτες βω­μούς στο Δί­α, την Α­θη­νά και τον Η­ρα­κλή. Οι θε­οί που ε­πέ­λε­ξε ή­ταν ε­ξαι­ρε­τι­κά προ­σεγ­μέ­νοι και οι σύγ­χρο­νοι ιστο­ρι­κοί πρέ­πει να τους λά­βουν σο­βα­ρά υ­πό­ψη.

Ε­δώ στην Τροί­α τα ό­νει­ρα του νε­α­ρού Α­λέ­ξαν­δρου γί­νο­νταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ορ­γά­νω­σε «με α­πό­λυ­τη σο­βα­ρότη­τα θε­αμα­τι­κές θυ­σί­ες στη σκιά του Πριά­μου για να κα­τευ­νά­σει το δι­καιο­λο­γη­μέ­νο θυ­μό που θα έ­νιω­θε αυ­τός ο α­τυ­χής μο­νάρ­χης, για­τί ο Νε­ο­πτόλε­μος -πρό­γο­νος του Α­λε­ξάν­δρου- τον εί­χε σκο­τώ­σει.

Η α­να­βί­ω­ση, με τέ­τοια λα­μπρό­τη­τα, ε­νός θρυ­λι­κού πα­ρελ­θόντος, α­σφα­λώς εί­χε στρα­τη­γι­κούς λό­γους, δη­λα­δή να δια­γεί­ρει ως έ­να ση­μεί­ο τον πο­λε­μι­κό εν­θου­σια­σμό των στρα­τιω­τών, θυ­μί­ζο­ντας τους πως ή­ταν Έλ­λη­νες. Ταυ­τό­χρονα ό­μως θα ή­θε­λε να δεί­ξει ό­τι κά­τω α­πό την αρ­χη­γί­α ε­νός α­πο­γό­νου αυ­τών των Ελ­λή­νων, η ι­στο­ρί­α θα προ­μή­θευε σ’ έ­να μελ­λο­ντικό Ό­μη­ρο το υ­λι­κό ε­νός α­κό­μα πιο συ­γκλο­νι­στι­κού έ­πους.

Α­φού ε­πι­σκέ­φθη­κε και τί­μη­σε τον τά­φο του Αί­α­ντα, μί­λη­σε στους α­ξιω­μα­τού­χους της πε­ριο­χής για το σχέ­διο του να ξα­να­χτί­σει την Τροί­α και ν’ α­να­κου­φί­σει τους κα­τοί­κους α­πό τη φο­ρο­λο­γί­α.

Έ­νας α­πό τους κα­τοί­κους του Ι­λί­ου του πρό­σφε­ρε μια αρ­χαϊ­κή άρ­πα που ά­νη­κε άλ­λο­τε – ό­πως εί­πε στον Πά­ρη, τον γιο του Πριά­μου. Ο Α­λέ­ξαν­δρος δε δέ­χτη­κε το δώ­ρο λέ­γο­ντας πως θα’ ταν ευ­χά­ρι­στο να εί­χε την άρ­πα του Α­χιλ­λέ­α, του προ­γό­νου του, πα­ρά του Πά­ρη που ή­ταν άν­θρω­πος πο­λύ θη­λυ­πρε­πής και που η άρ­πα του δεν πα­ρου­σί­α­ζε κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον για έ­ναν στρα­τιώ­τη.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ