Ο Α­ρι­στοτέλης στη διάπλαση του χαρακτήρα του Αλεξάνδρου

1 Οκτωβρίου 2019

Ο Α­ρι­στο­τέ­λης έ­κα­νε ό,τι μπο­ρού­σε για να εν­θαρ­ρύ­νει την α­γά­πη του νέ­ου Α­λέ­ξαν­δρου για τον Ό­μη­ρο, για­τί η Ι­λιά­δα ή­ταν έ­να εί­δος Βί­βλου για τους Έλ­λη­νες. Ο Α­λέ­ξαν­δρος τη χα­ρα­κτή­ρι­ζε ως α­πα­ραί­τη­το εγ­χει­ρί­διο του στρα­τιώ­τη κι έ­παιρ­νε πα­ντού ό­που πή­γαι­νε έ­να α­ντίτυ­πο διορ­θω­μέ­νο και σχο­λια­σμέ­νο α­πό τον Α­ρι­στο­τέ­λη, βά­ζο­ντας το κά­τω α­πό το προ­σκέ­φα­λο του τη νύ­χτα μα­ζί με το σπα­θί του. Υ­πο­στη­ρί­ζε­ται πως ή­ξε­ρε απ’ έ­ξω το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της και το α­να­γκαί­ο συ­μπέ­ρα­σμα εί­ναι πως θα ταύ­τι­ζε α­σφα­λώς τον ε­αυ­τό του με το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο της Ι­λιά­δας, τον Α­χιλ­λέ­α, που η  ζω­ή του εί­χε έ­ντο­νη ο­μοιό­τη­τα με τη δι­κή του, πράγ­μα που ο παι­δα­γω­γός του Λυ­σί­μα­χος τον εί­χε κά­νει να πα­ρα­τη­ρή­σει.

Η οι­κο­γέ­νεια της μη­τέ­ρας του κα­τα­γό­ταν α­πό τον Α­χιλ­λέ­α και δεν α­πο­κλεί­ε­ται η Ο­λυ­μπιά­δα να ε­πω­φε­λή­θη­κε α­πό το γεγο­νός αυ­τό για να εν­θαρ­ρύ­νει το εν­δια­φέ­ρον του παι­διού της για τον Ο­μη­ρι­κό ή­ρω­α που το αί­μα του κυ­λού­σε στις δι­κές της φλέ­βες και ό­χι σ’ αυτές του Φι­λίπ­που. Η εκ­παι­δευ­τι­κή μέ­θο­δος του Α­ρι­στοτέ­λη έ­τει­νε στην α­νά­πτυ­ξη του προ­σω­πι­κού χα­ρα­κτή­ρα και στα δύ­ο χρό­νια που ε­πα­κο­λού­θη­σαν η προ­σω­πι­κό­τη­τα του πρί­γκι­πα ε­ξε­λί­χθη­κε γρή­γο­ρα, ό­πως θα έ­πρε­πε κα­νείς να το πε­ρι­μέ­νει α­πό έ­να δρα­στή­ριο νέ­ο.

Ο Α­λέ­ξαν­δρος έ­γι­νε πο­λύ κα­λός συ­νο­μι­λη­τής και συ­νή­θι­ζε να στέ­κε­ται όρ­θιος μιλώντας και συ­ζη­τώντας τό­ση ώ­ρα, ώ­στε όλος ο κό­σμος κου­ρα­ζό­ταν. Ή­ταν πά­ντα έ­τοι­μος να τρέ­ξει πίσω α­πό μια και­νού­ρια ι­δέ­α. Ή τον θέρ­μαι­νε μια κρυ­φή φλό­γα εν­θου­σια­σμού ή ξε­σπού­σε σε μια έ­κρη­ξη ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τας. Γε­νι­κά βέ­βαια, είχε τη φή­μη αν­θρώ­που με αυ­το­κυ­ριαρ­χί­α, την οποία εί­χε α­πο­κτή­σει α­πό νω­ρίς. Αλ­λά ό­ταν οι ι­κα­νό­τη­τες του α­να­πτύ­χθη­καν, χά­ρις στην εν­θάρ­ρυν­ση και την πα­ρό­τρυν­ση του συ­στή­ματος που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο με­γά­λος δά­σκα­λος για να κά­νει πει­θαρ­χη­μέ­νους χαρα­κτή­ρες, η πρό­ο­δος του ση­μειω­νό­ταν με ξε­σπά­σμα­τα και ε­κρή­ξεις α­νταρ­σί­ας που συ­χνά ό­πως λέ­ει ο Πλού­ταρ­χος:

«τις δη­μιουρ­γού­σε και ή­ταν α­πό­λυ­τα α­νί­κα­νος να υ­πο­φέ­ρει ο­ποιο­δή­πο­τε κα­τα­ναγκα­σμό».

Κά­πο­τε ο Α­ρι­στο­τέ­λης έ­κα­νε το σφάλ­μα να ρω­τή­σει με­ρι­κούς α­πό τους α­ρι­στο­κρα­τι­κούς μα­θη­τές του πώς θα με­τα­χει­ρί­ζονταν τον ί­διο, το γε­ρο­δά­σκα­λό τους, ό­ταν θα δια­δέ­χο­νταν τους γο­νείς τους. «Θα φρο­ντί­σω ό­λοι να σε σέ­βο­νται και να σε τι­μούν» εί­πε ένας, «θα εί­σαι ο κυ­ριό­τε­ρος σύμ­βου­λος μου» α­πά­ντη­σε ο άλ­λος. Ό­ταν το ε­ρώ­τη­μα τέ­θη­κε και στον Α­λέ­ξαν­δρο, ε­κεί­νος α­πά­ντη­σε με θυ­μό: «Με ποιο δι­καί­ω­μα μου κά­νεις τέ­τοιες ε­ρω­τή­σεις; Πώς μπο­ρώ να ξέ­ρω τι μας ε­πι­φυ­λάσ­σει το μέλ­λον; Δεν έ­χεις πα­ρά να πε­ρι­μέ­νεις και θα το δεις!!». Αυ­τή η α­πά­ντη­ση φαί­νε­ται πως ά­ρε­σε στον Α­ρι­στο­τέ­λη, «Κα­λά ει­πω­μέ­νο», φώ­να­ξε, «Μια μέ­ρα Α­λέ­ξαν­δρε θα γί­νεις πραγ­μα­τικά μεγάλος βα­σι­λιάς».

Ό­ταν ο Α­λέ­ξαν­δρος έ­φτα­σε στην ε­φη­βι­κή η­λι­κί­α κι άρ­χισε να βλέ­πει τρί­χες στο πη­γού­νι του έ­βα­ζε να τις ξυρίζουν και ό­ταν ή­ταν στα εικο­σιδύ­ο του, που θα έ­πρε­πε σύμ­φω­να με τους φυ­σι­κούς νόμους και κα­νό­νες της αν­δρι­κής μό­δας να έ­χει μια ω­ραί­α και μυ­τε­ρή γε­νειά­δα, αρ­κε­τά πυ­κνή, ε­κεί­νος ε­πέ­με­νε να δια­τη­ρεί χά­ρις στο ξυ­ρά­φι τη νε­α­νι­κή ό­ψη που οι άλ­λοι νέ­οι προ­σπα­θού­σαν να κρύ­ψουν με την πε­ρι­ποί­η­ση των τρι­χών.

Η εκ­κε­ντρι­κό­τη­τα της συ­μπε­ρι­φο­ράς του σ’ αυ­τόν τον το­μέ­α α­γνο­εί­ται συ­νή­θως α­πό τους ι­στο­ρι­κούς, για­τί τε­λι­κά έ­πει­σε τους φί­λους του να α­κο­λου­θή­σουν το πα­ρά­δειγ­μα του κι έ­κα­νε ακό­μα και τους στρα­τιώ­τες του να τον μι­μη­θούν, με το σο­βα­ρό πρό­σχη­μα πως η γε­νειά­δα έ­δι­νε μια λα­βή, απ’ ό­που ο ε­χθρός μπο­ρού­σε να αρ­πάξει τον α­ντί­πα­λο του σε μια μά­χη σώ­μα­ με σώ­μα. Ί­σως ό­μως θα έ­πρε­πε να σκε­φτού­με και τού­το το γε­γο­νός: Οι Αι­γύ­πτιοι ξυ­ρί­ζο­νταν πά­ντα. Τη φυ­σι­κή γε­νειά­δα τη θε­ω­ρού­σαν κά­τι βρώ­μικο, αλ­λά την τε­χνη­τή που την έ­δε­ναν στο πη­γού­νι, την εί­χαν για σύμ­βο­λο βα­σι­λι­κής και θε­ϊ­κής ι­διό­τη­τας. Ί­σως αυ­τό να σκέ­φτη­κε ο Α­λέξαν­δρος και να συλ­λο­γί­στη­κε πως θα ή­ταν προ­σβλη­τι­κή α­νωμα­λί­α να εμ­φα­νι­στεί έ­νας γιος του Άμ­μω­να α­ξύ­ρι­στος.

«Οι πα­λαί­μα­χοι του Φι­λίπ­που θα γε­λού­σαν βλέ­πο­ντας έ­ναν άν­θρω­πο της η­λι­κί­ας του χω­ρίς γέ­νεια. Ο Α­λέ­ξαν­δρος ό­μως κα­τόρ­θω­σε να κα­τα­κτή­σει τις καρ­διές τους με την πο­λε­μική του ι­κα­νό­τη­τα και τόλ­μη, κα­θώς πε­ρι­φρο­νού­σε τον θά­να­το.

Συγ­χρό­νως, γο­ή­τευε τους πιο καλ­λιερ­γη­μέ­νους νε­αρούς ευ­γε­νείς της α­κο­λου­θί­ας του με τα πνευ­μα­τι­κά, φι­λολο­γι­κά και καλ­λι­τε­χνι­κά του χα­ρί­σμα­τα. Αν και ή­ταν ε­λάχι­στα κο­σμι­κός, πο­λύ α­γνός, πο­λύ ε­γκρα­τής, πο­λύ αποστασιοποιημένος α­πέ­να­ντι στις τα­πει­νό­τητες της ζω­ής ή τις α­τι­μί­ες της, ή­ταν ωστόσο κα­λός απέναντι στους συ­ντρό­φους και συναγωνιστές του. Λέ­γο­ντας πως θα του ά­ρε­σε να εί­ναι Διο­γέ­νης, ί­σως δεν α­στειευό­ταν και πο­λύ» (Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος, ARTHUR WEIGALL Πέλ­λα, Με­τά­φρα­ση: Σταύ­ρου Καρ­που­ρί­δη, Α­ΘΗ­ΝΑ σελ. 177-178).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ