Διηγήσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας υπό το πρίσμα της Ορθοδόξου Χριστιανικής διδασκαλίας

25 Νοεμβρίου 2019

Όλοι γνωρίζουμε πως οι άνθρωποι φτάνουν σε αλληλοσπαραγμό και τα κράτη σε πολέμους για τα χρήματα, την δόξα και την εξουσία. Τι από αυτά επιθύμησαν οι Θεοφόροι Μάρτυρες για να θανατωθούν από τους συνανθρώπους τους; Τίποτα από αυτά δεν θέλησαν, και αν τα είχαν τα παράτησαν για να κηρύξουν και να ομολογήσουν τον Χριστό. Ποιον πείραξαν ή τι άλλο κακό έπραξαν για να μισηθούν με τον χειρότερο τρόπο; Οπωσδήποτε τίποτα άτοπο και κακό δεν διενήργησαν, αλλά αντιθέτως κάθε καλό και ευεργεσία. Αντ’ αυτού τι εισέπραξαν; Ύβρεις, εξορίες, κακουχίες και εν τέλει μαρτυρικό θάνατο. Και με ποιον τρόπο επερχόταν ο θάνατος αυτός; Ιδού: με λιθοβολισμούς, σταυρώσεις, μαστιγώσεις, μάχαιρες, ξίφη, βέλη, σπαθιά, πριόνια, τροχούς, πυρακτωμένα σίδερα, φωτιά, αποκοπή μελών του σώματος, χτίσιμο, λογχισμούς, απαγχονισμούς, πνιγμούς, σιδερένια νυχιά, ως βορά στα άγρια θηρία και με μυρίους ακόμα τρόπους. Ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τους Κορινθίους πως «ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α’ Κορ. Δ’, 13). Έτσι λογάριασε ο κόσμος τους ευεργέτες του, θεωρώντας ως μιάσματα του ανθρωπίνου γένους τους (κατά χάριν) υιούς του Θεού.

Όμως, γιατί συνέβη αυτό, και άνθρωποι οι οποίοι δεν έβλαψαν κανέναν είχαν τέτοια αντιμετώπιση; Η απάντηση βρίσκεται στο 12ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου, όπου εκεί περιγράφεται η κατατρόπωση του πονηρού από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τους Αγγέλους του Θεού, αλλά και η προσπάθειά του να σκοτώσει τον Χριστό και να βλάψει την Εκκλησία. Βλέποντας όμως τα έργα του να αποτυγχάνουν «ωργίσθη ο δράκων επί τη γυναικί, και απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά των λοιπών του σπέρματος αυτής, των τηρούντων τας εντολάς του Θεού και εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού» (Αποκ. ΙΒ’, 17). Όμως και ο Κύριος όταν προετοίμαζε τους μαθητές Του για το Πάθος Του, τους έλεγε «ει ο κόσμος υμάς μισεί, γινώσκετε ότι εμέ πρώτον υμών μεμίσηκεν. ει εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει. ότι δε εκ του κόσμου ουκ εστέ, αλλ᾿ εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, διά τούτο μισεί υμάς ο κόσμος. μνημονεύετε του λόγου ου εγώ είπον υμίν· ουκ έστι δούλος μείζων του κυρίου αυτού. ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν· ει τον λόγον μου ετήρησαν, και τον υμέτερον τηρήσουσιν. αλλά ταύτα πάντα ποιήσουσιν υμίν διά το όνομά μου, ότι ουκ οίδασι τον πέμψαντά με» (Ιω. ΙΕ’, 17-21).

Αυτοί λοιπόν είναι οι λόγοι που ο κόσμος μίσησε τους Αγίους Μάρτυρες, πρώτον ότι ο Θεός τους εξέλεξε για να τους κάνει δικούς Του κι εκείνοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά Του, Τον γνώρισαν, Τον αγάπησαν και Τον ακολούθησαν, σε αντίθεση με τον κόσμο που δεν Τον γνώρισε και δεν Τον θέλησε. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι Άγιοι να αποκοπούν πνευματικά από το φρόνημα του κόσμου και έτσι ο κόσμος να τους μισήσει ως κάτι ξένο. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή του, όταν αναφέρεται στα μαρτύρια των πιστών της Παλαιάς Διαθήκης γράφει για εκείνους ότι «ουκ ην άξιος ο κόσμος» (Εβρ. ΙΑ’, 38), διότι αυτοί ήταν μείζονες του κόσμου, κι έτσι εκείνος δεν μπορούσε να τους εννοήσει και να τους βαστάξει. Ο δεύτερος λόγος είναι το μίσος του διαβόλου, ο οποίος δεν μπόρεσε να αποτρέψει το έργο του Χριστού ούτε να βλάψει την Εκκλησία Του, κι έτσι άρχισε να πολεμάει τους πιστούς Του. Αυτό δίνει μία λογική απάντηση, στο γιατί υπάρχει τόσο μεγάλο μίσος από ορισμένους ανθρώπους έναντι των Χριστιανών, από την στιγμή που αυτοί όχι μόνο δεν αποπειράθηκαν να τους βλάψουν, αλλά θέλησαν να τους ωφελήσουν ουσιαστικά, ομολογώντας και διδάσκοντας τον Αληθινό Θεό. Ακόμα, κι αν κάποια άτομα, για οποιονδήποτε λόγο, δεν ήθελαν να ακούσουν ούτε να πιστέψουν στον Θεό, αυτό δεν θα μπορούσε να σταθεί ως αιτία να προβούν σε όλες αυτές τις αισχρές ραδιουργίες έναντι των Μαρτύρων.

Όμως, ο καταραμένος διάβολος που ευθύνεται για κάθε κακό, υποκινεί όλα αυτά εναντίον των ανθρώπων του Θεού, σπέρνοντας το μίσος στις καρδιές των υπολοίπων ανθρώπων. Επί της ουσίας όμως, τίποτα δεν επιτυγχάνει, αφού όλοι όσοι μαρτυρούν για τον Ιησού Χριστό τον Εσταυρωμένο, σταυρώνονται και ανασταίνονται όπως Εκείνος, και τελικά μετέχουν της Δόξης Του. Ο Λόγος του Θεού λέει στον Άγγελο της Εκκλησίας της Σμύρνης «γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. Β’, 10). Γι’ αυτό οι Θεοφόροι Μάρτυρες αποτελούν την δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας, γιατί εκείνοι που φαίνονταν χαμένοι για τον κόσμο, στην πραγματικότητα νίκησαν «και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων» (Αποκ. ΚΒ’, 5) μαζί με τον Κύριο και Θεό τους. Σε αντίθεση με τον διάβολο, για τον οποίο μέλλει να συμβεί αυτό που γράφει η Αποκάλυψη: «εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και του θείου, όπου και το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης, και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων» (Αποκ. Κ’, 20).

Αυτές ήταν λοιπόν οι δύο διηγήσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, των οποίων επιχειρήθηκε η ανάλυση στο παρόν κείμενο, υπό το πρίσμα της Ορθοδόξου Χριστιανικής διδασκαλίας, με σκοπό τον παραλληλισμό τους με τον χριστιανικό βίο και πνευματικό αγώνα. Κλείνοντας, μία παρατήρηση που χρίζει ιδιαίτερης προσοχής είναι το γεγονός πως και στις δύο αφηγήσεις ενυπάρχει το μαρτυρικό φρόνημα. Το μαρτύριο έχει διττό χαρακτήρα, το ένα είναι του αίματος, όπως εκείνο των Αγίων Μαρτύρων, και το έτερο της συνειδήσεως, το οποίο περνούν οι ασκητές Άγιοι, που στις περιπτώσεις που δεν έχει αίμα, έχει πόνο, δάκρυα και ιδρώτα. Μαρτύριο της συνειδήσεως είναι η απάρνηση του εμπαθούς εαυτού μας, η υπομονή των πειρασμών, η άσκηση, ο πνευματικός αγώνας. Ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει αυτούς τους ανθρώπους «Μάρτυρες τη βουλήσει άνευ μαστιγών καί διωγμών».5 Και στις δύο διηγήσεις μπορούμε να πούμε πως διαφαίνεται το μαρτύριο της συνειδήσεως, ενώ εκείνο του αίματος μόνο στην αλληγορία του σπηλαίου, με την θανάτωση των απελευθερωμένων δεσμωτών από τους συνανθρώπους τους. Από τα παραπάνω, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, πως το μαρτυρικό φρόνημα είναι αυτό που χαρακτηρίζει τους αληθινούς Χριστιανούς και αποτελεί το φρόνημα της Εκκλησίας, διότι η πορεία του Χριστιανού είναι ίδια με του Κυρίου του, δηλαδή Σταύρωση και Ανάσταση. Όμως, για να αναλάβει κανείς τον Σταυρό του και να κάνει πράξη τον Λόγο του Χριστού, «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Μαρκ. Η’, 34), θα πρέπει να έχει την Χάρη του Θεού και το φρόνημα των Αγίων Θεοφόρων Μαρτύρων.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ