Ο Όσιος Γέρων Κορνήλιος της Χίου

15 Νοεμβρίου 2019

Στην εποχή μας που το πνεύμα υποτάσσεται στη σάρκα, που η αγάπη καταψύχθηκε, που η αγνότητα παραθεωρήθηκε, που η αμαρτία υπερεπερίσσευσε, στην εποχή όπου κατά τον προφητάνακτα «πάντες εξέκλιναν άμα πάντες ηχρειώθησαν» (Ψαλμ. 13, 3), ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε. Ανέκαθεν είχε, έχει και θα έχει τους ανθρώπους του, ανθρώπους της προσευχής, της καθαρότητος, του αγωνιστικού φρονήματος, της ιεραποστολής, του παραδειγματισμού των άλλων για ολοκλήρωση της αρετής και θέωση.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι εκεί που η κοπριά αναδίδει αφόρητη δυσοσμία φυτρώνουν τα ωραιότερα και ευωδέστερα κρίνα. Εκεί που πλεονάζει η αμαρτία περισσεύει η χάρη. Βλέπετε, άλλα προγραμματίζει ο άνθρωπος, άλλα θέλει ο Θεός. Ο άνθρωπος επεξεργάζεται τη φθορά και το θάνατο. Ο Θεός θέλει «πάντας σωθήναι» (Β΄ Τιμοθ. γ΄ 7), θέλει όλους να τους καταστήσει ουρανοπολίτες, κληρονόμους της Βασιλείας Του.

Και σήμερα, στη γενιά μας την πονηρή, τη διεστραμένη και διεφθαρμένη, στις ημέρες της αποστασίας, της διαφθοράς, του παραλογισμού και της παρουσιάσεως του καλού ως κακού, του φυσιολογικού ως αφύσικου και της αμαρτίας ως αρετής, έχει ο Θεός τους εκλεκτούς του, για χάρη των οποίων μας σώζει όλους. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο όσιος Γέροντας Κορνήλιος, ο ασκητής, ο πνευματικός πατέρας, ο κτίτορας του Μοναστηριού της Αγίας Σκέπης στο Χαλκειό, ο ταπεινός, αφιλάργυρος, πνευματοφόρος, νηστευτής, διδάσκαλος, ο άνθρωπος με τη θερμουργό αγάπη, την πραότητα, την ουράνια πνευματική ακτινοβολία.

Ο όσιος Γέροντας Κορνήλιος υπήρξε άνθρωπος των ημερών μας, σύγχρονός μας, «ομοιοπαθής ημίν» (Ιάκ. ε΄ 17), που έζησε και γνωρίζει τους πόνους, τις αγωνίες, τα προβλήματα και τους πειρασμούς της εποχής μας. Έλαμψε σαν φωτεινό αστέρι στο μυροβόλο νησί της Χίου και κατάφερε να φωτίσει με τις ακτίνες της θεάρεστης βιοτής του όλο το χριστιανικό κόσμο. Γεννήθηκε στα 1885 στο καμποχώρι του Χαλκειού από ευσεβείς γονείς, το Δημήτρη και την Ευανθία, που του έδωσαν στο άγιο βάπτισμα το όνομα Κωνσταντίνος.

Οι συνθήκες της εποχής εκείνης της φτώχειας και της δυστυχίας του λαού, που παρουσιάζει πολλά κοινά με την εποχή μας, της ηθικής και οικονομικής σήψεως και κρίσεως, τον ανάγκασαν να μεταναστεύσει σε νεαρή ηλικία στην Αμερική. Σ’ αυτήν, όμως, δεν ένοιωσε ποτέ μόνος, ένοιωσε το άγρυπνο βλέμμα του Χριστού μας να τον προστατεύει, αφού όπου κι αν πάει ο άνθρωπος δεν είναι μόνος και μπορεί να ομολογεί μαζί με τον Δαβίδ: «Εάν αναβώ εις τον ουρανόν συ υπάρχεις εκεί· εάν καταβώ εις τον άδην πάρει, εάν κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης και γαρ εκεί η χείρ σου οδηγήσει με και καθέξει με η δεξιά σου» (Ψαλμ. 138, 8 – 10). Και όχι μόνο το άγρυπνο βλέμμα του Χριστού μας, αλλά οφθαλμοφανώς είδε και την Παναγία μας, η οποία τον σταμάτησε μπροστά από ένα απότομο γκρεμό και τον σκέπασε με την Αγία της Σκέπη, για να τον γλυτώσει από φρικτό θάνατο. Τότε ήταν που ο νεαρός απόδημος υποσχέθηκε στην Παναγία μας να κτίσει Εκκλησιά στο όνομά της.

Η νοσταλγία της πατρίδος και η φλόγα της καρδιάς του νεαρού Χιώτη για ασκητικά αγωνίσματα τον έφερε πίσω στην πατρίδα, στο νησί της Χίου. Το όρος της Πενθόδου και το ασκητικώτατο Μοναστήρι του Αγίου Μάρκου τον δέχθηκε στην αγκαλιά του. Ο όσιος Γέροντας Γαβριήλ τον παρέλαβε με χαρά και τον κατέταξε στο αγγελικό τάγμα των μοναχών. Μια κοντινή σπηλιά στο πίσω μέρος του βουνού ανέπαυε το νεαρό ησυχαστή, τον ομόζηλο της ασκητικής αγωγής του κτίτορα του μοναστηριού οσίου Παρθενίου, που προσευχόταν στο σπήλαιό του στην μεριά του Μοναστηριού που βλέπει προς την πόλη της Χίου και την πολύπαθη Ερυθραία μας, και του Γέροντά του, του οσίου Γαβριήλ, που για ησυχασμό έκτισε το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Στη σπηλιά ο φλογερός μοναχός επιδιδόταν στη νοερή, την καρδιακή προσευχή και στις θείες αναβάσεις του ένοιωθε την πανταχού παρουσία του Χριστού μας, να του ομορφαίνει το σκληρό ασκητικό του αγώνα, να του σφογγίζει τους ιδρώτες και τα δάκρυα, να του απαλύνει τη σκληρότητα των παλαισμάτων του κατά του αρχαίου πτερνιστή, του μισόκαλου δαίμονα και να τον ενισχύει στην ελάφρυνση του πόνου των εμπερίστατων του νησιού Χριστιανών. Η γλυκύτητα της συναντήσεώς του με το Δεσπότη Χριστό του χάριζε πρωτόγνωρη ευδαιμονία.

Μια ημέρα που βρισκόταν σε μεγάλη κατάνυξη παρουσιάσθηκε στον ασκητή μας η Παναγία μας και τον παρότρυνε να κτίσει Μοναστήρι στη θέση Λαζαρέτο του Χαλκειού. Ο όσιος Γέροντας Γαβριήλ έδωσε πρόθυμα την ευχή του στον υποτακτικό του και ο χαριτωμένος μοναχός ξεκίνησε το πολύμοχθο έργο της ανεγέρσεως του Μοναστηριού.

Η φήμη της αγιότητος του ισάγγελου μοναχού διαδόθηκε όχι μόνο στην Χίο, αλλά και στα γύρω νησιά. Μάλιστα ο Μητροπολίτης Πλωμαρίου Κωνσταντίνος Κοιδάκης λαμβάνοντας υπ’ όψη την καθαρότητα της ζωής του τον χειροτόνησε Ιερέα και τον παρακάλεσε να υπηρετήσει το λαό του Θεού στο χωριό Κουρνέλα της επισκοπικής του επαρχίας. Αργότερα ο θαυμαστός του Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος στην άοκνη εργασία του αγαθού λευΐτη Κορνήλιου τον ώθησε στην ηγουμενία της παλαίφατης ιστορικής Νέας Μονής, την οποίαν αυτός με επιμέλεια, ένθεο ζήλο και πολλή ευλάβεια ανακαίνισε. Το πέρασμα του χρόνου έδειχνε και την πνευματική πρόοδο του Γέροντα Κορνήλιου και η απλότητα των τρόπων του, η διάκριση, το ακατάκριτο του χαρακτήρος του, η σύντονη νυχθήμερη άσκηση και η αδιάλειπτη προσευχή την εγκατοίκηση σ’ αυτόν του Παναγίου και Ζωαρχικού Πνεύματος. Έτσι, προικίσθηκε ο Γέροντας πλουσιοπάροχα με διορατικό και προορατικό χάρισμα. Οι Λειτουργίες του βαστούσαν ώρες πολλές, λόγω της κατανύξεως που ο ίδιος αισθανόταν θυσιάζοντας τον Αμνό του Θεού, «τον μελιζόμενον και μη διαιρούμενον, τον εσθιόμενον και μηδέποτε δαπανώμενον», αλλά και του πλήθους των ονομάτων «ζώντων και τεθνεώτων», τα οποία μνημόνευε ως άλλος παπα – Νικόλας Πλανάς, χωρίς να φείδεται κόπου και χρόνου. Μία γριούλα που συνάντησα εγώ προσωπικά στο Χαλκειό μου ομολόγησε ότι ποτέ δεν πήρε αντίδωρο από τα χέρια του Γέροντα Κορνήλιου, γιατί εκείνος τελείωνε τις Λειτουργίες τις απογευματινές ώρες και η ίδια αναγκαζόταν να φύγει από την Εκκλησία, για να διεκπεραιώσει τις δουλειές του σπιτιού της. Η κατάνυξη όμως που αισθανόταν στην Εκκλησία, κατά τις Λειτουργίες του Γέροντα ήταν μοναδική. Ο Γέροντας Κορνήλιος ήταν χαριτωμένος. Ήταν ασκητικός, ήταν ιεροπρεπής, αλλά ήταν και φιλάνθρωπος. Μεριμνούσε για όλους τους φτωχούς, τους πεινασμένους, τα ορφανά, τους εμπερίστατους. Για όλους ήταν πραγματικός πατέρας και γι’ αυτόν ισχύουν τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνης αυτού μένει εις τον αιώνα» (Β΄ Κορίνθ. θ΄ 9).

Όπως, όμως για κάθε άνθρωπο, ήλθε και για το Γέροντα Κορνήλιο η ώρα της αναλύσεώς του, η ώρα που θα συναντούσε το Δεσπότη Χριστό. Στις 12 Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1975 κοιμήθηκε τον ύπνο των δικαίων και η μακαρία του ψυχή ανήλθε στα σκηνώματα του ουρανού συνοδευόμενη από την Παναγία μας, την οποία έβλεπε τις τελευταίες στιγμές του στη γη να στέκεται δίπλα του, έτοιμη να συνοδεύσει την αγνή ψυχή του στο θρόνο του Γιού της, του Ψυχοσώστη Ιησού. Το τίμιο σκήνωμά του τάφηκε σε σημείο που ο ίδιος είχε υποδείξει κοντά στα ευθυτενή κυπαρίσσια του Μοναστηριού της Αγίας Σκέπης. Από εκεί ανακομίσθηκαν γεμάτα θεική ευωδία και κατατέθηκαν στο ιερό βήμα του Ναού του Μοναστηριού του πίσω από την Αγία Τράπεζα και μπροστά στα πόδια του Εσταυρωμένου Ιησού. Η αγία του κάρα με τα ματωμένα ποταμάκια και την άρρητη ευωδία δείχνει την ευαρέσκεια του Χριστού μας στους σύγχρονους αγώνες του μεγάλου της Χίου ασκητού, του Γέροντα Κορνήλιου, που έλεγε ότι, «μέσα μας ρέει αίμα Χριστού και οφείλουμε να έχουμε αγάπη μεταξύ μας, αφού είμαστε αδέλφια και κληρονόμοι της Βασιλείας Του». Η όλη θήκη των ιερών του λειψάνων έχει αναδειχθεί πηγή θαυμασίων και κρήνη ιάσεων, θεραπεύουσα τις ασθένειες όλων των ευλαβών του Οσίου προσκυνητών.