«Τί έστιν αλήθεια;»

22 Νοεμβρίου 2019

Αργώ του Γ. Θεοτοκά (δεύτερο μέρος): Παρόντες τόσο ο Πόντιος Πιλάτος όσο και ο ενδοξότερος των δαιμόνων!

[Πόντιος Πιλάτος]
Ο χριστιανισμός είναι παρών και στο δεύτερο μέρος της Αργώς. Σε μια συζήτηση εκ βαθέων που γίνεται στο Παρίσι μεταξύ δύο Ελλήνων, ενός μποέμ συγγραφέα, του Νικηφόρου Νοταρά, και ενός πρώην καλογεροπαιδιού και νυν αριστερού ακτιβιστή, του Δαμιανού Φραντζή, για την Ελλάδα, την ιστορία και το μέλλον της ανθρωπότητας, γίνεται αναφορά σε μια βιβλική περικοπή, η οποία στην αφήγηση ανακαλείται αυτούσια. Πρόκειται για το ερώτημα που θέτει ο Πόντιος Πιλάτος, ο έπαρχος της Ιουδαίας, στον Ιησού, «Τί έστιν αλήθεια;»[1], και η σιωπή του Ναζωραίου.

Το θέμα το θέτει ο Νικηφόρος, στο πλαίσιο μιας γενικότερης συζήτησής τους που σχετίζεται με την επανάσταση, την αντεπανάσταση, τη μοίρα, τη μεγάλη Πράξη, όταν θυμίζει στο συνομιλητή του το γνωστό ευαγγελικό χωρίο του Ιωάννη[2] και σχολιάζει ο ίδιος, μάλλον, επικριτικά τη σιωπή του Ιησού στο καθοριστικό ερώτημα που του έθεσε ο Επίτροπος της Ιουδαίας. Ο Δαμιανός, όμως, του απαντά:

Ο Ιησούς αποκρίθηκε! Μα όχι με τα λόγια. […] Η αλήθεια είναι Πράξη![3]

Ο κομμουνιστής με την ευρεία χριστιανική παιδεία δίνει την απάντησή του και τη συνδέει με την πράξη, γιατί τη θεωρεί υπέρτερη των λόγων και, συνεπώς, δεν τίθεται για τον Ιησού θέμα λεκτικής απάντησης σε κάτι ήδη απαντημένο.

Στην συνέχεια ο Νικηφόρος εγκωμιάζει τον Ρωμαίο Επίτροπο, με τον οποίο θα μπορούσε να ήταν και φίλος, ενώ το ρήμα «πιλατεύω», που του έρχεται συνειρμικά στο νου, και σημασιολογικά σημαίνει «βασανίζω, ταλαιπωρώ», τον κάνει να είναι επιφυλακτικός απέναντι στη χριστιανική θρησκευτική παράδοση λόγω της αυστηρότητας και, ενδεχομένως, της αδικίας της[4].

[ο ενδοξότερος δαίμονας]
Λίγο μετά ο Δαμιανός Φραντζής συνειδητοποιεί ότι αντιμετωπίζει τον πιο ένδοξο και καταχθόνιο δαίμονα, αυτόν της Ομορφιάς (Εωσφόρο;). Είναι αυτός που τον οδηγεί τελικά στο τολμηρό, αλλά ανεπιτυχές, εγχείρημά του, στην απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι, κάνοντας τον ίδιο, έναν καθημερινό άνθρωπο, να αισθανθεί, έστω και για λίγο, θεός[5].

Είναι εμφανής θεολογικά, σύμφωνα με τον Θεοτοκά, η ομοιότητα της τεχνικής πειθούς που επιλέγεται για να πειστεί ο Δαμιανός από τον ενδοξότερο των δαιμόνων με αυτήν της Εύας στον κήπο της Εδέμ από τον Εωσφόρο, αξιοποιείται, δηλαδή, το ίδιο δέλεαρ, ο άνθρωπος – θεός[6].

Πρόκειται για ένα διαχρονικό σόφισμα στο οποίο συγχέεται σκοπίμως το κτιστό με το Άκτιστο και έτσι ο άνθρωπος, ζώον θεούμενον[7], δεν ανταποκρίνεται θετικά στην ισόβια πρόσκληση-πρόκληση που του απευθύνεται, να γίνει «κατά Χάριν θεός», επιλέγοντας το αδιέξοδο της έπαρσης και της αλαζονείας.

Βέβαια, η πρόσκληση αυτή που μας γίνεται είναι προσωπική και δεν έχει συγκεκριμένη ημερομηνία, είναι «διαρκείας», αρκεί να τη δεχτούμε και να επιδιώξουμε αόκνως την επιθυμητή συνάντηση…

 

[1] Ιωάννης, 18, 38.
[2] Ιωάννης, 18, 37-38: «είπεν ουν αυτώ ο Πιλάτος· ουκούν βασιλεὺς ει συ; απεκρίθη Ιησούς· συ λέγεις ότι βασιλεύς ειμί εγώ. εγὼ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθείᾳ. πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής. λέγει αυτω ο Πιλάτος· τί ἐστιν αλήθεια; Και τούτο ειπών πάλιν εξήλθε προς τους Ιουδαίους και λέγει αυτοίς · εγὼ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ».
[3] Γ. Θεοτοκάς, Αργώ β΄ μέρος, ό.π., σ. 127-128.
[4] Γ. Θεοτοκάς, «Παρίσι», Αργώ, τόμος β΄, ό.π., σ. 127-129: «[Νικηφόρος] Θυμάσαι το ευαγγέλιο του Ιωάννη: ¨Λέγει αυτώ ο Πιλάτος: τι εστίν αλήθεια;¨. Κι΄ ο Ιησούς ο Ναζωραίος, αλίμονο! δεν αποκρίθηκε. […] Μπα! Ο Πόντιος Πιλάτος είχε δίκιο κι΄ ας πάνε να λένε οι φανατικοί. Ο Sir Πόντιος … Θα είταν ασφαλώς ένας gentleman πολύ αξιοπρεπής, κομψός, εξαίσια πολιτισμένος και καλοζωισμένος, που καταλάβαινε τις τέχνες και τα γράμματα και ήξερε να φερθεί στις γυναίκες. […] Ένας κύριος με όλη τη σημασία της λέξης. Όταν φρένιασαν οι Βάρβαροι ένιψε τα χέρια του. Κ΄ εγώ νίφτω τα χέρια μου κι΄ ας κάνουνε καλά. Ο Sir Πόντιος μπορούσε να είταν προσωπικός μου φίλος… […] Ο λαός, ο απέραντος. βαρύς λαός, κάτι θυμότανε, θολά και συγκεχυμένα, και δε συγχωρούσε. Οι λογισμοί αυτοί ψύχραιναν για μια στιγμή τον Νικηφόρο. Η αυστηρότητα κ΄ ίσως η αδικία της παράδοσης τον τρόμαξαν».
[5] Γ. Θεοτοκάς, «Παρίσι», Αργώ τόμος β΄, ό.π., σ. 136-137: «[Ο Δαμιανός Φραντζής]Το ξέρει αυτήν τη φορά παλεύει με μια δύναμη ανώτερή του, με μια δύναμη διαβολική, που τσάκισε μεγαλύτερες θελήσεις από τη δική του, που κόλασε αγίους και γκρέμισε βωμούς. Ένας δαίμονας παίζει με τα πάθη του […] ο δαίμονας που έλαβε την αγνότερη, την αθωότερη μορφή της σειρήνας για να ξεγελάσει τον ανήμπορο θνητό. […] Ένας μικρός, ταπεινός άνθρωπος θα ολοκληρώσει την αλήθεια μες στην πλέρια συνουσία της ψυχής του και της Πράξης, της ψυχής του και της Δημιουργίας. Ένας άνθρωπος, για μια στιγμή, θα γίνει θεός…».
[6] Γένεσις, 1-5: «Ο δὲ όφις ην φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των ἐπὶ της γης, ων εποίησε Κύριος ο Θεός. και είπεν ὁ ὄφις τῃ γυναικί· τί ότι είπεν ὁ Θεός, ου μὴ φάγητε από παντὸς ξύλου του παραδείσου; και είπεν η γυνὴ τῳ όφει· από καρπού του ξύλου του παραδείσου φαγούμεθα, ἀπὸ δὲ του καρπού του ξύλου, ο έστιν εν μέσῳ του παραδείσου, είπεν ὁ Θεός, ου φάγεσθε απ᾿ αυτού, ου δε μη άψησθε αυτού, ίνα μη αποθάνητε. και είπεν ο όφις τῃ γυναικί· ου θανάτῳ αποθανεῖσθε· ῄδει γὰρ ο Θεός, ότι ῄ αν ημέρᾳ φάγητε απ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοὶ και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν».
[7] Γρηγόριος ο θεολόγος, «Λόγος εις τα Θεοφάνεια», MPG, 36, 324,13.