«Ξέρω να χτίζω σαν το χελιδόνι»

18 Νοεμβρίου 2019

Από μικρό παιδί ήθελα να γίνω ένας καλός ζωγράφος, σαν αυτούς που θαύμαζα είτε σε αναπαραγωγές είτε στο πρωτότυπο. Νόμιζα πως αυτό ήταν μάλλον ακατόρθωτο. Εντούτοις, παρά τη γνώση των αδυναμιών μου, έκανα αυστηρή κριτική στους πολύ μεγάλους, χωρίζοντας τους σε ζωγράφους φυσικούς και μη φυσικούς. Το 1920 είδαμε μιαν αναπαραγωγή του Turner. Για μένα αυτό ήταν μια φυσική ζωγραφική που νόμιζα ότι μπορώ να κάνω πολύ εύκολα. Την ίδια χρονιά, πηγαίνοντας με την οικογένεια μου στο Δαφνί για να λειτουργήσουμε την εκκλησία, δέχτηκα κυριολεκτικά μια πληγή βλέποντας τα ψηφιδωτά.Κατάλαβα πως υπήρχε και ένας άλλος κόσμος της ζωγραφικής. Μια ζωγραφικήπαραπάνω από τη φυσική, όσο και αν σχετιζόταν με αυτό που ονόμαζα φυσική ζωγραφική, ήταν εντούτοις διαφορετική. Αυτή η εμπειρία με βασάνισε σε όλη μου τη ζωή. Έκανα ένα αντίγραφο με νερομπογιά, σε μικρές διαστάσεις, που έμεινε ημιτελές και τ’  αποτέλειωσα το 1931, όταν ήμουν μαθητής του Κόντογλου. Πολύ πριν από εκείνη την εποχή είχα καταλάβει πως δεν υπήρχαν μόνο δυο ζωγραφικές, αλλά και δύο κόσμοι. Υπήρχαν δύο μουσικές, δύο τρόποι να ντύνονται οι άνθρωποι, δύο τρόποι να χορεύουν και να τραγουδούν, δύο τρόποι να αφαιρούνται. Επίσης, η Δύση και η Ανατολή. Η αστική τάξη είχε φέρει αυτό που ονομάζουμε «Ευρωπαϊκό πολιτισμό» και ο φτωχός κόσμος, ο λαός, διατηρούσε, όσο μπορούσε, τις παλιές συνήθειες. Πόσο ωραία πράγματα με περιτριγύριζαν, φερμένα από τη Γαλλία, από τη μυθώδη πόλη που λεγόταν Παρίσι! Αλλά και πόσα μυστηριώδη πράγματα αγγίζανε αυτόν τον λαό, που είχε κρατήσει τα παλιά! Κάθε τόσο συγκλονιζόμουναπό την ομορφιά του λαού. Οι άνθρωποι του λαού είχαν μια αριστοκρατικότητα που δεν μπορούσες να τις συναντήσεις στο χυδαίο αστικό κόσμο, αλλά ούτε σε αυτούς που απ’ εμιμούντο ευρωπαϊκούς καλούς τρόπους για να ξεχωρίσουν και από τους άστους και από τον λαό.

Η πληγή που μου έδωσε το Δαφνί ανανεώθηκε όταν γνώρισα τα έργα του Κόντογλου· συγκεκριμένα την εικονογράφηση των παραμυθιών του Μεγαλέξανδρου και τα ταξίδια του. Αυτός ο άλλος κόσμος παρουσιαζόταν δριμύτερος. Ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητας μου το κατανάλωσα για να γνωρίσω αυτούς τους δύο κόσμους, για να μην αδικήσω κανέναν και για να μην κάνω ανεπανόρθωτα λάθη. Το παιδικό μου όνειρο να γίνω ένας καλός ζωγράφος αναγκαστικά μετετράπη σε ένα ιδανικό διαφορετικό, που συνίστατο στο να μάθω πού βρίσκομαι και πού πατώ. Έπρεπε να γκρεμίσω τους επαρχιώτικους ενθουσιασμούςτων επιπόλαιών που θαύμαζαν τη Δύση και να γνωρίσω το αληθινό πρόσωπο της Δύσεως και την αληθινή ιστορία των σχέσεων μας με αυτήν. Από την άλλη μεριά, έπρεπε να φυλάγομαι από τον επαρχιώτικο βαλκανικό φανατισμό, το διψασμένο για συνθήματα εύκολα, εύκολες παρηγοριές για τη συνέχιση του και το αίσθημα κατωτερότητας που τον καταπλακώνει. Ήθελα, όσο το δυνατόν, να προετοιμάσω ένα έδαφος κάπως γερό, όπου οι ενθουσιασμοί μου να μην μαραίνονται πριν βλαστήσουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν «έκανα έργο», όπως όλοι. Δοκιμές και πειράματα μόνο. Αυτά κρατήσανε από το 1931 που έγινα μαθητής του Κόντογλου ως περίπου το 1968, χρονολογία κατά την οποία αρχίζει μια δεκαετία διαφορετικών αναζητήσεων που δεν ξέρω αν θα συνεχιστούν. Η επιστροφή μου στον κλασικισμό – μ΄ αρέσουν οι ετικέτες γιατί απλοποιούντα ζητήματα – συνδυάζει έναν παλιό μου πόθο, παιδικό σχεδόν, με τη συνήθεια του πολεμιστή και του αντιπολιτευόμενου. Πολλά οφείλω στον Κώστα Παρθένη, που οι αυστηροί – σαν σουηδική γυμναστική – διδασκαλία του μου επέτρεψε να πλησιάσω με άνεση τη λεγόμενη κλασική τέχνη. Τι περίεργο! Οι περισσότεροι συμμαθητές μου και καμιά φορά και ο ίδιος ο Παρθένης, νόμιζαν πως διδάσκεται κάτι το πολύ επαναστατικό. Αντίθετα, για μένα, η διδασκαλία του Παρθένη με βοήθησε να καταλάβω την τέχνη της αναγεννήσεως. Από το 1968 μπορώ να πω ότι συστηματοποίησε αυτό που είχε αρχίσει δειλά το 1940, μετά δύο ημιτελή γυμνά μου.

Δεν είναι αλήθεια ότι ήθελα να κάνω Ελληνική ζωγραφική. Απλούστατα, ήθελα να παίρνω σοβαρά τα αισθήματά μου και τις επιθυμίες μου, όποιες και αν ήταν αυτές. Η συνάντηση μου με τον Mattisse έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωγραφική μου. Για μια στιγμή νόμισα πως αυτοί οι δύο κόσμοι θα μπορούσαν να ενωθούν. Υπάρχει όμως και μια άλλη συνάντηση: Η συνάντηση με την «Μέδουσα του Πειραιώς» στο αρχαιολογικό μουσείο. Αυτή η Μέδουσα με το γιγάντιο κεφάλι, ταπεινό έργο ενός μάστορα, υπήρξε για μένα μια Διοτίμα που έβαλε στη θέση τους πολλά πράγματα. Αυτό το ακαδημαϊκό έργο στάθηκε κριτής ανάμεσα στους δύο κόσμους. Και μου έδωσε να καταλάβω πως η τέχνη που μας ορίζει ακόμα είναι η αρχαία ελληνική ή, για να ΄μαστε ακριβέστεροι, η Ελληνιστική. Η ανατολίτικη τέχνη, κατά μέγα μέρος, όπως άλλωστε και οι Δυτική, είναι προσαρμογές και ερμηνείες σ’ αυτή τη μεγάλη παράδοση και αναγκαστικά και εμείς οι νέοι Έλληνες πρέπει να δώσουμε την ερμηνεία μας και να προσαρμοστούμε, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μας. Βέβαια, υπάρχουν χίλια αλλά πράγματα που αντιστέκονται στη σεβάσμια παράδοση. Αλλά αν και η φοβία του ακαδημαϊσμού δεν είναι χωρίς βάση, καταντάει στο τέλος να είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τον χειρότερο ακαδημαϊσμό. Οι καλοί ζωγράφοι είναι κάτι το σπάνιο ανά τους αιώνες. Καμιά φορά παρουσιάζονται σαν στιμάρι και ύστερα εξαφανίζονται ομαδικώς για πολλές εκατονταετίες. Δεν έχει κανείς παρά να φυλλομετρήσει ένα λεξικό, σημειώνοντας τις χρονολογίες τους, για να καταλάβει πως δεν έχω πολύ άδικο.

 Κάποτε ο Στραβίνσκι ρώτησε μια γνωστή μου, πριν δει τα έργα μου, τι είδους ζωγραφική κάνω. Αυτή του είπε:

«Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Ζωγραφίζει όπως όλος ο κόσμος».

«Λυπηρό», απάντησε ο Στραβίνσκι. «Μιμείται ότι είναι της μόδας δηλαδή; Και φαίνεται τόσο έξυπνο».

«Όχι», του αποκρίθηκε η γνωστή μου. «Κάνει το ανάποδο. Ζωγραφίζει εκ του φυσικού όπως όλος ο κόσμος».

«Θέλετε να πείτε, όπως δεν ζωγραφίζει πια κανένας»,  διόρθωσε ο Στραβίνσκι. Πρέπει να δω το ταχύτερο εργά του. Με ενδιαφέρει πολύ ό,τι δεν κάνει όλος ο κόσμος».

 Αλλά τι θα πει «ζωγραφική εκ του φυσικού»; Ο καθένας τη βλέπει διαφορετικά. Η πείρα μού έχει διδάξει πως, αν κανείς αντιγράψει πιστά τα χρώματα ενός μοντέλου που τον ενδιαφέρει, σεβόμενος τους πανάρχαιους νόμους της ζωγραφικής, που από την εποχή της αρχαίας Αιγύπτου ως σήμερα ουσιαστικά δεν άλλαξαν, είναι αδύνατον να μην κάνει κάτι που ενδιαφέρει βαθύτατα τον άνθρωπο. Αυτούς τους πανάρχαιους νόμους της ζωγραφικής μερικοί τους ξέρουν εκ γενετής, όπως το χελιδόνι ξέρει να χτίζει τη φωλιά του χωρίς να έχει πάει σε αρχιτεκτονική σχολή. Είναι η βάση αυτό· αλλά πόση δουλειά πρέπει να κάνει κανείς, πόσα μεροκάματα, για να μπορεί να ονομάζεται ζωγράφος χωρίς να ντρέπεται η να φοβάται;

Υπάρχουν και αυτοί που δεν ξέρουν τους πανάρχαιους νόμους της ζωγραφικής. Που συχνά ευδοκιμούν και «κάνουν έργο». Δεν θα τους κρίνω, αλλά είναι άλλο πράγμα. Για τον εαυτό μου δεν ξέρω τι να πω. Έχω τόση συνείδηση, όση χρειάζεται για να δουλεύω. Είμαι πολύ κοντά σ’ αυτό που κάνω, για να μπορέσω να το κρίνω. Σε στιγμές ευφορίας νομίζω πως ξέρω να χτίζω σαν το χελιδόνι. Και ευχαριστώ τον Θεό. Αλλά περισσότερες είναι οι στιγμές που δεν ξέρω ούτε σκέπτομαι τίποτε.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 1978

Επιμέλεια: Ηλίας Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητας Πολιτισμού