Εκκλησιαστική παράδοση: Έννοια – Ορισμός

19 Δεκεμβρίου 2019

Με τον όρο «Παράδοση» στην Εκκλησία, νοείται το σύνολο των αληθειών της πίστεως που διασώθηκαν προφορικά και παραδόθηκαν στην Εκκλησία, ως ζώσα παρακαταθήκη της βιωματικής πορείας του σώματος της Εκκλησίας. Ουσιαστικά, η Παράδοση αποτελεί την κιβωτό που διασώζει και μεταφέρει αφ’ ενός μεν την συσσωρευμένη βιωματική εμπειρία του παρελθόντος, αφ’ ετέρου δε τα δεδομένα της πίστεως που έχουν σωστική σημασία για το σώμα των πιστών και που μεταφέρθηκαν προφορικά στους αιώνες ενταγμένα και εναρμονισμένα στο περιβάλλον των αληθειών της Εκκλησίας. Την έννοια της Παράδοσης στην Εκκλησία την εντοπίζουμε συχνά να προσδιορίζεται από επιθετικούς προσδιορισμούς, οι οποίοι προσδίδουν ουσιαστική διευκρίνιση στο περιβάλλον του περιεχομένου που δηλώνεται στον κύριο όρο «Παράδοση». Έτσι, είτε αναφερόμαστε στην Αποστολική Παράδοση είτε στην Εκκλησιαστική Παράδοση είτε στην Ιερά Παράδοση είτε στην Πατερική Παράδοση, είτε στην Ορθόδοξη Παράδοση, στην πραγματικότητα έχουμε αναφορά στο ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο, ενδεχομένως σε ιδιαίτερο περιβάλλον ιστορικού περιορισμού του όρου.

Η Παράδοση σχετίζεται με την Αγία Γραφή και η σύνθεση των δύο παρέχει στην Εκκλησία τις προφορικές και τις γραπτές μαρτυρίες που διασφαλίζουν τις σωστικές αλήθειες της πίστης. Ουσιαστικά δηλαδή, η Αγία Γραφή και η Παράδοση δεν αποτελούν επ’ ουδενί αντιθετικά ή ξεχωριστά στοιχεία, αλλά δηλώνουν ένα αρμονικό όλον το οποίο καταγγέλλει και παραλλήλως ευαγγελίζεται την αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, με στόχο την σωτηρία της ανθρώπινης φύσης και σύνολης της κτιστής πραγματικότητας που την περιβάλλει.

Τα δόγματα και οι αλήθειες της Εκκλησίας συλλέγονται είτε γραπτά είτε προφορικά και έχουν ισόκυρη σημασία για την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα έθη της Εκκλησίας είναι άγραφα και μεταφέρονται με την Παράδοση, όμως δεν μπορούμε να τα υποτιμήσουμε, διότι τότε θα παρουσιάζαμε ζημία στους γραπτούς λόγους του Ευαγγελίου εφ’ όσον αυτό θα αποδεικνυόταν κείμενο με κενό νόημα. Ουσιαστικά δηλαδή, η Παράδοση αποτελεί την έκφραση της βιωματικής εμπειρίας του Ευαγγελίου και παράλληλα αποτελούν έκφραση της βιωματικής εμπειρίας του σώματος της Εκκλησίας στην ιστορική του πορεία. Για παράδειγμα, μπορούμε να εντοπίσουμε πλείστα σημεία της πίστεως τα οποία δεν αναφέρονται στο Ευαγγέλιο, αλλά αφ’ ενός μεν αποτελούν συστατικό στοιχείο της βιωματικής εμπειρίας του Εκκλησιαστικού σώματος, αφ’ ετέρου δε, αποτελούν την ζώσα έκφραση του περιεχομένου των νοημάτων που εμπεριέχονται στον γραπτό Ευαγγελικό λόγο. Το σημείο του Σταυρού που σημειώνουν οι χριστιανοί επί του σώματός τους, η προς την ανατολή προσευχή, ο προσανατολισμός των ναών, τα λειτουργικά ενδύματα κ.α. δεν καταγράφονται και δεν παραδίδονται δια του Ευαγγελίου. Αντιθέτως, αποτελούν Παράδοση της Εκκλησίας, η οποία εναρμονισμένη προς το Ευαγγέλιο επαυξάνει το περιεχόμενο του νοήματός του βιωματικά.

Επιπρόσθετα, το σύνολο της λειτουργικής ζωής από τον αγιασμό του άρτου και του οίνου της Θείας Ευχαριστίας, του ύδατος στο βάπτισμα, του άρτου στην αρτοκλασία κ.λπ., η Εκκλησία δεν τα διδάχθηκε δια του Ευαγγελίου, αντίθετα αρκέστηκε στην αιτιώδη και αφετηριακή μνημόνευσή τους στο Ευαγγέλιο υπό των Αποστόλων και τα εξέλιξε μέσω της άγραφης διδασκαλίας της, ως μορφή βιωματικότητας του λανθάνοντος δόγματος εντός αυτών των δεδομένων. Η σιωπηρή και μυστική παράδοση της Εκκλησίας, άλλοτε μέσα από μία μυστηριακή σιγή και άλλοτε μέσα από μία δοξολογική κραυγή, κατάφερε με ορθό τρόπο να προστατέψει την ουσία των μυστηρίων, έτσι όπως βιώνεται στην καθ’ ημέρα βιωματική πορεία του σώματος των πιστών. Η Παράδοση μέσα από μια μοναδική μυστικότητα καταφέρνει να διατηρήσει και να μεταφέρει στους χρόνους το μυστηριακό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Οσάκις η Παράδοση εξέρχεται της μυστικότητάς της προβαίνει κατ’ ουσίαν στην ομολογία της πίστης του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος προσφέροντας δοξολογία σε αυτό το οποίο θέτει ως αρχή της πίστεως. Ο ορθόδοξος χριστιανός, βιώνοντας εντός της Εκκλησίας, καταφέρνει αφ’ ενός μεν να αναγνωρίζει την μυστικότητα και την ομολογία δια της Παραδόσεως, αφ’ ετέρου δε, καταφέρνει να εναρμονίζει διαρκώς το βίο του στα δεδομένα μίας πραγματικότητας που αλληλεπιδρά στο περιβάλλον αυτής καθ’ εαυτής βιωματικότητας. Έτσι, βιώνει την αποκάλυψη του Θεού στη ζωή.

Οποιαδήποτε αξιολογική διαφορά ανάμεσα στη γραπτή και στην άγραφη αποκάλυψη του Θεού ή με άλλα λόγια στη γραπτή μαρτυρία του Ευαγγελίου και της Αγίας Γραφής και της άγραφης Παράδοσης της Εκκλησίας, είναι λανθασμένη υπό την λογική ότι το Ευαγγελικό μήνυμα φυλάσσεται και μεταδίδεται στην Εκκλησία με κύριο δεδομένο την δυνατότητα της βιωματικότητάς του. Τούτο αποδεικνύεται στην πνευματική εξέλιξη της Εκκλησίας, η οποία εναρμονίζει την βιωματικότητα τόσο προς το περιβάλλον των καταγεγραμμένων αληθειών, όσο και προς το περιβάλλον των άγραφων αληθειών. Η διδαχή του Χριστού ήταν άγραφη. Οι Απόστολοι εμπιστεύτηκαν βιωματικά αυτή τη διδαχή του Χριστού και καταγράφοντας το κύριο μέρος αυτής τη βιωματικής εμπειρίας παρέδωσαν τα σωστικά κείμενα του Ευαγγελίου. Παράλληλα, διασφάλισαν αυτή την εμπειρία και των γραπτών τους κειμένων και της προσωπικής τους βιωματικής εμπειρίας στους άμεσους διαδόχους τους, δηλαδή τους Επισκόπους της Εκκλησίας. Έτσι δια της αποστολικής διαδοχής διασφαλίστηκε η καθαρότητα για την ασφαλή μετάδοση της αλήθειας από γενιά σε γενιά. Η παρακαταθήκη που παρελήφθη από τους Αποστόλους, δια της Αποστολικής διαδοχής, μεταφέρεται και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά χωρίς χάσματα, χωρίς διακοπές, αλλά με μια μοναδική συνέπεια συνέχειας. Σαφώς, πρέπει να τονιστεί η συνέργεια του Θεού σε αυτή την πορεία. Η Αποστολική διαδοχή και άρα η μεταφορά της γραπτής και της άγραφης αλήθειας στην Εκκλησία είναι αποτέλεσμα της διαρκούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Η αλήθεια δηλαδή, του Χριστού, που είναι κεφαλή της Εκκλησίας, μεταφέρεται στα μέλη του πιστού αυτής σώματος δια της συνεχούς παρουσίας και συνέργειας του Αγίου Πνεύματος. Με δεδομένο ότι το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία εκπορεύεται εκ του Πατρός δύναται εύκολα ο πιστός να κατανοήσει ότι η γραπτή και η άγραφη σωστική αλήθεια της Εκκλησίας, βιώνεται ως ζώσα και αληθής πραγματικότητα ενεργουμένη εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ