Αποστολική διαδοχή και αποστολική παράδοση στην Εκκλησία

22 Ιανουαρίου 2020

Ο κλήρος έχει ως βασικό λειτούργημα να προΐσταται στη θεία λατρεία, ώστε να τηρείται το αποστολικό «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α’ Κορ. 14,40). Κύριο καθήκον του επισκόπου (και ενδεχομένως των πρεσβυτέρων) αρχικά ήταν να προΐσταται της ευχαριστιακής συνάξεως. Άλλωστε, ένας άπο τους αρχαιότερους τίτλους του επισκόπου είναι «προεστώς», δηλαδή, αυτός που προΐσταται[1]. Ο κλήρος προΐσταται και με την παρουσία και συμμετοχή του λαού συναπαρτίζουν το σώμα της Εκκλησίας και τελούν τα ιερά μυστήρια.

Η ειδική ή μυστηριακή ιεροσύνη είναι διαφορετική από την γενική και έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την Εκκλησία. Ο πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καλλίνικος ορίζει και περιγράφει εύγλωττα την ιεροσύνη: «ιερωσύνη είνε η τάξις και κατάστασις, η τα θεία επί γης διακονούσα και τω Θεώ τα των ανθρώπων αναφέρουσα. Μέσος μεταξύ ουρανού και γης ίσταται ο ιερεύς. Και ένθεν μεν αντιπροσωπεύει προ των ομοίων του τον Θεόν, ετέρωθεν δ’ εκπροσωπεί προ του Θεού τους ανθρώπους. Και καθό μεν αντιπρόσωπος του Θεού, εξαγγέλλει και αναπτύσσει το εν Γραφαίς θείον θέλημα, ανακαινίζει την παλαιάν φύσιν διά του λουτρού της παλιγγενεσίας, παρέχει εις τους πεπτωκότας την άφεσιν, μετοχετεύει εν τοις πιστοίς την διά της μεταλήψεως θείαν ζωήν, πρεσβεύει υπέρ Χριστού ως του Θεού παρακαλούντος δι’ αυτού. Καθό δε αντιπρόσωπος των ανθρώπων, ανακεφαλαιοί, ούτως ειπείν, εν εαυτώ την ης προίσταται ποίμνην – χωρίς όμως και να την εξαφανίζη – υπέρ ης και επικαλείται τας ουρανίους ευλογίας. Την τελευταίαν άποψιν είχε προ οφθαλμών, ως φαίνεται, Γαβριήλ ο Φιλαδελφείας, ότε ητυμολόγει την λέξιν «παρά το ίημι, το πέμπω· οι γαρ ιερείς τας θυσίας αναπέμπουσι τω Θεώ»[2].

Με άλλα λόγια ιεροσύνη ονομάζεται η μετάδοση της θείας χάριτος από τον επίσκοπο στον υποψήφιο με επίθεση των χειρών του, ώστε αυτός να γίνει φορέας της θείας εξουσίας και δυνάμεως για να επιτελεί τις αναγαίες ιερουργίες και να συνεχίζει την πραγμάτωση του απολυτρωτικού έργου του Χριστού στον κόσμο μέσω της Εκκλησίας[3]. Προκειται στην ουσία για «εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο. Αυτή η εξουσιαστική δύναμη είναι που θέτει  σε λειτουργική έκφραση όλα τα άλλα μυστήρια για να συντελεστεί η αναγέννηση, η κίνηση, η τροφή και η ολοένα και περισσότερο ολοκληρωμένη προκοπή στην τελείωση»[4].

Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Νικολάου Καβάσιλα: «Ο δε ιερεύς υπηρέτης εστί μόνον, ουδ αυτό το υπηρετείν οίκοθεν έχων· και τούτο γαρ παρά της χάριτος αυτώ. Τούτο γαρ εστιν η ιερωσύνη, δύναμις υπηρετική τις των ιερών»[5]. Είναι, λοιπόν, μία δύναμη η ιεροσύνη, η οποία έρχεται να υπηρετήσει ιερά μυστήρια. Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει σχετικά: «η αυτή δε του λόγου δύναμις και τον ιερέα ποιεί σεμνόν και τίμιον τη καινότητι της ευλογίας της προς τους πολλούς κοινότητος χωριζόμενον· χθες γαρ και πρώην εις υπάρχων των πολλών και του δήμου αθρόον αποδείκνυται καθηγεμών, πρόεδρος, διδάσκαλος ευσεβείας, μυστηρίων λανθανόντων μυσταγωγός· και ταύτα ποιεί μηδέν του σώματος η της μορφής αμειφθείς, αλλ’ υπάρχων κατά το φαινόμενον εκείνος ος ην, αοράτω δε τινι δυνάμει και χάριτι την αόρατον ψυχήν μεταμορφωθείς προς το βέλτιον»[6].

Ο κλήρος σαφώς έχει λάβει τα τρία αξιώματα της ιεροσύνης του Χριστού. Οι κληρικοί είναι οι κατεξοχήν φορείς του ιερατικού αξιώματος, καθώς προΐστανται στα ιερά μυστήρια και στις εν γένει λατρευτικές συνάξεις της Εκκλησίας παρευρισκόμενοι στο ιερό θυσιαστήριο. Παράλληλα, φέρουν το βασιλικό αξίωμα, αφού έχουν την εξουσία να ποιμαίνουν την Εκκλησία, σε συνδυασμό με το προφητικό, καθώς διδάσκουν και κηρύττουν τον λόγο του Θεού. Η ύπαρξη, βέβαια, των τριών αξιωμάτων στην ιεροσύνη δεν θα πρέπει να συγχέεται με κοσμικά αξιώματα και εξουσίες ούτε με τις τιμές και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από αυτά, αλλά καθαρά με την ευταξία και εύρυθμη λειτουργία του σώματος της Εκκλησίας.

Η ειδική ιεροσύνη πήγασε από τον ίδιο τον Κύριο, όταν την μετέδωσε στους αποστόλους στις εμφανίσεις που πραγματοποίησε κατά τις ημέρες μετά την ανάστασή Του. Οι απόστολοι στη συνέχεια χειροτόνησαν ιερείς και ποιμένες προς τους οποίους παρήγγειλαν να χειροτονήσουν με τη σειρά τους διαδόχους για να «διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες την λειτουργίαν αυτών»[7]. Και η πράξη αυτή των αποστόλων για διαδοχή του αξιώματος δεν είναι αυθαίρετη, αλλά προήλθε από τον ίδιο τον Κύριο[8], αποτέλεσμα της οποίας ήταν το γεγονός ότι «η σύμπασα γη της εκείνων (δηλαδή, των αποστόλων) διαδοχής επληρώθη»[9]. Έτσι, άρχισε και συνεχίστηκε η αποστολική διαδοχή, η οποία κατέστησε την Εκκλησία θεματοφύλακα της αποστολικής παράδοσης και αλήθειας μέχρι σήμερα[10].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Παραπομπές:

[1] Βασιλειάδης Π., ό.π., 46.

[2] Καλλίνικος Κ., Ο χριστιανικός ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, Αλεξάνδρεια 1921, σελ. 557-558.

[3] Ιωαννίδης Ν., «Η ιερωσύνη κατά την πατερική παράδοση» στο: Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλαδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως, Το Μυστήριον της Ιερωσύνης, Πρακτικά Ζ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 2006, σελ. 134.

[4] Ματσούκας Ν., Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 490.

[5] ΕΠΕ, τ. 22, σελ. 220-222.

[6] PG 9, 225C-226A.

[7] Κλήμης Ρώμης, PG 1, 297A.

[8] «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» Ματθ. 28, 20.

[9] Ευσέβιος Καισαρείας, PG 23, 677B.

[10] Ιωαννίδης Ν., ό.π., σελ. 145.