Γι’ αυτούς που λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση

28 Ιανουαρίου 2020

Εσύ που φρονείς όσα φρονούν οι ειδωλολάτρες, και λες ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών! Ω στόμα σιχαμερό και αποξενωμένο από τον Θεό, με το οποίο μιλά ο Διάβολος, ο ψεύτης και δημιουργός του ψεύδους! Ω στόμα ψευδόμενο ή καλύτερα τάφε ανοιχτέ, που προσφέρεις το κακό από το κακό απόθεμα που έχεις μέσα στην καρδιά σου, και λες· «Δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών»!

Πώς δεν τρόμαξες να ανοίξεις το απαιδαγώγητο στόμα σου και να βρίσεις τον Χριστό που πρώτος αναστήθηκε από τους νεκρούς; Πώς δεν άνοιξε η γη και δεν σε κατάπιε ζωντανό; Πώς δεν σε πάταξε ο Άγγελος που κήρυξε την ανάσταση και είπε στις γυναίκες ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς ο Χριστός, η αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών; Πού να σε κατατάξουμε; Με τους ειδωλολάτρες ή με τους Χριστιανούς; Τί να σε ονομάσουμε; Ειδωλολάτρη ή Χριστιανό; Αλλά δεν είναι δυνατό να σε ονομάσουμε Χριστιανό, εφόσον φρονείς έτσι· διότι όσοι φρονούν έτσι δεν πρέπει να λέγονται Χριστιανοί· και αν ακόμη ονομάζουν τους εαυτούς των Χριστιανούς, όμως εξαπατούν τους εαυτούς των διότι η μερίδα τους δεν είναι με τον Χριστό, τον αληθινό Θεό μας, ο οποίος μας χάρισε την ανάσταση, αλλά απεναντίας η μερίδα τους θα είναι στη γέεννα, όπου το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει και η φωτιά τους δεν σβήνει· διότι εκείνος που δεν περιμένει και δεν πιστεύει στην ανάσταση, θα ήταν καλό σ’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί.

Τί να σε αποκαλέσω λοιπόν, σκοτισμένε κατά τη διάνοια; Τί να σε ονομάσω; Σαδδουκαίο ή Σαμαρείτη, ή και τα δυό; Καλύτερα όμως να σε ονομάσω Σαδδουκαίο και Σαμαρείτη. Διότι και αυτοί αρνούνται την ανάσταση, όπως και συ, με τους οποίους θα είναι και η μερίδα σου, αν δεν μετανοήσεις. Ποιό σκοτάδι σκέπασε τα μάτια σου; Ποιά αναισθησία κυρίευσε την καρδιά σου; Πώς σε άρπαξε ο λύκος από την ποίμνη του Χριστού; Πώς σε χώρισε ο ολέθριος Διάβολος από την ορθόδοξη πίστη; Ποιός δάσκαλος έβαλε μέσα στην καρδιά σου τέτοια βλασφημία, και σε απομάκρυνε από την καθολική Εκκλησία; Πώς τολμάς, ταλαίπωρε, να ατενίσεις στον ουρανό και να επικαλεσθείς τον Χριστό, που εσύ τον βρίζεις; Με ποιό θάρρος, άθλιε, ονομάζεις τον εαυτό σου Χριστιανό; Αρνήθηκες τον Χριστό, έβρισες το Άγιο Πνεύμα! Πώς θα εμφανισθείς στους αγίους Α¬ποστόλους και στους Προφήτες, άθλιε, σ’ αυτούς που ανάγγειλαν την ανάσταση σ’ εμάς και σε όλα τα πέρατα της γης; Πώς λοιπόν θα τολμήσεις να μπεις στην εκκλησία, όπου ο προφήτης Ησαΐας διακηρύττει, λέγοντας· «Θα αναστηθούν οι νεκροί και θα εγερθούν όσοι βρίσκονται στους τάφους»; Με τί πρόσωπο θα μπεις στην αυλή του Χριστού, όπου οι Άγιοι με παρρησία αναγγέλλουν σ’ εμάς την ανάσταση, οι Προφήτες την κηρύττουν, οι Απόστολοι την παραδίδουν, οι Ευαγγελιστές την ευαγγελίζονται; Με τί μάτια θα αντικρύσεις το πανάγιο και άχραντο σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος λαφυραγώγησε το θάνατο, και καταπάτησε τον Διάβολο, και αναστήθηκε την τρίτη μέρα, και χάρισε στον κόσμο τη ζωή και την ανάσταση; Αυτό μεταλαμβάνοντας όλοι οι πιστοί, κραυγάζουν με πίστη· «Προσδοκώ την ανάσταση των νεκρών και τη ζωή του μέλλοντα αιώνα».

Εκεί ο Παύλος, ο ρήτορας της ευσέβειας, διδάσκει τους πιστούς, λέγοντας· «Να, σας αποκαλύπτω ένα μυστήριο· όλοι βέβαια δεν θα πεθάνουμε, όλοι όμως θα μεταβληθούμε παρευθύς, στη στιγμή, όταν σαλπίσει η τελευταία σάλπιγγα· διότι θα σαλπίσει, και οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι». Και επίσης ελέγχοντας και ντροπιάζοντας εκείνους που λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, συνεχίζει λέγοντας· «Αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε· και αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε το κήρυγμά μας είναι χωρίς νόημα, αλλά και η πίστη μας είναι χωρίς νόημα. Παρουσιαζόμαστε μάλιστα και ψευδομάρτυρες απέναντι στον Θεό, επειδή κηρύξαμε την ανάσταση στα πέρατα του κόσμου». Και επίσης ο ίδιος ο Παύλος, σαν να κοροϊδεύει και να χλευάζει όσους λένε αυτά, έλεγε· «Αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται διόλου, τότε ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο θα πεθάνουμε».

Αν, όπως λες, άθλιε, οι νεκροί δεν ανασταίνονται διόλου, γιατί βαπτίζεσαι; Γιατί μεταλαμβάνεις τα άχραντα μυστήρια; Αυτό όμως να ξέρεις· ωσότου δηλαδή φρονείς έτσι, δεν μεταλαμβάνεις για άφεση αμαρτιών, αλλά για τιμωρία και καταδίκη, και για προσθήκη αμαρτιών. Διότι αν, όπως εσύ λες, ανάξιε, δεν ανασταίνονται οι νεκροί, τότε γιατί κοπιάζεις με νηστείες, με αγρυπνίες, με προσευχές; Γιατί χρειάζεται η παρθενία και οι αγώνες που συνοδεύονται από δάκρυα; Αν, ανόητε, οι νεκροί δεν ανασταίνονται διόλου, όλα όσα είναι γραμμένα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη είναι ψευτιές, όπως λες· και οι Μάρτυρες, που παρέδωσαν τα σώματά τους σε τόσα πολλά βασανιστήρια για τη μέλλουσα ζωή, και όλοι οι Άγιοι έχουν εξαπατηθεί.

Βλέπεις, άθλιε, πόσους Αγίους παρουσίασες ψεύτες με το σιχαμερό σου στόμα; Και όχι μόνο τους Αγίους, αλλά και τον Δεσπότη όλων των Αγίων. Τί θα κάνεις, άθλιε, που έκανες τον εαυτό σου εχθρό όλων των Αγίων και ξένο από τον Χριστό, όπως και οι άλλοι άνθρωποι που δεν έχουν ελπίδα; Ποιόν λοιπόν θα παρακαλέσεις; Σε ποιόν θα καταφύγεις; Διότι έκανες τον εαυτό σου ξένο και από τον Θεό και από τους Αγίους. Πώς δεν ντρέπεσαι να μπεις στην εκκλησία του Θεού, όπου ο Παύλος κραυγάζει, λέγοντας· «Διότι ο ίδιος ο Κύριος με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού, θα κατεβεί από τον ουρανό, και οι νεκροί, που πέθαναν πιστοί στον Χριστό, θα αναστηθούν πρώτοι, έπειτα εμείς που θα έχουμε ακόμη απομείνει ζωντανοί, θα αρπαγούμε συγχρόνως μαζί μ’ αυτούς μέσα σε νεφέλες για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο στον αέρα, και έτσι θα είμαστε για πάντα με τον Κύριο»; Με ποιά χέρια θα υποδεχθείς το τίμιο σώμα του Θεού και θα το φέρεις στο σιχαμερό και βλάσφημο στόμα σου, που έβρισε τον Δεσπότη;

Πάψε λοιπόν, ταλαίπωρε, πάψε αυτή τη φοβερή βλασφημία. Πάψε να βρίζεις τους Αγίους, και να αρνείσαι τον Θεό, και να λες όσα δεν πρέπει. Διότι εκείνος που αντιστέκεται στην εξουσία, αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός, όπως λέει ο Απόστολος. Λοιπόν, εκείνος που αντιστέκεται στον Θεό, τί θα πάθει; Αν εκείνος που δεν δέχεται την προσταγή επίγειου βασιλιά δεν μένει στη ζωή, ποιές τιμωρίες θα υποδεχθούν εκείνον που απειθαρχεί στην προσταγή του επουράνιου Βασιλιά, δηλαδή στο άχραντο Ευαγγέλιό του; Πώς υπομένει ο ανεξίκακος Θεός και μακροθυμεί! Πώς ανέχεται και δεν φράζει αμέσως τα στόματα των τέτοιων άθεων ανθρώπων! Πώς η γη δεν ανοίγει το στόμα της και δεν καταπίνει ζωντανούς τους τέτοιους ανθρώπους! Ο Κύριος λέει· «Θα αναστηθούν οι νεκροί», και συ λες· «Δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών»! Με το λόγο του Κυρίου οδηγήθηκαν από την ανυπαρξία στην ύπαρξη όλα όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι, είτε κυριότητες, είτε αρχάγγελοι, είτε αρχές, είτε εξουσίες, όλα έχουν δημιουργηθεί διά μέσου αυτού, και αυτόν έχουν σκοπό τους· και συγκρατεί τα πάντα με τη δύναμη του λόγου του, όπως είναι γραμμένο· «Με το λόγο του στερεώθηκαν οι ουρανοί και στηρίχθηκε η ξηρά» επάνω στα νερά. Τα ουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια και όλες οι άβυσσοι πειθαρχούν στο λόγο του, και υπακούουν με τρόμο, και συ δείχνεις απιστία; Αλίμονο σ’ εσένα που θέλεις να αναμετρηθείς με τον πλάστη σου!

Φοβήσου, άνθρωπε· είναι οδυνηρό να κλωτσάς στα καρφιά. Γύρισε, άνθρωπε, στον Κύριο και μην αρνηθείς· διότι εκείνος που δείχνει ανυπακοή στον Υιό, δεν θα δει τη ζωή, αλλά απεναντίας η οργή του Θεού παραμένει σ’ αυτόν. Μη λοιπόν δείξεις ανυπακοή, αλλά πίστευσε, για να συναριθμηθείς με τους πιστούς. Πίστευσε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον διδάσκαλο κάθε αγαθού, και άκου τον ίδιο που λέει· «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ότι έρχεται ώρα, που οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή του Υιού του ανθρώπου, και όσοι την ακούσουν θα ζήσουν». Και επίσης λέει· «Όταν θα έρθει ο Υιός του ανθρώπου με τη δόξα του, και όλοι οι άγιοι Άγγελοι μαζί του, τότε θα καθίσει στον ένδοξο θρόνο του, και θα συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη», δηλαδή αυτά που θα αναστηθούν από τους νεκρούς. Άκουσε επίσης τον ίδιο τον Δεσπότη που λέει ότι αυτοί που θα αναστηθούν από τους νεκρούς ούτε γεννιώνται ούτε γεννούν, ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται, διότι ούτε θα έχουν πια τη δυνατότητα να πεθάνουν, αλλά θα είναι σαν άγγελοι στους ουρανούς.

Άραγε αρκούν αυτά; Άραγε θα σας πείσουμε να απομακρυνθείτε από τη βλασφημία; Κανείς λοιπόν να μη δείχνει απιστία στην ανάσταση των νεκρών. Ποιός μάρτυρας είναι πιο αξιόπιστος από τον Θεό; Ο ίδιος ο Θεός μαρτυρεί· γι’ αυτό κανείς να μη δείχνει απιστία, αλλά απεναντίας όλοι μαζί με μια φωνή ας κραυγάσουμε στον Κύριο, και ας τον προσκυνήσουμε, λέγοντας· «Προσκυνώ και πιστεύω ότι θα δω την ανάσταση των νεκρών και τη ζωή του μέλλοντα αιώνα».

Είδατε πώς στρέφεται κανείς προς τα πίσω; Καθένας που φρονεί τέτοια, απέρριψε τον Χριστό. Και αν εκείνα που λέγονται με τα λόγια είναι τέτοια, αυτά λοιπόν που γίνονται με τα έργα τί λογής είναι; Αυτά αν θελήσω να τα βγάλω στο φανερό και να τα εξιστορήσω όλα, δεν θα μου φθάσει όλος ο χρόνος, ώστε να εξιστορήσω όλες τις παράλογες καυχήσεις, τις οποίες αν και σωστά απαρνηθήκαμε, ανόητα μπλέξαμε πάλι σ’ αυτές· και αυτά που σωστά ξεχάσαμε, πάλι ανόητα τα θυμηθήκαμε, με το να επιστρέψουμε στο παρελθόν· πάλι καταπιασθήκαμε με τα ίδια έργα, με τις συνήθειες δηλαδή και τις ασχολίες και τα λόγια και τις πράξεις των άθεων εχθρών, τα οποία είναι ντροπή να τα αποκαλύψει κανείς και να τα βγάλει στο φανερό.

Ω τον πονηρό δαίμονα! Ω το μισόκαλο και μισάνθρωπο και ακάθαρτο πνεύμα! Πώς ρίχνει κάτω με πανουργία τον καθένα, και τον εξαπατά, και τον πείθει! Ο Δεσπότης κραυγάζει, και με τους Προφήτες, και με τους Αποστόλους, και με τα Ευαγγέλια, αλλά από τους πολλούς λίγοι προσέχουν. Ο Διάβολος προσκαλεί με κιθάρες και χορούς και με δαιμονικά τραγούδια, και συγκεντρώνει πλήθος. Ο φιλάνθρωπος Κύριος προσκαλεί όλους και λέει· «Έλατε σ’ εμένα όλοι», αλλά κανείς δεν ανταποκρίνεται, κανείς δεν δείχνει προθυμία. Ο μισάνθρωπος Διάβολος παρακινεί, και πολλοί σπεύδουν σ’ αυτόν. Αν μάλιστα κάποια στιγμή κηρυχθεί νηστεία ή αγρυπνία, όλοι παραπονούνται ότι είναι αδύναμοι, και γίνονται σαν νεκροί· αν όμως κάποια στιγμή γίνει λόγος για γεύματα και για δείπνα, και για κιθάρες και δαιμονικά τραγούδια, όλοι γίνονται χαρούμενοι, ευκίνητοι, πρόθυμοι, και προσκαλεί ο ένας τον άλλο και σπεύδουν στον κακό δρόμο· και δεν αγωνίζονται τον καλό αγώνα σαν σεμνοί, όπως αρμόζει στους Χριστιανούς, αλλά σαν ειδωλολάτρες· όχι πια σαν δούλοι Θεού, αλλά σαν δραπέτες· και συχνά σαν άνθρωποι που όλη τη μέρα κοπιάζουν για την κοιλιά, και όλη τη νύχτα μένουν άυπνοι, με κίνδυνο να χάσουν τις ψυχές τους, διασκεδάζοντας αλλά και γινόμενοι παίγνιο του Διαβόλου, και δεν κερδίζουν από τον κόπο και την αϋπνία τίποτε άλλο, παρά μόνο το αλίμονο, όπως είπε ο Κύριος· «Αλίμονο σ’ εσάς που γελάτε τώρα, διότι θα πενθήσετε και θα κλάψετε». Διότι όσοι δεν θελήσουν να πενθήσουν λίγο εδώ, εκεί θα κλάψουν στους απέραντους αιώνες.

Ας μη σας πλανά κανείς, αδελφοί. Αυτά δεν είναι συνήθειες Χριστιανών, αλλά των άπιστων ειδωλολατρών, όπως είπε ο Δεσπότης· «Μη δίνετε τον εαυτό σας στα μάταια· διότι όλα αυτά τα κάνουν οι ειδωλολάτρες», στους οποίους δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, ούτε πόθος για τα αιώνια αγαθά. Σ’ εμάς όμως έχει ειπωθεί· «Μην αγαπήσετε τον κόσμο, ούτε τα πράγματα που είναι στον κόσμο. Αν κάποιος αγαπά τον κόσμο, δεν υπάρχει η αγάπη για τον Πατέρα μέσα του· διότι κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο, η σαρκική επιθυμία και η επιθυμία των ματιών και η υπερηφάνεια από τον πλούτο, δεν προέρχονται από τον Πατέρα, αλλά από τον κόσμο. Ο κόσμος όμως παρέρχεται και η επιθυμία του· ενώ εκείνος που κάνει το θέλημα του Θεού μένει αιώνια».

Γνωρίζετε, αδελφοί, ότι όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού, ντυθήκατε τον Χριστό. Πώς λοιπόν, ενώ ντυθήκατε τον Χριστό, υπηρετείτε τον Διάβολο; Δεν γνωρίζετε ότι είμαστε εικόνα και δόξα του Θεού; Πώς λοιπόν, ενώ φοράτε την εικόνα του Θεού, δεν την τιμάτε αυτήν, αλλά την ατιμάζετε με τις ειδωλολατρικές ασχολίες; Ω, πόσα αγαθά στερούμαστε εξαιτίας αυτών των ασχολιών; Προστάχθηκες, αδελφέ, από τον Απόστολο, να τα κάνεις όλα για τη δόξα του Θεού, εσύ όμως με τις ειδωλολατρικές ασχολίες δίνεις χαρά στον Διάβολο, και ατιμάζεις τον φιλάνθρωπο Θεό. Παροτρύνθηκες να προσεύχεσαι αδιάκοπα, εσύ όμως αδιάκοπα δίνεις τον εαυτό σου στα μάταια· προστάχθηκες να αρνηθείς τις κοσμικές επιθυμίες, έλαβες εντολές από τον Δεσπότη να μη δίνεις τον εαυτό σου στα μάταια, εσύ όμως δεν προσέχεις σ’ αυτά, αλλά απεναντίας στρέφεις αλλού τα αυτιά σου· έπειτα όμως θα το βρεις αυτό το άκουσμα πικρότερο από τη χολή και κοφτερότερο από ένα δίκοπο μαχαίρι. Διότι τέτοια είναι η φύση της αμαρτίας: ευχαριστεί λίγο και τιμωρεί πολύ· τέρπει προσωρινά και τιμωρεί αιώνια.

Θέλετε να σας πείσω ότι είναι ειδωλολατρία το να διασκεδάζει κανείς; Άκουσε τί λέει ο Απόστολος· «Μη γίνεσθε ειδωλολάτρες, όπως είναι γραμμένο· κάθισε ο λαός να φάει και να πιει, και σηκώθηκαν να διασκεδάσουν». Πρόσεχε λοιπόν μήπως ποθώντας να διασκεδάζεις, βρεθείς εκεί με τους ειδωλολάτρες· διότι ο καθένας θα σηκώσει το δικό του φορτίο, και ο καθένας θα θερίσει αυτό που έσπειρε. Πρόσεχε μήπως εδώ σπέρνεις αγκάθια, δηλαδή αστειότητες και διασκεδάσεις, και εκεί θερίσεις δάκρυα και θρήνους.

Πολλά έχω να πω, αλλά δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να τα πω όλα. Ας ξέρει όμως ο καθένας μας αυτό, ότι δηλαδή ο Θεός όρισε και έταξε μέρα κατά την οποία θα κρίνει τον κόσμο· τώρα όμως μακροθυμεί ως φιλάνθρωπος, επειδή δεν θέλει να χαθεί κανείς, αλλά όλους να τους οδηγήσει σε μετάνοια. Και θα έρθει η μέρα του Κυρίου, για την οποία οι ουρανοί πυρακτωμένοι θα διαλυθούν, όπως είναι γραμμένο. Και όλοι, είτε θέλουμε είτε δεν θέλουμε, θα συναχωθούμε εκεί, για να παρουσιασθούμε στο βήμα του Χριστού, όπου και οι Άγγελοι παρουσιάζονται με φόβο, όπου ανοίγονται βιβλία, που τώρα ακούοντας και διαβάζοντας δεν τα δεχόμαστε. Αυτά θα τα δούμε εκεί να ανοίγονται και να διαβάζονται και να μας κατακρίνουν, όπως λέει ο Απόστολος· «κατά τη μέρα που θα κρίνει ο Θεός τα κρυφά των ανθρώπων σύμφωνα με το ευαγγελικό μου κήρυγμα». Και ο Κύριος λέει· «Ο λόγος που κήρυξα, εκείνος θα κρίνει τον κόσμο την έσχατη μέρα».

Βλέπετε ότι σύμφωνα με τα Ευαγγέλια πρόκειται να κριθούμε εκείνη τη μέρα. Προσέχετε με ακρίβεια αυτά που είναι γραμμένα και μην καταφρονείτε. Αλίμονο σ’ εκείνους που βρίζουν τις ιερές Γραφές. Διότι πολλοί είναι ματαιολόγοι και εξαπατούν τον εαυτό τους· αυτοί όταν ακούσουν για την κρίση και την κόλαση, κοροϊδεύουν και λένε· «Μήπως εγώ είμαι καλύτερος από όλο τον κόσμο; Όπου όλος ο κόσμος και εγώ. Από όλο τον κόσμο τί μπορεί να με δέσει; Θα απολαύσω τώρα τα καλά αυτής της ζωής, και όπως όλος ο κόσμος και εγώ». Έπειτα, αφού συμπληρωθεί το διάστημα της ζωής του, έρχεται σταλμένος Άγγελος σκληρός, ζητώντας την ψυχή του και λέγοντας· «Συμπληρώθηκε ο δρόμος σου σ’ αυτή τη ζωή· έλα λοιπόν στον άλλο κόσμο· έλα στον τόπο σου». Έπειτα εγκαταλείπει τις χαρές αυτής της ζωής, που νόμιζε ότι θα απολαμβάνει αιώνια, και απομακρύνεται συρόμενος από πονηρούς αγγέλους στον τόπο της τιμωρίας· και όταν τον δει, θα τρομάξει και θα χτυπήσει το πρόσωπό του με τα χέρια του, και στρέφοντας το βλέμμα του εδώ και εκεί, παρόλο που θέλει να ξεφύγει, δεν θα μπορέσει να ξεφύγει με κανένα τρόπο, διότι θα κρατιέται δεμένος γερά από κείνους που τον οδηγούν.

Τότε θα πουν σ’ αυτόν οι άγγελοι που τον κρατούν· «Γιατί δειλιάζεις, ελεεινέ; Γιατί ταράζεσαι; Γιατί λυπάσαι; Γιατί φοβάσαι, άθλιε; Γιατί τρέμεις, ταλαίπωρε; Εσύ ετοίμασες για τον εαυτό σου αυτό τον τόπο, εσύ θέρισε αυτό που έσπειρες. Άκουγες για τις φοβερές τιμωρίες, και κοροϊδεύοντας έλεγες· “Όπου ο κόσμος και εγώ”, και τώρα τρέμεις; Δεν είσαι ο μόνος· μη λυγίζεις· όπου όλος ο κόσμος και συ». Έπειτα μπαίνοντας σ’ εκείνο τον τόπο ακούσια και άθελα, και βασανιζόμενος σκληρά, αρχίζει να βγάζει λυπητερές κραυγές και να παρακαλεί εκείνους που εποπτεύουν για την κρίση, για να βρει ανακούφιση, έστω και για λίγο. Και του απαντούν· «Γιατί κραυγάζεις; Μήπως εσύ είσαι ανώτερος από τον κόσμο; Όπου όλος ο κόσμος και συ, όπως έλεγες».

Και τότε, αφού στενάξει από τα βάθη της καρδιάς του, θα λέει· «Και τί με ωφέλησε όλος ο κόσμος; Αλίμονο μου, διότι εξαπατήθηκα και περιπαίχθηκα. Δίκαια είναι η κρίση του Θεού. Τώρα κατάλαβα εγώ ο άθλιος ότι αυτό που σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει, και το φορτίο που θα δέσει, αυτό και θα σηκώσει. Αλί¬μονό μου, διότι άκουσα, και δεν δεχόμουν. Πόσους έβλεπα να αγωνίζονται και να αγρυπνούν και να νηστεύουν και να ελεούν, και όλους τους λοιδορούσα και τους χλεύαζα! Πόσους έβλεπα να πενθούν και να κλαίνε, και όλους τους περιγελούσα! Αλίμονό μου, διότι εξαπατήθηκα. Ήταν δηλαδή συμφέρον μου εκατό χρόνια να πενθήσω και να κλάψω και να νηστέψω, και ήταν προτιμότερο και πέτρες να μασήσω, παρά να βρεθώ σ’ αυτό τον τόπο των βασανιστηρίων. Ποιός θα μου δώσει καιρό μετάνοιας, τρεις μέρες εκείνης της ζωής που ανόητα σπατάλησα ο άθλιος; Όμως η πανήγυρη διαλύθηκε, και δεν υπάρχει πια καιρός μετάνοιας».

Αυτά και τα παρόμοια θα λένε στην κόλαση όσοι εδώ χλευάζουν τις ιερές Γραφές. Ας φοβηθούμε λοιπόν την απειλή εκείνων των τιμωριών και ας σταματήσουμε να ατιμάζουμε τον Θεό· διότι σ’ αυτόν αρμόζει η δόξα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Οσίου Εφραίμ του Σύρου, Έργα τόμος Δ΄, Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, σ.275-289)