Η Αχειροποίητη Εικόνα του Αγίου Μανδηλίου

13 Ιανουαρίου 2020

Ο απαρχής Θεός λοιπόν, της πρωταρχικής Δημιουργίας, και της προπτωτικής εδεμικής συνομιλίας, κατόπιν γίνεται ακουστός Θεός και Φωνή Κυρίου της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά έως εδώ έχουμε ακόμη μία διακοινωνία ανάμεσα στον Δημιουργό Θεό από την μία πλευρά και τον εδεμικό και μεταπτωτικό κατόπιν άνθρωπο από την άλλη. Μόνο όταν,«εκ Πνεύματος Αγίου και Παρθένου της Μαρίας», «ο αόρατος Θεός σαρκί παραγίνεται», και ο Χριστός γεννάται, τότε εισερχόμαστε στο μυστήριο της αληθινής, δηλαδή της ορατής και απτής και σωματικής παρουσίας του Θεού στα κτιστά και ανθρώπινα όρια. Μόνο τότε έχουμε το όντως καινό μετά την πρώτη Δημιουργία Γεγονός της Σαρκώσεως και Ενανθρωπήσεως του Θεού, το οποίο έκτοτε συντελείται διαρκώς ως Μυστήριο της Εκκλησίας και του όλου Θεανθρωπίνου Γεγονότος. Και αυτό ακριβώς το εκκλησιαστικό Μυστήριο της «ανθρωπικής Θεουργίας» και της συνακόλουθης «θεϊκής ανθρωπουργίας»,κείται ως το θεμέλιο όλου του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου για τον άνθρωπο και την σύμπασα κτίση.Το Έργο αυτό, ως «Δευτέρα Δημιουργία», λειτουργείται ήδη διά του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας της Εκκλησίας, εντός του ρέοντος αυτού χρόνου της κοσμικής σκηνής, έως ότου καταντήσει στην αδιάδοχη εκείνη Ημέρα της αιωνιότητας των πάντων εν Θεώ, ως ακατάπαυστο Παρόν της κοινής και καινής εκείνης θεανθρώπινης Κοινωνίας και Αγάπης και Βασιλείας.

Και ακριβώς αυτό το ανεκλάλητο και υπεροχικόγεγονός της θείας Ενσαρκώσεως, κείται ως δόγμα και θεμέλιο της ποίησης και της προσκύνησης των εικόνων μέσα στην Εκκλησία. Η Εικόνα, ως όλον, δηλαδή ως πραγματο-ποίηση και ως προσκύνηση, συγκροτεί έναν ιερό τόπο αγιασμού, έναν αναγωγικό τρόπο προσευχής, έναν τόπο θεοφανείας και διαβάσεως, ο οποίος ακριβώς ως εμπράγματη πνευματική θύρα ανοίγεται και μας ανοίγει στην μυστική θεογνωσία και στην πνευματική θεοκοινωνία. Το μορφολογικό υλικό και το εικονογραφικό περιεχόμενο των Εικόνων, κατατεθειμένο εν είδη και εν ύλη και εν νοήμασι, συμβάλλεται επάνω στις επιφάνειες των αγιογραφιών, ως ομοιωματικό σύμβολο της εμφερείας των εν Θεώ υποστάσεων των αγίων. Δια της θεοφανικής αυτής εισόδιας και εξόδιας θύρας της Εικόνας, διερχόμαστε από τα αγιαστικά ομοιώματα των εικονιζομένων προσώπων, και μένοντας συγκεντρωμένοι στον νου τον προσευχόμενο εντός της νήφουσας καρδίας, και καταλείποντας εις τέλος κάθε εικόνα και νόηση και λογισμό, διαβαίνουμε εν υποστατική μεταμορφώσει και εισερχόμεθα σε κοινωνία μετά του Ζώντος Θεού, αλλά και μετά πάντων των θεουμένων.

Η καρδιά λοιπόν της όλης εικονογραφικής λειτουργίας των Εικόνων, θεμελιώνεται και ζωοποιείται εντός του Μυστηρίου της Θείας Ενσαρκώσεως και διατρέφεται από τα πνευματικά και υποστατικά μυστήρια των αποκαλυπτικών εμπειριών τόσο των εικονογραφουμένωνθεουμένων, όσο και των αγιαζομένων εικονογραφούντων. Επομένως, η «βαθεία καρδία»όλης της εικονογραφικής λειτουργίας των Εικόνων, της ποίησης και της προσκύνησής τους, θεμελιώνεται και ζει μέσα στην ευχαριστιακή εμπειρία, και εν ταυτώ αγρυπνεί, εργάζεται και ειρηνεύει ακριβώς μέσα στην θεοσυναπτική εμπειρία του Ησυχασμού, μέσα στην νηπτική θεωρία και θεολογία του φιλοκαλικού Πνεύματος.

Συνεπώς,η λειτουργία και το έργο της ορατότητας, θησαυρισμένο ήδη μέσα στον άκτιστο λόγο της οράσεως, και μέσα στην εκφαντορία του θεανθρώπινου, είτε ως φυσική των ανθρωπίνων οφθαλμών ιδιότητα, είτε ως πνευματικό και υπέρ φύσιν ενέργημα της άκτιστης ενέργειας και χάρης του Θεού, δια μέσου των αγιαζομένων θεομετεχόντων και θεοπτών είτε ως εικονογραφική λειτουργική Εικόνα και προσκύνηση, τίθεται, μαζί με τον ενιαίο αγιοπνευματικό λεκτικό λόγο, είτε βιβλικό είτε πατερικό, στο κέντρο ακριβώς του Ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης και της Χάριτος.

«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόνόψονται». «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, όψεσθε τον ουρανόνανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του ανθρώπου». «Ο εωρακώς εμέ, εώρακεν τον Πατέρα». «Μακάριοι οι οφθαλμοί οι βλέποντες ά βλέπετε». «Εν αυτώ ζωή ήν, και η ζωή ήν το φως των ανθρώπων…ήν το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπονερχόμενον εις τον κόσμο».

Και η ενυπόστατη θεία Ζωή ήλθε μέσα στην Ιστορία ως ΕνανθρωπήσαςΙησούς Χριστός, ποιώντας το Έργο της Θείας Οικονομίας και απολυτρώσεως του ανθρώπου, και ελάλησε και παρέδωσε τα ρήματα, «ά ακήκοεν παρά του Πατρός» Του, και πρόσφερε την Ζωή Του και το Σώμα Του και το Αίμα Του, μεταλαμβανόμενα στο Ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Και εθεάθη ιστορικώς, με τα φυσικά μάτια των ανθρώπων, τα οποία «μικρόν» εθεώρησαν την πανάχραντη όψιν του προσώπου Του. Και πριν αναληφθεί προς τον Πατέρα Θεό, Αυτός ο Λόγος του Πατρός, ως ένσαρκος πλέον «Χαρακτήρ Αυτού» και ένσαρκο πλέον«Απαύγασμα της δόξης» του Θεού, μας χάρισε, με αχειροποίητο και άρρητο τρόπο, την εκτύπωση της παναγιότευκτης όψης Του. Μαζί με τον δι’Αυτού λαληθέντα και δια των Αποστολικών Αγίων γραφέντα ευαγγελικό Του λόγο, μας χάρισε επιπλέον, και μάλιστα με μία προσωπική θαυματουργική Του ενέργεια, αυτήν την ορατή Εικόνα της Μορφής Του.

Μέσα στην σιγή και την καθαρότητα του Αγίου Μανδηλίου, μόνη η Χάρις του Θεού τυπώνει αθεάτως το θεατό εκτύπωμα της Όψης του Προσώπου του Ιησού Χριστού. Καθώς απομάσσεται το αγιασμένο ύδωρ του Προσώπου του Ιησού Χριστού, διά του αγιασμένου αυτού Μανδηλίου, η άρρητη θεία Χάρις τυπώνει απορρήτως και ομοιογραφεί και εκσφραγίζει επάνω σε αυτό το Μανδήλιο την αχειροποίητη Εικόνα, το αχειρότευκτο εκμαγείο του Προσώπου του Ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου. Έκτοτε η Εικόνα αυτή αποτελεί την Εικόνα-Πηγή όλων των εκκλησιαστικών μας εξεικονίσεων, εικόνων,εικονο-γραφήσεων και παραστάσεων.

Και η παράσταση αυτή της «Αχειροποιήτου Εικόνος ήτοι του Αγίου Μανδηλίου» αναφέρεται από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, και πιστοποιείται από τον αναγνώστη Λέοντα, κατά τις θεολογικές εργασίες της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, ενώ στα Πρακτικά αυτής της Συνόδου υπάρχουν και άλλες αναφορές στην αναπαράσταση της Αγίας Μορφής του προσώπου του Χριστού, όπως εξάλλου και η εικόνα επάνω στην ανεγερθείσα στήλη της αιμορροούσης γυναικός του Ευαγγελίου, με την αφορμή της θεραπείας της από τον Ιησού.

Από την αρχή λοιπόν της επίγειας και ιστορικής ιδρύσεως της Εκκλησίας, το εκκλησιαστικό βίωμα αισθάνεται, εν Πνεύματι Αγίω, σε κάθε ιερή εκκλησιαστική παράσταση και σε κάθε λειτουργική Εικόνα, ένα βαθύ σύνδεσμο με την Αχειροποίητη Εικόνα του Αγίου Μανδηλίου. Και ταυτοχρόνως, δια μέσου της Αχειροτεύκτου Εικόνος, η οπτική θεολογία της Εκκλησίας, απέκτησε και εντόπισε την Πηγή της, ακριβώς όπως και η λεκτική θεολογία, σε Αυτόν τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού και Θεόν Λόγο. Έκτοτε, ιδίως από τον καιρό του θριάμβου των εικόνων, ο οποίος εορτάστηκε ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας, επομένως και ως θρίαμβος της ορθόδοξης θεολογίας, η εκκλησιαστική εικονογραφική Τέχνη, ως οπτική καρδιά της θεολογίας της Εκκλησίας, επαναλαμβάνει δια των αγιογράφων της την Αχειροποίητη Εικόνα του Χριστού, και την πραγματοποιεί ως παράσταση, με τον συνοπτικό τίτλο: Το Άγιο Μανδήλιον.

Εντούτοις, εφόσον Πηγή της εκφωνήσεως του ευαγγελικού λόγου του Κυρίου, αλλά και Πηγή εξεικονίσεως της ευαγγελικής και υποστατικής μορφής του Κυρίου, είναι ο ίδιος ο Ενανθρωπήσας Θεός, ως Ενεργών Σωτήρας Ιησούς Χριστός, επιθυμούσα να θέσω τόσο τον λεκτικό δρόμο όσο και τον οπτικό δρόμο του Ευαγγελίου, το οποίο ο Θεός κατέλειπε στην Εκκλησία Του, σε ένα ενιαίο έργο, στον τόπο μιας ενιαίας συλλειτουργίας,μέσα ακριβώς από την διακονία της εκκλησιαστικής τέχνης της ιερής εικονογραφίας. Αυτός ακριβώς υπήρξε ο εγκάρδιος πόθος μου. Άλλωστε, μέσα στον Ιερό Ναό, τόσο η αγιογράφηση, δηλαδή οι παραστάσεις επάνω στους τοίχους του ναού αλλά και οι φορητές εικόνες, όσο και ο ευαγγελικός λόγος, ο οποίος υπάρχει ως γραφή μέσα στις σελίδες του επάνω στη Αγία Τράπεζα εναποτεθειμένου ιερού Ευαγγελίου, και τα δύο αυτά, Εικόνες και Ευαγγέλιο, αισθητοποιούνται ως ορατά ιερά αντικείμενα της θείας Λατρείας.Και ο λαληθείς, δηλαδή ο λεκτικός λόγος του Κυρίου, έρχεται επίσης στην τάξη της Εικόνας, και γίνεται Εικόνα, ως οπτική γραφή και σωματοποιείται ως ιερό βιβλίο και πράγμα, ως ιερό Ευαγγέλιο.

Εξάλλου, εάν η Εκκλησία δικαίωσε, και μάλιστα με τρόπο θριαμβευτικό, την θεμελιακώς χριστοκεντρική θεολογία των Εικόνων, τόσο ως λειτουργικό και λατρευτικό τρόπο ποίησης των αγίων Εικόνων, όσο και ως τιμητικό τρόπο προσκύνησης αυτών, η Εικόνα ακριβώς που ποθούσα να δημιουργήσω, επεδίωκε να φέρει στην επιφάνεια των δύο διαστάσεων μιας αγιογραφικής παράστασης, όλα όσα εικονίζονται και κατα-γράφονται μέσα στον χώρο των τριών διαστάσεων του Ιερού Ναού. Εξάλλου, κατά την Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου, ο Ιερός Ναός θεωρείται τύπος και εικόνα τόσο του κόσμου, του συγκροτημένου από ορατές και αόρατες ουσίες, όσο και του όλου ανθρώπου, του σώματος και της ψυχής του με τις δύο δυνάμεις της, την θεωρητική, δηλαδή τον νου και την πρακτική, δηλαδή τον λόγο. Αλλά ο Ιερός Ναός είναι επιπλέον, ως Εκκλησία, τύπος και εικόνα του Θεού και συνεπώς εικόνα του όλου Εκκλησιαστικού Σώματος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.

Επομένως, ως απάντηση σε αυτό το μύχιο πνευματικό μου αίτημα, κατά την διαδικασία της πραγματοποίησης της εκκλησιαστικής Εικόνας με τον τίτλο «Το Άγιο Μανδήλιον», μου χαρίστηκε αυτή η Εικόνα, ως ενιαία συλλειτουργία της λεκτικής και της οπτικής μαρτυρίας του Ευαγγελίου της Σωτηρίας, της Αληθείας και της Χάριτος, διαμέσου εντούτοις της ησυχαστικής εμπειρίας και επινοίας του θαβωρείου Φωτός της Μεταμορφώσεως. Άλλωστε, η έμπνευσή μου αυτή θεμελιώνεται μέσα ακριβώς και σε προσωπικές δωρεές αποκαλυπτικών όντως συνομιλιών και οράσεων, κατά τις ευλογημένες εκείνες συναντήσεις που είχα μετά των αγίων γερόντων Παϊσίου του Αγιορείτου και Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ