Η σημασία των Ιερών Κανόνων του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου στη ζωή της Εκκλησίας

30 Ιανουαρίου 2020

Ο όρος «Κανών» στην χριστιανική ορολογία είναι τεχνικός και έχει τρεις σημασίες: α) προσδιορίζει το σύνολο των αυθεντικών και γνήσιων βιβλίων της Αγίας Γραφής (Κανών Αγίας Γραφής), β) ορίζει τη σειρά των ψαλλομένων Εκκλησιαστικών Ύμνων (π.χ. Κανών της Αναστάσεως), γ) ορίζει το νομοθετικό περιεχόμενο των Διατάξεων της Εκκλησίας. Πρέπει να γίνει κατανοητό εξ αρχής ότι ο όρος «Κανών» αντιδιαστέλλεται από το περιεχόμενο του πολιτειακού όρου «Νόμος». Επιπρόσθετα, ο όρος «Κανών» αντιδιαστέλλεται από τη λέξη «Όρος», ο οποίος αναφέρεται ουσιαστικά και κατ’ ακρίβεια στο δογματικό περιεχόμενο των αποφάσεων των Ιερών Συνόδων.

Στην Ανατολική Ορθόδοξη Θεολογία τα δόγματα δεν αποτελούν αφηρημένες έννοιες ή εκφράσεις, αλλά πραγματικές και ζωντανές αλήθειες, οι οποίες αναγνωρίζονται στη ζωή της Εκκλησίας και του oρθόδοξου χριστιανού. Στην πραγματικότητα δηλαδή, η ανάπτυξη και η πραγματοποίηση της δογματικής διδασκαλίας αποτελεί την αλήθεια της πίστης, όπως αυτή βιώνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το δόγμα, δεν είναι μία αφηρημένη διδασκαλία ή μία αξιωματική αλήθεια, αλλά μια βιωματική εμπειρία που πραγματώνεται και ενσωματώνεται στη ζωή και την ιστορία.

Ένας από τους βασικούς τρόπους που το δόγμα εκφράζεται και πραγματοποιείται στη ζωή της Εκκλησίας είναι οι Ιεροί Κανόνες. Είναι κατανοητό ότι ανάμεσα σε δόγματα και Κανόνες, υπάρχει μία άμεση και ουσιαστική σχέση, η οποία χαρακτηρίζεται ως σχέση κατεύθυνσης ab intra ad extra. Οι Κανόνες αποτελούν όχι μόνο την εξωτερική, την ορατή και την ιστορική παρουσίαση του δόγματος, αλλά καθίστανται παράλληλα ως η μεταβλητή έκφραση του αμετάβλητου των δογμάτων. Τούτο σημαίνει ότι, επειδή η αλήθεια του δόγματος δεν μπορεί να μεταβληθεί, μέσω των ιερών Κανόνων μεταβάλλεται ο τρόπος της έκφρασης του δόγματος, έτσι ώστε το δόγμα να καθίσταται βιώσιμο και διαρκώς προσαρμοσμένο στη ζώσα πραγματικότητα της Εκκλησίας, άνευ μεταβολής της ουσίας και του περιεχομένου του. Ο σκοπός δηλαδή του Κανόνα, είναι να εκφράσει, με τον τελειότερο κατά το δυνατόν τρόπο, το περιεχόμενο και την ουσία της Εκκλησίας, ώστε να παρέχεται στον πιστό η δυνατότητα βιωματικής αφομοίωσης του περιεχομένου που ενυπάρχει στο δόγμα.

Η έκφραση αυτή της βιωματικής πραγμάτωσης της ουσίας της Εκκλησίας, νοηματοδοτείται κάθε φορά στο περιβάλλον συγκεκριμένων ιστορικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων ιστορικών περιστάσεων, εντός του πλαισίου συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής. Ακριβώς επ’ αυτής της βάσεως, γίνεται αντιληπτή η δυνατότητα μεταβολής των Κανόνων της Εκκλησίας, καθ’ όσον η Εκκλησία για να εκπληρώσει την αποστολή της, λαμβάνει υπ’ όψιν της τις ιστορικές προϋποθέσεις και τις ιστορικές περιστάσεις, κάτω από τις οποίες οι Κανόνες συνεγράφησαν εκφράζοντας την ουσία της. Με δεδομένο ότι οι ιστορικές προϋποθέσεις και περιστάσεις μεταβάλλονται, η Εκκλησία δύναται στη σοφία της να προβαίνει και στη σχετική μεταβολή των Κανόνων. Πρέπει να τονιστεί ότι η μεταβολή αυτή, σημειώνεται στο περιβάλλον του γράμματος του Κανόνος και όχι του πνεύματος του Κανόνος.

Η μεταβολή και η εξέλιξη των εξωτερικών συνθηκών των ιερών Κανόνων, παράγει ουσιαστικά εξέλιξη και ανάπτυξη του βίου της Εκκλησίας σε νέες συνθήκες. Συμπληρωματικά, στη λειτουργία αυτή των ιερών Κανόνων λειτουργεί πάντα η παρουσία Εκκλησιαστικών Διατάξεων σε περιβάλλον νομοθετικού περιεχομένου, έτσι ώστε ο εκκλησιαστικός βίος να κινείται ομαλά από κάθε άποψη. Προς τούτο συνηγορεί η ίδια η γέννηση των Κανόνων της Εκκλησίας. Οι Κανόνες δεν θεσπίστηκαν ταυτόχρονα με την εμφάνιση της Εκκλησίας στην ιστορία, αλλά γεννήθηκαν σταδιακά και σε εξέλιξη σε μεταγενέστερες στιγμές της πορείας της εντός της ιστορίας. Τούτο εμφαίνεται προοδευτικά στην Εκκλησιαστική Ιστορία, όπου πολλές φορές οι εξωτερικοί παράγοντες που επέβαλαν την δημιουργία Κανόνων, εμφανίζονται σθεναρά στην έρευνα προδίδοντας, αφ’ ενός μεν την ανάγκη περιχαράκωσης της αλήθειας της πίστης, αφ’ ετέρου δε της οργάνωσης και της διοίκησης του χρηστού βίου της Εκκλησίας.

Στο Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός παραδίδει κανονικούς ορισμούς, προσδιορίζοντας διαγραμματικά τη δομή και τη διάρθρωση της Εκκλησίας στην ιστορική της ύπαρξη. Στο περιβάλλον της Καινής Διαθήκης ευρύτερα, παρουσιάζονται Κανόνες ήδη από των Αποστολικών χρόνων, οι οποίοι επιχειρούν την οργάνωση της Εκκλησίας. Ακολούθως, τα διάφορα προβλήματα τα οποία ανακύπτουν στην νεοϊδρυθείσα Εκκλησία τίθενται στη μέριμνα των Επισκόπων, οι οποίοι μέσω Συνόδου είτε ακόμα και με συνεννόηση διά αλληλογραφίας, επιχειρούν την κατά δίκαιον επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Αργότερα οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι, αποτυπώνουν μια πλήρη Εκκλησιαστική οργάνωση θεσπίζοντας Κανόνες από τις διάφορες αφορμές που δόθηκαν στο Εκκλησιαστικό σώμα και από περιστατικά τα οποία επηρέαζαν τον  Εκκλησιαστικό βίο.

Η έρευνα μπορεί με βεβαιότητα να επισημάνει ότι, η θέσπιση των ιερών Κανόνων βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με τις ανάγκες των χριστιανών, τις οποίες η Εκκλησία επιχειρεί να επιλύσει. Η Εκκλησία δηλαδή, αντιλαμβανόμενη την ανάγκη των πιστών, δύναται και παραλλήλως οφείλει να προσαρμόζει τα δεδομένα των Κανόνων στις νέες ανάγκες ακόμα και με δυνατότητα τροποποίησης ή και κατάργησης των Κανόνων, που κρίνονται είτε ανεφάρμοστοι είτε μη χρηστικοί για τη ζωή των πιστών και του σώματος της Εκκλησίας. Παραλλήλως, η Εκκλησία έχει το δικαίωμα θέσπισης νέων Κανόνων, στα δεδομένα των σύγχρονων αναγκών των πιστών αν και εφόσον κρίνει την ύπαρξη αυτής της ανάγκης.

  Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ