Το πολίτευμα της Εκκλησίας βάσει των βιβλίων της Καινής Διαθήκης-Σύντομη αναφορά

12 Ιανουαρίου 2020

Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης πέρα από το καθαρά θεολογικό περιεχόμενο τους, τις αναφορές τους δηλ. στο πρόσωπο και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού, καθώς επίσης και στο περί Αυτού κήρυγμα και διδασκαλία των μαθητών Του, των αποστόλων, αποτελούν και μιας πρώτης τάξεως πηγή, την πρωιμότερη και βασικότερη, για τη ζωή, την ιστορία και τους θεσμούς της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας. Ένα λοιπόν από τα βασικά στοιχεία της ιστορίας και ζωής της πρώτης Εκκλησίας είναι και το πολίτευμά της, ο τρόπος δηλ. οργάνωσης και διοίκησής της. Και τούτο είναι εξαιρετικά σημαντικό, δεδομένων των όσων γράφονται και λέγονται σχετικά σήμερα, συνήθως με αρνητικό τρόπο και περιεχόμενο.

Α. Οι πρώτες πληροφορίες περί του εκκλησιαστικού πολιτεύματος παρέχονται από το βιβλίο των Πράξεων Αποστόλων. Πληροφορίες ιδιαίτερα σημαντικές, όχι μόνο γιατί αντικατοπτρίζουν την εμπειρία και πράξη της αρχέγονης Εκκλησίας επί του προκειμένου ζητήματος, αλλά και γιατί αποτελούν μαρτυρία της αποστολικότητας των εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Οι Πράξεις λοιπόν αναφέρουν δυο «είδη» εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Πρόκειται αφ’ ενός μεν για τους περιοδεύοντες αξιωματούχους, αφ’ ετέρου δε για τους αξιωματούχους των τοπικών εκκλησιών. Οι πρώτοι από αυτούς, οι περιοδεύοντες, αποτελούνται α) από τους «ἀποστόλους» (Λκ. 11,49. Α’ Κορ. 12,28), τίτλος που αποδίδεται μόνο στους 12 μαθητές του Κύριου, καθώς μόνο αυτοί υπήρξαν μάρτυρες της Αναστάσεως Του και, συμφώνα με τη μαρτυρία του Ευαγγελίου, επιλέχτηκαν προσωπικώς από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό (Μτ. 10,2. Μκ. 3,14. Λκ. 6,13), και β) από  τους «προφῆτες» (Λκ. 11,49. Α’ Κορ. 12,28) και «διδάσκαλους» (Πράξ. 13,1.), οι οποίοι αποτελούν τους άμεσους μαθητές, συνεργάτες, διαδόχους και συνεχιστές του έργου των αποστόλων. Οι προφήτες διακρίνονται από τους αποστόλους όχι μόνο γιατί χειροτονήθηκαν από αυτούς, αλλά επειδή επιλέχτηκαν στη συγκεκριμένη θέση από το Άγιο Πνεύμα και όχι προσωπικώς από τον Ιησού Χριστό. Oι απόστολοι και η τάξη των προφητών, που συνδύαζε το χάρισμα και τη χειροτονία, είχαν αναλάβει κυρίως την σε υπερτοπικό επίπεδο ιεραποστολή, το κήρυγμα, τη χειροτονία νέου ιερατείου και την ίδρυση νέων εκκλησιών (Πράξ. 13,1. 15,22.32), ενώ «ἡγοῦντο» και «τῆς Εὐχαριστίας», όποτε βρίσκονταν σε κάποια ευχαριστιακή σύναξη (Πράξ. 20,7-12). Τη δεύτερη «ομάδα», τους αξιωματούχους του τοπικού ιερατείου, αποτελούν οι «πρεσβύτεροι» (Πράξ. 11,30. 14,23. 15,2.4.6.22 εξ.) και «ἐπίσκοποι» (Πράξ. 20,28). Οι τοπικοί αυτοί αξιωματούχοι αποτελούν τους υπευθύνους και τους αντιπροσώπους των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων όχι μόνο για ζητήματα διοικητικής φύσεως, αλλά και για τη διδαχή, τη διδασκαλία και την τέλεση της Ευχαριστίας, όποτε απουσίαζαν οι απόστολοι, μια θέση στην οποία τοποθετηθήκαν από τους αποστόλους, με τους οποίους και παραμένουν σε διαρκή εξάρτηση και επικοινωνία (Πράξ. 14,23. 20,17). Γεγονός που επιβεβαιώνει την αποστολικότητα του αξιώματος τους.

Β. Σημαντικές επίσης πληροφορίες για το πολίτευμα της Εκκλησίας παρέχουν και οι επιστολές του Παύλου. Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει μια ποικιλία όρων, δηλωτικών κάποιου εκκλησιαστικού αξιώματος. Σταθεροί παραμένουν οι τίτλοι των περιοδευόντων αξιωματούχων της Εκκλησίας, δηλαδή των αποστόλων, προφητών και διδασκάλων, με το ίδιο ακριβώς εννοιολογικό περιεχόμενο που συναντούμε και στις Πράξεις. Εκεί που διαπιστώνεται μια διαφοροποίηση, ή καλύτερα μια πολυτυπία όρων, είναι στους τίτλους των αξιωματούχων των τοπικών εκκλησιών. Στις περισσότερες επιστολές του Παύλου είναι ιδιαίτερα συνήθεις οι όροι «προϊστάμενος» (Α’ Θεσ. 5,12), «διάκονος» (Α’ Θεσ. 5,12. Α’ Κορ. 16,16) ή το σχήμα «ἐπίσκοπος-διάκονος» (Φιλιπ. 1,1). Η εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ξεκάθαρη· το δηλωτικό των εκκλησιαστικών αξιωμάτων λεξιλόγιο του Παύλου δεν είναι ακόμη σταθερό, ούτε έχει ακόμη καταστεί τεχνικό. Φαίνεται όμως ότι αντανακλά το εν χρήσει λεξιλόγιο της τοπικής εκκλησίας της Αντιόχειας και των εξαρτώμενων από αυτήν άλλων τοπικών εκκλησιών (βλ. Α. Lemaire, Les ministères de l’ Église, Cerf, Paris, 1971, σσ. 108). Μια ελαφρά διαφοροποίηση διαπιστώνουμε στην Προς Εβραίους επιστολή, όπου οι επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας των Ιεροσολύμων αναφέρονται με τον γενικό τίτλο «ἡγούμενοι» (Ἑβρ. 13,7.17.24). Στις λεγόμενες Ποιμαντικές επιστολές, τέλος, είναι ιδιαίτερα συνήθης ο όρος «πρεσβύτερος» (Α’ Τιμ. 4,15. 5,17.19. Τίτ. 1,5.), που στο Τίτ. 1,7 έρχεται σε άμεση συνάρτηση και εννοιολογική ταύτιση με τον επίσης παλαιό όρο «ἐπίσκοπος» (Α’ Κορ. 16,16. Α’ Θεσ. 5,12 και Ρωμ. 12,8).

Γ. Σημαντικές επίσης πληροφορίες για το πολίτευμα της Εκκλησίας περιέχονται και στις Καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης. Στην επιστολή του Ιακώβου γίνεται λόγος για τους «πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας» (Ιακ. 5,13) ως αξιωματούχων της τοπικής εκκλησίας. «Πρεσβύτεροι» επίσης ονομάζονται και οι αξιωματούχοι της τοπικής εκκλησίας στην Α’ Πέτρου, οι οποίοι ποιμαίνουν «τὸ ἐν αὐτοῖς ποίμνιον ἐπισκοποῦντες» (Α’ Πέτρ. 5,1-2). Είναι σαφές ότι αυτοί οι ἐπισκοποῦντες πρεσβύτεροι έχουν άμεση σχέση με τους ἐπισκόπους των επιστολών του Παύλου. Στην επιστολή αυτή απαντά επίσης και ο μοναδικός στην Καινή Διαθήκη όρος «συμπρεσβύτερος» (Α’ Πέτρ. 5,1), που ταυτίζει το αποστολικό αξίωμα του αποστόλου Πέτρου (Α’ Πέτρ. 1,1) με τον όρο πρεσβύτερος. Γεγονός που αποδεικνύει ότι οι πρεσβύτεροι, ως μέλη του τοπικού ιερατείου, «ἐπέχουν πλήρως τὸν τόπον καὶ τὴν εὐθύνην τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας» (Χ. Βούλγαρη, Ἡ Ἑνότης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 61996, σελ. 400). Kάτι που παρατηρήσαμε ήδη και στις επιστολές του απ. Παύλου, όπου και εκεί είδαμε ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τη δήλωση των εκκλησιαστικών αξιωμάτων δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί, ούτε καταστεί τεχνικοί. Στις Καθολικές επιστολές Ιωάννου, ο συγγραφέας τους που αυτοαποκαλείται «πρεσβύτερος» (Β’ Ιω. 1.  Γ’ Ιω. 1), παρουσιάζεται ως υπεύθυνος μιας ομάδας τοπικών εκκλησιών, παραπέμποντας έτσι στον συμπρεσβύτερο της Α’ Πέτρ. (5,1), που απευθύνεται στους πρεσβυτέρους (Α’ Πέτρ. 5,1) μιας ομάδας τοπικών εκκλησιών (Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας, Βιθυνίας) (Α’ Πέτρ. 1,1.).

Δ. Σε ό, τι αφορά, τέλος, στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, εκείνος από τους ως άνω μνημονευόμενους δηλωτικούς εκκλησιαστικού αξιώματος όρους, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μνημονεύεται εδώ με αντίστοιχο εννοιολογικό περιεχόμενο, είναι αυτός του “πρεσβυτέρου” (Αποκ. 4,4.10. 5,5.6.8.11.14. 7,11.13. 11.16). Αν και η συμμετοχή των 24 πρεσβυτέρων στην ουράνια λειτουργία είναι εδώ ένα γεγονός πρωταρχικά συμβολικό, όπου οι ως άνω πρεσβύτεροι συμβολίζουν την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη (δώδεκα προφήτες Π.Δ., δώδεκα απόστολοι Κ.Δ.), παρ’ όλα ταύτα έχει σαφείς ιστορικές καταβολές, αποτελώντας στην ουσία μια μαρτυρία των όσων συνέβαιναν στην πραγματικότητα, και δη τον λειτουργικό ρόλο των πρεσβυτέρων στη μυστηριακή ζωή της κάθε τοπικής εκκλησίας.

Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε όλες αυτές τις πληροφορίες των βιβλίων της Καινής Διαθήκης περί του πολιτεύματος της αρχέγονης Εκκλησίας στα εξής σημεία: Θα πρέπει αρχικά να γίνει αποδέκτη η διαίρεση του χριστιανικού ιερατείου σε δυο βασικές κατηγορίες, όπως άλλωστε φαίνεται ξεκάθαρα από το βιβλίο των Πράξεων. Από τη μια πλευρά στο περιοδεύον ιερατείο, το οποίο αποτελείται κατ’ αρχάς από τους αποστόλους, οι οποίοι αντλούν το εξαιρετικό κύρος τους από την απ’ ευθείας εκλογή τους προσωπικώς από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, και κατόπιν από τους προφήτες, τους μαθητές και συνεργάτες των αποστόλων, οι οποίοι οφείλουν το κύρος τους αφ’ ενός μεν στην εκλογή τους από το Άγιο Πνεύμα, αφ’ ετέρου δε στη χειροτονία τους από τους αποστόλους. Οι προφήτες διακρίνονται μεν από τους αποστόλους στο ότι δεν εκλέχτηκαν προσωπικώς από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ωστόσο αμφότεροι, ἀπόστολοι και προφῆτες μπορούν να ευαγγελίζονται τον λόγο του Θεού χωρίς κανένα τοπικό περιορισμό, να ιδρύουν εκκλησίες, να τελούν σ’ αυτές την Ευχαριστία και να χειροτονούν σ’ αυτές το ιερατείο των νέων τοπικών εκκλησιών, δηλ. τους ἐπισκόπους ή πρεσβυτέρους και διακόνους κ.ά.

Από την άλλη πλευρά, το ιερατείο των τοπικών εκκλησιών αποτελείται, όπως προαναφέραμε, από τους ἐπισκόπους ή πρεσβυτέρους και διακόνους, η ευθύνη των οποίων έναντι του ποιμνίου και της τοπικής εκκλησίας τους δεν είναι μόνο διοικητική, αλλά και πνευματική, ενώ αντλούν την εξουσία και το κύρος τους από τους αποστόλους και τους προφήτες, με τους οποίους βρίσκονται, ή οφείλουν να βρίσκονται, σε κοινωνία. Η τριμερής διαίρεση του ιερατείου των τοπικών εκκλησιών με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα (επίσκοπος-πρεσβύτερος-διάκονος) είναι ελαφρώς μεταγενέστερη, πρωτο-εμφανίζεται δε στις επιστολές του Ιγνατίου, επισκόπου Αντιοχείας, που ανάγονται χρονικά στο α’ μισό του β’ μ. Χ. αιώνος. Η εξέλιξη αυτή προϋποθέτει την προϊόντος του χρόνου σταδιακή εγκατάσταση των μελών του περιοδεύοντος ιερατείου, των προφητῶν, των μαθητών δηλ. και διαδόχων των αποστόλων που είχαν ήδη βιολογικά εκλείψει, σε τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες για διαφόρους πρακτικούς κυρίως λόγους (βλ. γήρας κ.ά.). Το κατά τι προγενέστερο χρονικά κείμενο της Διδαχής των Δώδεκα Αποστόλων (90-110 μ.Χ) είναι επί τούτου ιδιαίτερα κατατοπιστικό: ο περιοδεύων προφήτης, που εδώ ειδικά ονομάζεται και ἀπόστολος (Διδ. Χ, 7), προφανώς λόγω της προαναφερθείσης ιδιαίτερης σχέσης του με τους 12 αποστόλους του Κυρίου, καθίσταται εξ αιτίας του κύρους του ἀρχιερεύς (Διδ. XIII, 5) της τοπικής εκκλησίας, ολοκληρώνοντας έτσι και όχι καταργώντας το τοπικό ιερατείο. Έκτοτε, όπως πιστοποιείται και από την επιστολή του Πολυκάρπου Σμύρνης Προς Φιλιππησίους, το τοπικό χριστιανικό ιερατείο παγιώνεται με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα.