Αργόσυρτα κατακτούσε ανεπαισθήτως μιαν ανώτερη κατάσταση ύπαρξης

20 Φεβρουαρίου 2020

Ο συγγραφέας του κειμένου είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.

Η μνήμη είναι βασική λειτουργία της ανθρώπινης υπόστασης και του ανθρώπινου πολιτισμού· στα καθ’ ημάς, μάλιστα, στην ορθόδοξη εκκλησία μας, υπάρχουν τελετές μνήμης, όπως τα μνημόσυνα για να θυμόμαστε τους τεθνεώτες εν τη απουσία τους.
Αυτό, άλλωστε, συνιστά και την ουσία της παράδοσης, η οποία περιεκτικά, ας πούμε, πως είναι η σχέση που διατηρούμε εμείς οι ζώντες με τους νεκρούς προγόνους και τους μέλλοντες να γεννηθούν απογόνους μας.
Η τελετή μνήμης προσφέρει ευκαιρία να συντηρούμε τους κοινοτικούς δεσμούς μας, και ως κοινότητα εννοώ την ευρύτερη οικογένεια, τη γειτονιά, την ενορία, τους φίλους μας.

Την Κυριακή, λοιπόν, στις 16 του Φλεβάρη, στην ενορία του Αγίου Νικολάου στην Ξηροκρήνη της λαϊκής Θεσσαλονίκης, μνημονεύσαμε τη μαμά μου, την Κωνσταντία, που ήταν καλό κορίτσι, με την ουσιαστική σημασία του καλού παιδιού.
Η Ντίνα γέννησε τρία αγόρια, τον Γιάννη, που πέθανε πριν γεννηθούμε εμείς οι επόμενοι δυο, ο Κώστας και ο Ευριπίδης. Δεν θα αναφερθώ στην ονοματοδοσία μας, τραγική ιστορία, ανάμεσα σε άλλες τέτοιες petites histoires, των δεκαετιών του ’50 και του ’60.
Άφησε τρία εγγόνια, τον Στέργιο, την Κωνσταντίνα και τον Γιάννη-Άγγελο.

Πίσω της η μαμά μου δεν άφησε κανένα χρέος!
Ένα μόνο χρέος είχε, το κοινόφλητο χρέος, το κοινό χρέος όλων μας απέναντι στον θάνατο· και τούτο το πλήρωσε στις 11 Ιανουαρίου 2020, στις εννέα το πρωί. Δεν χρωστούσε τίποτα σε κανένα, μόνον εμείς της χρωστούσαμε και θα της χρωστάμε πολλά, ρητά και άλλα ανομολόγητα.
Ήταν κορίτσι παντοτινό, αεί κοράσιον, ανιδιοτελές, αφανώς στηρίζοντας όλους μας, σύζυγο, τέκνα και εγγόνια, χωρίς την παραμικρή συμπεριφορά ή διάθεση αυτοπροβολής.

Δεν είπε ποτέ «βαριέμαι». Ήταν ταμένη να εργάζεται και να υπηρετεί μέχρι πέρατος ό,τι της ανετίθετο, από τα οικοκυρικά μέχρι κάποια εργασιακά καθήκοντα στη βιομηχανία.
Ως πιστή ήταν συνεπής στη σχέση της με την προσευχή, χωρίς να πηγαίνει προγραμματισμένα στην εκκλησία, αλλά επικαλείτο τακτικά την Αγία Ειρήνη, τον Άγιο Ραφήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τους τρεις θεράποντες αγίους.

Ήταν λιτή, δωρική, σπαρτιάτισσα, δεν αγόραζε πράγματα για τον εαυτό της, αλλά προσέφερε αφειδώς για τα παιδιά και τα εγγόνια της. Ως απλό σχεδόν αναλφάβητο κορίτσι -και στο λαϊκό περιβάλλον όπου ζούσε- υπήρξε ταπεινή, αλλά διακρινόταν από όλες και από όλους για την ευγένεια και την σιωπηλή ιδιαιτερότητα της αριστοκρατικής, εντέλει, συμπεριφοράς της.

Κωνσταντία Θεολόγου.

Έτσι, ως πένης, ορφανή από την ευβοιώτισσα μάνα και υιοθετημένη από ζευγάρι προσφύγων στον εβραϊκό μαχαλά της Θεσσαλονίκης, έζησε ζόρικα παιδικά χρόνια. Ωστόσο, αργόσυρτα και σταδιακά κατακτούσε ανεπαισθήτως μιαν ανώτερη κατάσταση ύπαρξης και επέλεγε μιαν ηθικά ανυψωμένη στάση ζωής, χωρίς να έχει συνείδηση αυτής της αξιακής εξάχνωσης της.
Δεν μας «κρατούσε ποτέ μούτρα», δεν είχε τέτοιο ύφος, ούτε τέτοια αξίωση, απλώς προσπερνούσε τα εκφραστικά και συμπεριφορικά αγκάθια της καθημερινότητας ωσεί μη γενόμενα.

Δεν είπε ποτέ κακή κουβέντα για άνθρωπο, δεν έλεγε άλλωστε κακές λέξεις και μας απαγόρευε να τις λέμε κι εμείς. Ο αδελφός μου, μάλιστα, ακόμη και τώρα, δεν τις εκστομίζει. Εγώ, ως οδηγός μοτοσικλέτας, είμαι κάπως αθυρόστομος. Ως τέτοιος παραφερόμουν, ενίοτε, και της φώναζα και μετά ζητούσα «συγγνώμη μαμά».
Η απάντησή της ήταν «Έλα, βρε, αγόρι μου, δεν χρειάζεται να μου ζητάς συγγνώμη, αφού το παιδί μου είσαι και είμαι η μάνα σου». Έτσι, μου δίδαξε την ουσία της συγχώρεσης, δηλαδή της συνύπαρξης των ανθρώπων στον ίδιο χώρο, δηλαδή του συν + χωρώ.

Για να συγχωράς, πρέπει πρωτίστως να αγαπάς, η συγχώρεση δεν είναι μια διαδικασία σεβασμού των ορίων του άλλου, όπως θεωρούμε σύμφωνα με τα προτάγματα του Διαφωτισμού, ούτε η ελευθερία μας τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου.

Η συνύπαρξή μας είναι μια διαδικασία συγχώρεσης και προϋποθέτει απολύτως την αγάπη, αλλιώς δεν θα συνυπάρξουμε ποτέ. Δεν είναι ζήτημα χωρικό και ορίων, είναι ζήτημα περιχώρησης και αγάπης.
Αυτό το μάθημα το διδάχτηκα με τον αναστοχασμό της απουσίας της μαμάς μου, και ίσως τούτο να είναι ένα ακόμη τεκμήριο της σημασίας ενός μνημόσυνου.