Ορίζοντας τον «καλό θάνατο»

14 Φεβρουαρίου 2020

Ο θάνατος αποτελεί μέρος της ανθρώπινης υπόστασης όντας το τελικό στάδιό της. Ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός. Οι άνθρωποι που επιζητούν την ευθανασία αποβλέπουν στο να έχουν έναν καλό θάνατο, ο οποίος είναι προτιμότερος από λίγες παραπάνω ώρες ή μέρες ζωής γεμάτες πόνο και βάσανα. Καθώς, λοιπόν, η κατάσταση είναι αυτή, πολλοί ερευνητές εξέτασαν διεξοδικά πως ορίζεται ένας «καλός θάνατος».

Ένας «καλός θάνατος», λοιπόν, αφορά μια διαδικασία, κατά την οποία ο ασθενής υποστηρίζεται σωματικά, ψυχολογικά, πνευματικά και συναισθηματικά από την οικογένειά του, τους φίλους του και από τους θεράποντες ιατρούς του. Ακόμη, μπορεί να αφορά μια διαδικασία, κατά την οποία ο ασθενής, η οικογένειά του και οι φροντιστές δεν υφίστανται ταλαιπωρία και αγωνία και εκφράζονται οι επιθυμίες του ασθενή και της οικογένειας σύμφωνα με τα πολιτιστικά και ηθικά πρότυπα (Chochinov, 2006: 84-103).

Ο Weisman (1972) περιγράφει τον «καλό θάνατο» σύμφωνα με τα παρακάτω τέσσερα κριτήρια:

• Όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση των εσωτερικών συγκρούσεων (π.χ. του φόβου για την απώλεια του ελέγχου της κατάστασης).

• Σεβασμός προς την προσωπική ταυτότητα του ατόμου.

• Ενίσχυση ή/και διατήρηση των κρίσιμων σχέσεων και επίλυση των συγκρούσεων όταν αυτό είναι εφικτό.

• Ενθάρρυνση του ατόμου του καθορισμού των μελλοντικών του στόχων, παρέχοντας την αίσθηση της συνέχειας.

Όταν βοηθούν έναν ασθενή να έχει έναν «καλό θάνατο», τότε ο πόνος του ανακουφίζεται, απαλλάσσεται από επιπλέον διάρκεια ζωής που μόνο βάσανα θα μπορούσε να του προσφέρει, η κατάσταση ελέγχεται και ενισχύονται οι σχέσεις του ασθενούς με τα αγαπημένα του πρόσωπα. (Chochinov, 2006: 84-103).

Ο πυρήνας των παραπάνω απόψεων αποδίδεται μάλλον εύστοχα και εύγλωττα στο διήγημα του Λέων Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», του οποίου ο ήρωας πεθαίνει μέσα σε αφόρητους πόνους εξαιτίας μιας θανατηφόρας κοιλιακής ασθένειας. Σε όλη του τη ζωή υπήρξε ένας αλαζονικός και ματαιόδοξος άνθρωπος και τη στιγμή που πλησιάζει ο θάνατός του συνειδητοποιεί ότι έχει έναν θάνατο ανάλογο της ζωής που έζησε. Επιθυμεί, λοιπόν, συντροφιά, παρηγοριά, χάδια και φιλιά σαν να ήταν μικρό παιδί. Ωστόσο, σχεδόν κανείς δεν τον καταλαβαίνει, ούτε οι συγγενείς ούτε οι φίλοι του, ούτε οι γιατροί του (Τολστόι, 1989, Τσομπανίδης, 2018: 235-236).

Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Στ. Τσομπανίδης στη μελέτη του με θέμα «Ο άνθρωπος είναι το γιατρικό του ανθρώπου: Η φιλανθρωπία ως μέρος της αντιμετώπισης του καρκίνου» (2018), συμπεριλαμβάνονται πολύ συχνά σε σεμινάρια ή σε υποχρεωτικά αναγνώσματα όσων εκπαιδεύονται να προσφέρουν ανακούφιση σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας. Το λογοτέχνημα αυτό επηρέασε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τον Αμερικανό χειρουργό και καθηγητή στο Χάρβαρντ Ατούλ Γκαουάντε, ο οποίος στο βιβλίο του «Εμείς οι θνητοί» επιχειρεί να εντοπίσει επιλογές που θα ανταποκρίνονται στις βιοψυχοκοινωνικές ανάγκες ενός ανθρώπου που υποφέρει και όχι απλώς ενός οργανισμού που νοσεί. Ο ίδιος εξομολογείται πόσο τον επηρέασε η επαφή του με ασθενείς σε τελικό στάδιο, καθώς συνειδητοποίησε ότι ήταν ελάχιστα έτοιμος να τους βοηθήσει. Με το πέρασμα των χρόνων όμως, όταν και απέκτησε πολλές εμπειρίες, παραδέχτηκε ότι «η απλή αλλά καίρια φροντίδα» του Γεράσιμου στο έργο του Τολστόι, δηλαδή «να αντιληφθούμε την ανάγκη ενός ανθρώπου που πεθαίνει, [την ανάγκη] για την καθημερινή παρηγοριά, για συντροφιά, για βοήθεια να εκπληρώνει τους περιορισμένους στόχους του, εξακολουθεί να λείπει, αφήνοντας, έναν αιώνα αργότερα, ένα καταστροφικό κενό». (Γκαουάντε, 2016: 15, Τσομπανίδης, 2018: 237).

Μια τέτοια είδους θεώρηση συνταυτίζεται οπωσδήποτε με την παραδοσιακή χριστιανική διδασκαλία, κατά την οποία κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από φύλο, καταγωγή, κοινωνική θέση κλπ. έχει δικαίωμα στην αγάπη μας, στην αλληλεγγύη μας και στη βοήθειά μας, όταν χρειαστεί. Η φιλανθρωπία αυτή είναι μια μοναδική και ανεπανάληπτη αξία, καθώς ο άλλος, ο ξένος, ο πλησίον μας δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό ενσαρκωμένο. Πρόκειται, δηλαδή, για μια θεολογία της οικουμενικής αγάπης, που χωρά όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Με άλλα λόγια, ο φτωχός, ο ξένος, ο αδύνατος, ο κατατρεγμένος, εξυψώνεται τόσο πολύ χάρη σ’ αυτήν την αγάπη, ώστε στο πρόσωπό του να εικονίζεται ο ίδιος ο Χριστός. (Σταμούλης, 2008, Τσομπανίδης, 2018: 243).

Το δικαίωμα στον «καλό θάνατο»

Βεβαίως, δεν μπορεί να διατυπωθεί για τον «καλό θάνατο» ένας ορισμός κοινά αποδεκτός για όλους τους ανθρώπους. Μεγάλο ρόλο παίζουν οι προσωπικές αξίες και αντιλήψεις του καθενός ανθρώπου, καθώς και το γενικότερο πλαίσιο της κουλτούρας του. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις ο ασθενής αντιλαμβάνεται την έννοια του καλού θανάτου διαφορετικά ακόμη κι από την οικογένειά του και από τους θεράποντες γιατρούς του.

Στοιχεία που ο άρρωστος θεωρεί σημαντικά για έναν καλό θάνατο είναι τα εξής:

• Η ανακούφιση από τους πόνους του.

• Το δικαίωμα να ληφθεί υπόψη η απόφασή του.

• Η πλήρης ενημέρωσή του για την πορεία της ασθένειάς του.

• Ο θάνατος σε οικείο περιβάλλον.

• Η παρουσία των αγαπημένων του προσώπων.

Από την άλλη, ως στοιχεία κακού θανάτου ο άρρωστος θεωρεί:

• Τον θάνατο μέσα σε φριχτούς πόνους.

• Την πάσης φύσεως επιβάρυνση της οικογένειας του ασθενούς (ψυχολογική, οικονομική κλπ).

• Το να φύγουν χωρίς πρώτα να έχουν την ευκαιρία να αποχαιρετήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

• Το να μη τους δοθεί η ευκαιρία να διευθετήσουν τυχόν εκκρεμότητες.
(Κωστούρου & Αδάμου, 2009: 302-308).

Από τις παραπάνω περιπτώσεις οι ασθενείς φοβούνται περισσότερο τον θάνατο μέσα σε φριχτούς πόνους, κάτι που συμβαίνει συχνά σε καρκινοπαθείς. Ο πόνος αντιμετωπίζεται κυρίως με τη χορήγηση ναρκωτικών αναλγητικών φαρμάκων, τα οποία όμως αρκετές φορές δεν χορηγούνται σε επαρκή δοσολογία, γιατί οι γιατροί και οι νοσοκόμοι φοβούνται λανθασμένα ότι ο ασθενής θα εθιστεί σ’ αυτά ή ότι θα κατηγορηθούν για πρόκληση ευθανασίας εξαιτίας υπερβολικής δόσης. Ωστόσο, πολλοί αντιπροβάλλουν το επιχείρημα ότι όποιος υποφέρει από αρρώστια τελευταίου σταδίου, έχει λίγο χρόνο ζωής που κυμαίνεται από λίγες ώρες έως το πολύ μερικές εβδομάδες. Αυτό σημαίνει ότι δεν προλαβαίνει να εθιστεί, επομένως είναι αδικαιολόγητο να πεθάνει υποφέροντας.

(Κωστούρου & Αδάμου, 2009: 302-308).

Το δικαίωμα στον θάνατο με αξιοπρέπεια

Κάτι ακόμη που επιζητεί ένας ασθενής που υποφέρει, είναι να έχει έναν θάνατο με αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια του ατόμου πηγάζει από τη λογική του, την πνευματική του ακεραιότητα και την ικανότητά του να κρίνει πρόσωπα και καταστάσεις και να λαμβάνει αποφάσεις. Χάρη στην ικανότητά του αυτή, ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα έμβια όντα. Στην περίπτωση αυτή το άτομο δεν ζητάει να του παράσχει κάποιος άλλος την αξιοπρέπειά του, αντίθετα τη φέρει το ίδιο στις αξίες του, στη δύναμη του μυαλού του, ανεξάρτητα αν πεθάνει σε αξιοπρεπείς ή αναξιοπρεπείς συνθήκες. Υπάρχει όμως και η περίπτωση κάποιος άρρωστος να πεθάνει αναξιοπρεπώς μέσα σε αξιοπρεπείς συνθήκες, έχοντας δηλαδή χάσει την πνευματική του ικανότητα και τον αυτοέλεγχό του.

Συμπερασματικά, το δικαίωμα στο θάνατο με αξιοπρέπεια σημαίνει ότι οφείλουμε να προστατεύουμε τη φυσική, την ψυχική και την πνευματική ακεραιότητα του αρρώστου από απειλές, όπως οι συνεχείς φριχτοί πόνοι, η αϋπνία, η κούραση, η κατάθλιψη κλπ. (Κωστούρου & Αδάμου, 2009: 302-308).

  Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ