Το δικό μας Μέτσοβο: To «υλικό και το άυλο»

26 Φεβρουαρίου 2020

Το Μέτσοβο η πατρίδα των Εθνικών Ευεργετών και η σύγχρονη μητρόπολη της Βλαχόφωνης Ρωμιοσύνης,  είναι γνωστό ως ένα επιτυχημένο πρότυπο ορεινής πόλης που συνδύασε τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και τη ταυτότητα του με μία ήπια ανάπτυξη που σεβάστηκε τους ανθρώπους και το περιβάλλον.  Αυτό που «ξεφεύγει» όμως από τους πολυαρίθμους επισκέπτες και φίλους του Μετσόβου, είναι η άυλη πολιτιστική και πνευματική του κληρονομιά και οι πιέσεις που δέχεται να αλλοτριωθεί η ιδιοπροσωπία του και να συρρικνωθεί   πληθυσμιακά και οικονομικά.

Το κείμενο που ακολουθεί περιέχει μια προβληματική που αφορά και άλλες παραδοσιακές κοινότητες της Ελλάδος και στηρίζεται σε χαιρετισμό του συγγραφέα του κατά κοπή της πίτας του συλλόγου των εν Ιωαννίνοις Μετσοβιτών, Ιωάννινα  8 Φεβρουαρίου 2020.

 

Αναλογίζομαι τι είναι το Μέτσοβο και τι το διαφοροποιεί από άλλες πατρίδες των Ελλήνων; Είναι ένα σημαντικό ερώτημα,  όχι βέβαια για να επιβεβαιώσει την «ανωτερότητα μας» έναντι άλλων περιοχών αλλά κυρίως για να αποκαλύψουμε το πραγματικό μας πρόσωπο, τη πραγματική μας ταυτότητα και να τη  καταθέσουμε στη κοινή πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης και του κόσμου. Γιατί ο Μετσοβίτης αγαπά τον τόπο του αλλά ταυτόχρονα νοιώθει τον εαυτό του «πολίτη όλου του κόσμου» είτε βρεθεί στην Ελλάδα, είτε στην Ευρώπη, είτε στην Αμερική, είτε στην Αφρική. Ας θυμηθούμε εδώ το Γεώργιο Αβέρωφ και το τρόπο με τον οποίο υπηρέτησε την δεύτερή του πατρίδα, την Αίγυπτο.

Για όλους εμάς, το Μέτσοβο είναι ο τόπος όπου οι γονείς και οι παππούδες μας κατάφεραν να δαμάσουν τη σκληρή μεγάλη οροσειρά της Πίνδου μετατρέποντας την σε κοιτώνα ορεινού πολιτισμού όπως εύστοχα παρατηρεί ο Φάνης Δασούλας στο βιβλίο του για τη «Χώρα Μετζόβου» του 18ου και 19ου αιώνα. Είναι ο τόπος των ευεργετών, των λογίων και των άξιων τεχνιτών και τσελιγγάδων. Είναι ο τόπος των υφαντριών και των τραγουδιστριών του χορού των κοριτσιών, ο τόπος των ψαλτάδων και των οργανοπαιχτών μας με το μοναδικό ηχόχρωμα που συνδυάζει τη παράδοση της Πίνδου με αυτή της Ηπείρου της Θεσσαλία και της Μακεδονίας. Είναι ο τόπος με το μοναδικό τελετουργικό του γάμου, αλλά και του πένθους και των μνημοσύνων. Είναι ακόμα ο τόπος που συνδύασε με μοναδικό τρόπο τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και τη ταυτότητα του με μία ήπια ανάπτυξη που σεβάστηκε τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Και εδώ βέβαια ήταν σημαντικός ρόλος του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα που «με λογισμό και με όνειρο» αξιοποίησε τη δωρεά του Μιχαήλ Τοσίτσα και το μεράκι και την εργατικότητα των κατοίκων του. Όλα αυτά είναι γνωστά και έχουν συζητηθεί, και θα συνεχίσουν να συζητιούνται.

Αυτό όμως που δεν συζητάμε ή δεν αναγνωρίζουμε αρκετά (αν δεν το παραγνωρίζουμε…), είναι η άυλη πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά του Μετσόβου, η «αγιότητα των ανθρώπων του»,  η «ευλογημένη σκιά τους» όπως θα έλεγε ο Νίκος Γ. Πεντζίκης, «ο ίσκιος» αυτός που χαριτώνει και νοστιμίζει τη ζωή μας. Είναι η αρχοντιά και η αξιοπρέπεια των ανθρώπων του, η απλότητα και η αμεσότητα τους, η ζεστασιά η φιλοτιμία και η φιλοξενία τους. Είναι ο μοναδικός συνδυασμός παράδοσης και εξωστρέφειας που κάνει αυτή τη κλειστή κοινωνία ανοικτή στον επισκέπτη. Κυρίως όμως είναι η απλή και ζωντανή πίστη, το γνήσιο εκκλησιαστικό και κοινοτικό τους . Είναι  η κληρονομιά  του πατρός  Κοσμά του Αιτωλού του οποίου την ανάμνηση κρατάμε ζωντανή. Είναι το ήθος του Αγίου Νικολάου του Μπασδάνη που «έπεσε»  και «ξανασηκώθηκε» μαρτυρώντας με τον δια πυράς θάνατό του στα Τρίκαλα. Είναι το ήθος  του συκοφαντημένου του πατριαρχικού εξάρχου  π. Δωροθέου Πίπου, του οποίου η διήγηση που ζωντάνεψε ο Γεώργιος Πλατάρης θυμίζει τις ιστορίες του γεροντικού. Είναι το ήθος  της αείμνηστης Μαρίας Μπίσα – που προείδε το θάνατό της και ετοιμάστηκε  ως αρχόντισσα για αυτόν. Είναι ακόμα  η λαϊκή ευσέβεια που τόσο συνετά διακόνησε ο π Απόστολος  και συνέχισε  ο διάδοχός του π Σεραφείμ. Είναι τέλος η λατρεία που μπήκε στη ζωή μας περισσότερο με την επικοινωνία μας με τα μοναστήρια των Μετεώρων και την αδελφή Θέκλα στο μοναστήρι της  Παναγίας του Μετσόβου.

Είναι αλήθεια ότι μετά την μεταπολίτευση το Μέτσοβο πλούτισε και υιοθέτησε μερικές φορές συμπεριφορές νεόπλουτων εμφανίζοντας ανησυχητικά σημεία αλλοτρίωσης. Επιστρέφοντας το 1999 μετά από μια εικοσαετία παραμονής μου στην Αμερική είχα την αίσθηση ότι «αγρίεψε ο τόπος μας», αγριέψαμε και εμείς μαζί του.

Όμως, το Μέτσοβο που ζήσαμε και αγαπήσαμε ζει και αρχίζει να ξαναβλαστάνει στη γενιά των παιδιών μας. Το Μέτσοβο με την απλή και ζωντανή πίστη, με την αρχοντιά και το ήθος του επιστρέφει. Ξέρετε, πολλοί Μετσοβίτες «εξαγορεύουν» τους λογισμούς τους σε μοναχούς και μοναχές και η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στη δική τους μαρτυρία.

Ώσπου όμως να πάρει τα σκήπτρα η νέα γενιά,  θα πρέπει η δική μας γενιά να δώσει απαντήσεις σε κύρια ερωτήματα που μέχρι τώρα αποφεύγαμε να απαντήσουμε και τα  βάζαμε στο περιθώριο.

  1. Ποιοι είμαστε και που θα θέλαμε να πάμε; Πως θα φθάσουμε το στόχο μας;
  2. Πώς θα συνεχίσουμε να είμαστε ζωντανό κύτταρο της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας διατηρώντας ταυτόχρονα την «ιδιοπροσωπία»  μας;

Και για να είμαι πιο πρακτικός:

  • Τι θα κάνουμε για να προστατεύσουμε το μοναδικό μας περιβάλλον και να αναδείξουμε την πρωτογενή μας παραγωγή; Πώς θα συνεχίσουμε να παράγουμε μοναδικά προϊόντα και να προστατεύσουμε την «επωνυμία Μέτσοβο» από κακές απομιμήσεις? Πως οι αξιόλογες προσπάθειες για τα τυριά και τα κρασιά μας θα επεκταθούν και σε άλλα προϊόντα και  άλλες περιοχές όπως λχ η τοπική γαστρονομία.
  • Πως θα συνδυάσουμε τον τουρισμό με την δική μας μαρτυρία ζωής στους επισκέπτες μας.
  • Πως θα μειώσουμε τη διαρροή του πληθυσμού στα αστικά κέντρα κυρίως τα Ιωάννινα;
  • Πως θα λύσουμε το συγκοινωνιακό πρόβλημα του Μετσόβου που υποβαθμίζει την καθημερινότητα  των κατοίκων και των επισκεπτών μας;
  • Πως θα εμβαθύνουμε περισσότερο στη πολιτιστική μας κληρονομιά και στη πίστη μας αποφεύγοντας το φολκλορισμό και τις κοινοτυπίες; Πως θα εξοικειωθούμε με τις σημαντικές μελέτες για την ιστορία και το πολιτισμό μας ( παλαιό και σύγχρονο) και ταυτόχρονα θα δώσουμε κίνητρα για περαιτέρω έρευνα και καταγραφή τους; Πως το ενδιαφέρον μας για το χωριό μας θα αγκαλιάσει και τα διπλανά μας βλαχοχώρια αναγνωρίζοντας την ενότητα της πολιτιστικής παράδοσης της «χώρας Μετζόβου»?
  • Πως θα διασφαλίσουμε ότι το χωριό μας θα συνεχίσει να παράγει πολιτισμό σε όλα τα επίπεδα από τους τεχνίτες μέχρι λόγιους και επιστήμονες και θα συμμετέχει  στα κοινά και με άλλους με άξιους και ικανούς ανθρώπους με όραμα για τον τόπο;
  •  Και το σημαντικότερο: Πως θα κρατήσουμε τη σχέση μας με τη πίστη και την Εκκλησία απλή, ζωντανή και βιωματική για να συνεχίσει να αγιάζεται, να γαληνεύει και να ομορφαίνει η ζωή μας; Πως θα κρατήσουμε το βλέμμα μας στραμμένο προς τον παράδεισο μακριά από την εφήμερη   εκκοσμίκευση   για να γίνει και η ζωή μας σε αυτή τη γη «παραδεισένια»; Πως θα αντισταθούμε στη σχετικοποίηση των πάντων αναγνωρίζοντας -όπως και οι πατεράδες μας – ότι για να φθάσεις από το κακό στο καλό θα πρέπει να αλλάξεις δρόμο και να επιστρέψεις στην «αφετηρία». Και αυτό  για τον απλούστατο λόγο ότι,  ο δρόμος προς το κακό δεν μπορεί να συγκλίνει και να ανταμώσει  με το καλό, όπως προσπαθούν πολλοί να μας πείσουν τα τελευταία χρόνια.

Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να συσπειρωθούμε για να ανανεώσουμε το τόπο μας με «λογισμό και όνειρο» όπως οι πατεράδες τα προηγούμενα χρόνια.