«Ελληνική λογιοσύνη στα χρόνια της σκλαβιάς»

26 Μαρτίου 2020

Μετά την Άλωση του 1453, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υποδουλώνεται στην Οθωμανική και ξεκινάει η περίοδος που ονομάζουμε Τουρκοκρατία. Ο 15ος αιώνας, υπήρξε αιώνας έντονων μεταβολών, οι οποίες είχαν ξεκινήσει ήδη τρεις αιώνες πριν και κορυφώθηκαν με τη μετάβαση από το Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Έχουμε αντιθετικά στοιχεία, από τη μία το «κυνήγι μαγισσών» στη δυτική Ευρώπη και η σύσταση τής Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία του 1483, ενώ από την άλλη, οι πρώτες ευρωπαϊκές αποστολές προς εξερεύνηση νέων εδαφών, η ίδρυση Πανεπιστημίων, η διάσωση χειρογράφων και η εν γένει άνθιση τεχνών και γραμμάτων σύμφωνα με τα πρότυπα τής κλασσικής ελληνικής παιδείας.

Όμως, ποιες αλλαγές επέφερε η πτώση στα χέρια των Οθωμανών, των μέχρι πρότινος βυζαντινών εδαφών;

Έπειτα από αυτήν, οι κοινωνικές, οι πολιτικές και οι εκκλησιαστικές δομές ως ένα σημείο, αλλάζουν. Μεταβάλλονται σταδιακά, καθώς πλέον οι κάτοικοι υποδουλώνονται σε ένα άλλο, διαφορετικό έθνος, η ηγεσία του οποίου, ο Σουλτάνος, οι Βεζύρηδες και οι Πασάδες του, επιβάλλουν τη δική τους διοίκηση, τους δικούς τους νόμους, τη δική τους πολιτική απέναντι στη Δύση και απέναντι στους υπόδουλους ραγιάδες.

Κάτω από την οθωμανική ηγεσία, οι οργανωμένες δομές τής κοινωνίας ‘’σπάνε’’, ενώ διαμορφώνεται έλα άλλο κοινωνικό πλαίσιο, με διαφορετικές δομές. Οι περισσότεροι λόγιοι, καταφεύγουν στη Δύση, καθώς είναι ο μόνος τρόπος να διαφύγουν και να επιζήσουν, δεδομένου τού ότι οι Τούρκοι δεν έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη για την κλασσική παιδεία, ενώ η Δύση δεχόταν με ευχαρίστηση τους μορφωμένους εκείνους Έλληνες, που θα έδιναν τα φώτα τους στην συντελούμενη Αναγέννηση.

Οι Οθωμανοί, κανένα ενδιαφέρον δεν έδειξαν για την κλασσική παιδεία, τα συγγράμματα των Πατέρων τής Εκκλησίας, γενικώς για τα πνευματικά δημιουργήματα τού Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να παραδώσουν στον όλεθρο σημαντικά μνημεία τής ανθρωπότητος. Όσα περισώθηκαν, πωλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές, σε όσους γνώριζαν την αξία τους και ιδίως σε όσους μετά την Άλωση, έθεσαν ως σκοπό τής ζωής τους, να περισυλλέξουν τα έργα εκείνα και να τα κάνουν γνωστά. Η συμπεριφορά των Οθωμανών Τούρκων ήταν τόσο βάρβαρη, ώστε ο χρονογράφος της εποχής και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, Γεώργιος Σφραντζής, περιορίζεται σε μια λακωνική αναφορά στην ημερομηνία και την ώρα της Άλωσης• Τρίτη, 29 Μαΐου, ξημέρωμα. Τόση ήταν η συντριβή του, ώστε δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες. Με τον ίδιο ολιγόλογο τρόπο, γνωστοποιεί και τον θάνατο τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Καθώς ο Μωάμεθ καταπιανόταν με το εποικιστικό σχέδιο για την Κωνσταντινούπολη και αποκρυστάλλωνε την πολιτική του απέναντι στους χριστιανούς κατοίκους της, κατενόησε, ότι εκείνοι, ως μία κοινότητα, θα λειτουργούσαν επικίνδυνα για την εξουσία του. Θεώρησε, λοιπόν, ωφέλιμο, να «αφήσει» την συσπείρωσή τους στον θρησκευτικό αρχηγό τους. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, ο πατριάρχης, φέρεται να έχει διττό ρόλο, αφ’ ενός να φροντίζει για την εσωτερική γαλήνη τής χριστιανικής κοινότητας, αφ’ ετέρου να λογοδοτεί στον σουλτάνο για κάθε τυχόν υπονομευτική πράξη των χριστιανών εναντίον τού κράτους. Ο πατριάρχης, σταδιακά, στην συνείδηση τού υπόδουλου γένους, έγινε ο θρησκευτικός και συνάμα ο εθνικός θεσμός – στήριγμα για τούς Ορθοδόξους που βρίσκονταν ακέφαλοι, υπό τον οθωμανικό ζυγό. Μετά από συζητήσεις, ο ανθενωτικός Γεώργιος Σχολάριος, έγινε κατ’ απαίτησιν τού σουλτάνου, ο πρώτος πατριάρχης στα μεταβυζαντινά χρόνια, με το όνομα Γεννάδιος.

Η υπόδουλη ορθόδοξη Εκκλησία, διατηρώντας καλές σχέσεις με τον σουλτάνο, τουλάχιστον όσο υπήρχαν σουλτάνοι καλλιεργημένοι πνευματικά όπως ο Μωάμεθ ο Πορθητής, συνέχισε να έχει δικαιοδοσίες επάνω στους Έλληνες. Ήταν αυτή που θα γινόταν το στήριγμα των υποδούλων και θα βοηθούσε να διατηρηθεί η γλώσσα και η θρησκεία στα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς που θα ακολουθούσαν.

Πολλοί Έλληνες λόγιοι είχαν αποδημήσει στην Δύση και συγκεκριμένα στην Ιταλία, πριν την οριστική Άλωση της Πόλης. Αυτοί δίδασκαν στα εκεί Πανεπιστήμια, ενώ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στα γεγονότα γύρω από την Ένωση των Εκκλησιών, στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, στα 1438-1439. Η ελληνική γλώσσα συνέχιζε να χρησιμοποιείται νότια τής Ρώμης και σε πολλά τμήματα τής Σικελίας, ιδιαιτέρως στην βορειοανατολική πλευρά –η οποία προέβαλε την πιο μακρά αντίσταση στην αραβική κυριαρχία- για πολλούς αιώνες. Ακόμη και σήμερα άλλως τε, κάποιες κοινότητες σε Απουλία και Καλαβρία διατηρούν ένα περίεργο μείγμα των ελληνικών που έφεραν οι άποικοι από την Αρχαία Ελλάδα και των ιταλικών.

Λόγιοι όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Βησσαρίων, επίσκοπος Νικαίας και έπειτα καρδινάλιος τής Καθολικής Εκκλησίας, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Πλήθων, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και πολλοί άλλοι μείζονος ή ήσσονος σημασίας, προσέφεραν τα φώτα τής γνώσεως στην Δύση, έφεραν την γνώση επάνω στην μελέτη των κλασσικών και ήσαν πρωτεργάτες στην αναβίωση τής κλασσικής παιδείας, με το έργο τους στην διδασκαλία και στην αντιγραφή χειρογράφων.

Αυτοί οι λόγιοι, δίδαξαν την ελληνική γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμό, κληροδοτώντας τον στις επόμενες γενιές, φιλτράροντάς τον συνάμα, μέσω τής ευρωπαϊκής διανόησης. Η έννοια του έθνους, των κοινών καταβολών, αλλά και η συνειδητοποίηση της ελληνικότητας είναι πλέον γεγονός. Δημιουργείται έτσι, στα πέρατα τής Οικουμένης, μία συμπάθεια για τούς υπόδουλους, προάγοντας την ελληνομάθεια και προωθώντας την επιστήμη. Αυτή η συμπάθεια θα εκφραστεί λίγο αργότερα με το κίνημα των Φιλελλήνων, που ήρθαν και πολέμησαν μάλιστα για την απελευθέρωση της Ελλάδας, όπως ο ευρέως γνωστός λόρδος Μπάιρον, στο Μεσολόγγι.

Ας αναφερθούμε στις σημαντικότερες προσωπικότητες:

Ο καρδινάλιος Βησσαρίων (1403-1472), είναι μία από τις προσωπικότητες που έλαβαν ενεργό ρόλο στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας. Ανέλαβε πάμπολλες δραστηριότητες με σκοπό αφ’ ενός την Ένωση των Εκκλησιών, αφ’ ετέρου την αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας για την αμυντική ενίσχυση έναντι των Τούρκων. Ο Βησσαρίων, υπήρξε μαθητής τού Πλήθωνος στον Μυστρά και ως εκ τούτου εμβάθυνε στον πλατωνισμό. Αργότερα, προέβη σε μεταφράσεις έργων αρχαίων φιλοσόφων, όπως τα Μεταφυσικά τού Αριστοτέλους και τον Πρώτο Ολυνθιακό τού Δημοσθένους. Ως καρδινάλιος στην Ρώμη, συνέστησε έναν κύκλο ελληνικών σπουδών μέσα στην Παπική Αυλή, την λεγόμενη Curia.
Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, το 1456, διορίσθηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τής Φλωρεντίας. Το ενδιαφέρον τού Αργυρόπουλου εστιάζεται κυρίως γύρω από την αριστοτελική σκέψη, με τον ίδιο να γίνεται κορυφαία φυσιογνωμία τής φλωρεντινής Ακαδημίας. Η γνώσεις του περί Πλάτωνος, Θουκυδίδη και Πλωτίνου, φαίνεται να ήσαν καλές, αν λάβουμε υπ’ όψιν τις μεταφράσεις, τα σχόλια και τις διαλέξεις του, ενώ θεωρούσε τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, ως την τριανδρία των κορυφαίων φιλοσόφων.

Αξιόλογοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι οι οποίοι κατέλαβαν θέσεις στα Ιταλικά Πανεπιστήμια, ήσαν οι Ανδρόνικος Κάλλιστος (1400-1486), Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511) και Ιανός Λάσκαρις (1445-1535). Ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, προσέφερε επίπονη εργασία στην αντιγραφή χειρογράφων και έδινε διαλέξεις επάνω σε θέματα ελληνικής παιδείας. Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, εδιορίσθηκε το 1464 στην Πάδουα, με ενέργειες τού καρδιναλίου Βησσαρίωνος, ενώ ο Ιανός Λάσκαρις, ο οποίος διαδέχθηκε τον Χαλκοκονδύλη στην πανεπιστημιακή έδρα, υπήρξε μανιώδης συλλέκτης έργων και μεταφραστής.

Ανάμεσα στους πρόσφυγες που μετά την Άλωση κατέφυγαν στη Βενετία, ξεχώρισε η Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά, η οποία μετέφερε στην νέα της πατρίδα πολλά κειμήλια τής βυζαντινής τέχνης, όπως η εικόνα τού «Χριστού εν δόξη», έργο τής Παλαιολόγειας Αναγέννησης, που εδωρήθη στην Ελληνική Αδελφότητα τής Βενετίας.

Ο Κρητικός Μάρκος Μουσούρος (1470-1517), ήταν ένας από του λογίους, που μετά την Άλωση τής Βασιλεύουσας, εδίδαξε στο Πανεπιστήμιο τής Πάδουας και κατόπιν τής Βενετίας. Εκεί, στα τέλη τού 15ου και αρχές τού 16ου αι., πλήθος μελετητών συνέρρεαν για να σπουδάσουν κοντά του. Λόγω αυτού του εξαίρετου δασκάλου, η Βενετία άρχισε να μεταβάλλεται σε κέντρο ελληνικών σπουδών επισκιάζοντας την Φλωρεντία.

Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, υπήρξε πολυγραφότατος μεταφραστής πατερικών κειμένων, παρέχοντας υλικό για σύζευξη ή αντίθεση ανάμεσα σε ελληνική φιλοσοφία και χριστιανική θρησκεία. Ο Θεόδωρος Γαζής, υπήρξε ακαδημαϊκός αντίπαλος τού Τραπεζουντίου, ενώ προέβη σε αρκετές μεταφράσεις έργων και διαλέξεις.

Εκείνος που θεωρείται πως έδωσε την μεγαλύτερη ώθηση για την ανάπτυξη τού χριστιανικού ανθρωπισμού, παρ’ ότι μη Έλληνας, ήταν ο Ντεζιντέριους Εράσμους (1466-1536), από το Ρόττερνταμ τής Ολλανδίας. Άνθρωπος ασυνήθους ευρυμάθειας, διέδωσε τόσο την ελληνική λογοτεχνία, όσο και τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων τής Εκκλησίας. Ο Έρασμος, δημοσίευσε την πρώτη έκδοση τού ελληνικού κειμένου τής Καινής Διαθήκης.

Ο 15ος αι. λοιπόν, φέρνει την Αναγέννηση στην Ευρώπη και τον Μεσαίωνα στον ελλαδικό χώρο, που δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε τον πνευματικό σκοταδισμό. Τώρα, που το ελληνικό στοιχείο υποδουλώνεται στην Ανατολή, σπερματικά δίνει στην Ευρώπη έργα που βασίζονται απολύτως στον ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό. Αυτό το ουμανιστικό στοιχείο, θα παραγκωνίσει το μεσαιωνικό θεολογικό – σχολαστικό πνεύμα, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη τής φιλοσοφίας και τής εν γένει παιδείας, μέσω τής ίδρυσης και λειτουργίας πολλών Πανεπιστημίων.

Εκτός από την παιδεία, την εκπαίδευση και τα μνημεία τού λόγου, το πνεύμα τού ουμανισμού, επηρέασε κάθε μορφή τέχνης. Οι εικαστικές τέχνες άνθισαν με τα αναγεννησιακά πρότυπα που όλοι θαυμάζουμε.

Η Αναγέννηση, εμπνεόμενη από την αρχαιότητα, προχώρησε πέρα από τη μεσαιωνική θρησκευτικότητα, στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών και τού μυθολογικού και νατουραλιστικού στοιχείου. Οικοδομήθηκε επάνω στην επανεκτίμηση τής ελληνικής φιλοσοφίας και των έργων της, φορείς τής οποίας ήσαν, ως απόγονοι και κληρονόμοι, οι Βυζαντινοί λόγιοι.

Οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην εθνική μνήμη των υπόδουλων κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, είναι όπως είδαμε:

 Η Εκκλησία. Αποκτά τώρα ρόλο εθναρχικό, δήλα δη συνάμα θρησκευτικό και πολιτικό – διοικητικό, αναλαμβάνοντας την πνευματική αφύπνιση των υπόδουλων.

 Η εκπαίδευση. Ακόμη και κατά την Τουρκοκρατία, τα προνόμια της Εκκλησίας μεταφράζονται σε προσπάθεια μετάδοσης γνώσεων στα ελληνόπουλα. Κάτω από δύσκολες συνθήκες, λειτουργούν η Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Ακαδημία, η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος, η Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο στη Σμύρνη, η Πατμιάδα Σχολή στην Πάτμο, η Μαρουτσαία Σχολή στα Γιάννενα, η Φλαγγίνειος Σχολή στη Βενετία, η Αυθεντική Ακαδημία στο Ιάσιο, κ. ά.

 Το Κρυφό Σχολειό. Σε Ήπειρο, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο, κάποιοι ιερωμένοι προσπάθησαν να μάθουν γραφή και ανάγνωση στα Ελληνόπουλα.

 Οι Έλληνες του εξωτερικού. Οι Έλληνες προωθώντας τον πολιτισμό εκτός συνόρων, κατάφεραν όπως είπαμε και προηγουμένως, να στρέψουν το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων προς το υπόδουλο έθνος. Ελληνικές κοινότητες στη Βενετία, την Τεργέστη, την Βιέννη, τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, πρωτοστάτησαν στην βοήθεια προς τους ομοεθνείς τους και αργότερα στην Επανάσταση του 1821.

 Οι Φαναριώτες. Κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που είχαν τη δύναμη να βοηθήσουν μέσω της μεγάλης μόρφωσης και των διασυνδέσεων τους με τον σουλτάνο και τους μονάρχες άλλων κρατών. Βεβαίως, αντλούσαν δύναμη και από τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

 Τα μοναστήρια. Πιστά στο Βυζαντινό ιδεώδες, έγιναν η όαση για την αντιγραφή αρχαίων κειμένων, την διατήρηση βιβλιοθηκών κ.λπ.

 Οι λόγιοι. Φρόντισαν για την πνευματική αφύπνιση του Γένους μέσω της ελληνικής παιδείας.

Ο Διαφωτισμός αποτελεί σημαντικό πνευματικό κίνημα, του τέλους του 17ου αιώνα και των αρχών του 18ου. Σαν κίνημα εμφανίστηκε αρχικά στη Αγγλία, έπειτα στη Γαλλία, και αργότερα στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η ορθολογιστική τάση αντιμετώπισης της ζωής, η προώθηση της ατομικής ελευθερίας και η αμφισβήτηση απέναντι στην κυριαρχία τής ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε ένα είδος νεοελληνικού Διαφωτισμού, λίγο πριν, αλλά και μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς, που όμως μεταλλάχθηκε σε κάτι συγγενές αλλά όχι όμοιο με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.

Πολλές είναι οι προσωπικότητες λογίων του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Θα αναφέρουμε μερικούς:

• Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660-1736) εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας και διορθωτής κειμένων αρχικά στον εκδοτικό οίκο των Γλυκήδων της Βενετίας. Διετέλεσε διευθυντής στη Σχολή Κυρίτζη στην Καστοριά και στη συνέχεια στη Σιάτιστα και στη Μπαλάνειο Σχολή των Ιωαννίνων.

• Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) εκ των σημαντικοτέρων. Υπήρξε θαυμαστής του Βολτέρου και ο πιο θερμός υποστηρικτής του. Έγραψε πολλά επιστημονικά, φιλοσοφικά και θεολογικά συγγράμματα.

• Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1730-1800). Ασχολήθηκε πολύ με τα παιδαγωγικά και τις φυσικές επιστήμες. Στο γλωσσικό ζήτημα, που είχε αρχίσει πρώιμα να απασχολεί, τάχθηκε υπέρ της κοινής.

• Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833). Σπουδαία προσωπικότητα που επηρέασε με τη στάση του τις εξελίξεις. Θεωρείται από τους σημαντικότερους φιλολόγους.

• Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής (1757-1798) Το όραμα του, είναι η απελευθέρωση των λαών της Βαλκανικής και η δημιουργία μιας ενιαίας πολιτικής ενότητας, που θα έρθει μέσω της παιδείας στην οποία πρέπει να μετέχουν όλοι.