Γιατί δεν τον εξαφάνισε ο Θεός; (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)
18 Μαρτίου 2020Εάν κάποιος έλεγε· γιατί δεν εξαφάνισε ο Θεός αμέσως αυτόν, που εξαπάτησε τον άνθρωπο; Και αυτό το έκανε από το μεγάλο του ενδιαφέρον για μας. Διότι εάν εκείνος ο μιαρός επικρατούσε με τη βία, θα μπορούσε να έχει κάποια βάση το θέμα που συζητάμε. Εάν όμως έχει χάσει τη δύναμη αυτή και του έχει μείνει μόνον η ικανότητα να πείθει (και το να μη πειστούμε εξαρτάται από μας), πες μου, για ποιό λόγο αφαιρείς την αιτία της αναδείξεως και καταστρέφεις την υπόθεση των στεφάνων; Επί πλέον, κι αν ακόμη γνώριζε, ότι αυτός ήταν ακατανίκητος και θα τους κατέβαλλε όλους, και πάλι τον άφηνε, ούτε γι’ αυτό έπρεπε ν’ απορείς. Διότι και τότε από εμάς θα εξαρτιόταν το να επικρατεί ο διάβολος και να νικά εκείνους που δεν εκβιάζονται από αυτόν, αλλ’ υποτάσσονται με τη θέλησή τους. Αλλ’ ούτε αυτό θα ήταν αρκετό γι’ αυτούς που θέλουν να είναι αγνώμονες.
Εάν όμως υπάρχουν πολλοί, που τον έχουν νικήσει και πολλοί, που στο μέλλον θα τον νικήσουν, για ποιό λόγο αυτούς που πρόκειται να προκόψουν στην αρετή και να παρουσιάσουν μία ένδοξη νίκη, τους στερείς μία τόσο μεγάλη τιμή; Διότι γι’ αυτό το λόγο τον άφησε, για να τον κατασυντρίψουν αυτοί, που έχουν νικηθεί από αυτόν. Και αυτό αποτελεί την πιο μεγάλη τιμωρία γι’ αυτόν και μπορεί να του φέρει την χειρότερη καταδίκη.
Αλλά θα πει κάποιος· δεν θα μπορέσουν να τον νικήσουν όλοι. Και ποιά σχέση έχει αυτό με το θέμα που συζητάμε; Διότι είναι πολύ πιο δίκαιο οι γενναίοι να έχουν αφορμές για να μπορέσουν να δείξουν το χαρακτήρα τους και αυτοί, που δεν είναι γενναίοι, να τιμωρούνται από την ραθυμία τους, παρά να επηρεάζονται οι γενναίοι από αυτούς. Διότι τώρα αυτός, που είναι φαύλος δεν νικιέται από τον αντίπαλό του, αλλ’ από τη δική του αδιαφορία. Και αυτό το φανερώνει το πλήθος των ανθρώπων, που τον έχουν νικήσει. Μόνον τότε θα μπορούσαν να επηρεασθούν οι γενναίοι από τους δειλούς, εάν δεν μπορούσαν κάπου να φανερώσουν την ανδρεία τους.
Και θα γινόταν κάτι παρόμοιο εδώ, με την περίπτωση εκείνη, που ένας αγωνοθέτης έχοντας δύο αθλητές, από τους οποίους ο ένας είναι έτοιμος να συμπλακεί με τον ανταγωνιστή του και να φανερώσει την αγωνιστικότητά του και να πάρει το στεφάνι της νίκης, ενώ ο άλλος προτιμά αντί για την ταλαιπωρία εκείνη, την αποφυγή του κόπου και την τρυφηλή ζωή, απομακρύνοντας τον ανταγωνιστή, απομακρύνει και τους δύο, χωρίς να έχουν αγωνισθεί. Έτσι, όμως, ο πρόθυμος επηρεάστηκε από τον αδιάφορο· εκείνος πάλι δεν έγινε άνανδρος από τον γενναίο, αλλ’ από την δική του κακία. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι έχουν εφαρμογή και τα όσα αναφέρονται για το διάβολο.
Προχωρώντας όμως περισσότερο ο συλλογισμός αυτός, θα κατηγορήσει και θα κατακρίνει την πρόνοια του Θεού και θα διαβάλει ολόκληρη την δημιουργία…
Εάν, όμως, γίνει αυτό, τότε θα πρέπει να αφαιρέσουμε και τις τροφές και τα ποτά και τον ουρανό και τον ήλιο και το σύνολο των αστέρων και τη σελήνη και όλα τα είδη των άλογων ζώων. Διότι σε τί πλέον θα φανούν αυτά χρήσιμα, αφού ο άνθρωπος για τον οποίο έγιναν όλα αυτά, ακρωτηριάστηκε τόσο ελεεινά;
Βλέπεις πώς μας οδηγεί στην καταστροφή αυτός ο παράλογος και γελοίος συλλογισμός;
Διότι ο διάβολος είναι κακός για τον εαυτό του και όχι για μας. Ενώ εμείς, αν θέλουμε, μπορούμε εξ αιτίας του να έχουμε πάρα πολλά καλά, χωρίς να το θέλει, βέβαια, εκείνος και χωρίς να το γνωρίζει. Και αυτό είναι εκείνο που κάνει το θαύμα πολύ μεγάλο και αποδεικνύει την υπερβολική φιλανθρωπία του Θεού. Διότι, όταν οι άνθρωποι γίνονται καλλίτεροι, αυτό το πράγμα τον καταξεσχίζει και τον λυπεί ιδιαίτερα. Και όταν αυτό γίνεται εξ αιτίας του, τότε καθόλου δεν θα μπορέσει να υποφέρει την καταστρεπτική ενέργεια γι’ αυτόν.
Πώς, λοιπόν, αυτό γίνεται εξ αίτιας του; Φοβούμενοι τη σκληρότητά του και τις συχνές του επιθέσεις εναντίον μας και τις δολοπλοκίες του, που είναι συνεχόμενες, καταργούμε τον πολύ ύπνο, προσέχουμε, θυμούμαστε συνέχεια τον Κύριο. Και ότι ο λόγος αυτός δεν είναι δικός μου, αλλά του μακάριου Παύλου, άκουσε πώς σχεδόν με τα ίδια λόγια διεγείρει πολλούς από τους πιστούς εκείνους, που δείχνουν αδιαφορία στα πνευματικά. Γράφοντας, λοιπόν, στους Εφεσίους λέγει τα εξής: «Γιατί η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους, αλλά με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τους σκοτεινούς κοσμοκράτορες αυτού του κόσμου, με τα πονηρά πνεύματα στους ουρανούς» (Εφεσ. 6,12). Και αυτά τα έλεγε όχι για να τους απογοητεύσει, αλλά για να διεγείρει το φρόνημά τους. Αλλά και ο Πέτρος λέγει: «Να είστε εγκρατείς, να αγρυπνείτε· διότι ο αντίδικός σας διάβολος σαν λιοντάρι που ωρύεται τριγυρίζει για να βρει κάποιον να τον καταπιεί. Αντισταθείτε σ’ αυτόν στερεοί στην πίστη» (Α ‘ Πέτρου, 5,7-8). Αυτό το έλεγε επειδή ήθελε να τους κάνει να είναι πιο δυνατοί και να τους πείσει να έχουν μεγαλύτερη οικειότητα στο Θεό. Διότι εκείνος, που βλέπει τον εχθρό να στέκεται μπροστά του, τρέχει με περισσότερη προθυμία και ενώνεται μ’ εκείνον που μπορεί να τον βοηθήσει· με τον ίδιο τρόπο και τα παιδιά, όταν δουν κάτι από αυτά, που τα φοβίζει, τρέχουν στην αγκαλιά της μητέρας τους και, αφού κρεμαστούν από τα ρούχα της, τα κρατούν νοιώθοντας ασφάλεια, αν και πολλοί πολλές φορές μολονότι τα τραβούν, εκείνα δεν απομακρύνονται από αυτά. Όταν, όμως, δεν υπάρχει τίποτα από αυτά, που προκαλούν τον φόβο, τότε δεν την ανέχονται ούτε κι αν τα φωνάζει, κι αν τα τραβά, αλλά και την κοροϊδεύουν όταν τα φωνάζει, την αποφεύγουν, όταν βρίσκει διάφορους τρόπους για να τα προσελκύσει κοντά της, κι ακόμη περιφρονούν και το στρωμένο τραπέζι. Γι’ αυτό, πολλές από τις μητέρες, όταν δεν μπορέσουν πια να τα καταφέρουν να έλθουν κοντά τους, κατασκευάζουν διάφορα προσωπεία και φόβητρα, και με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να τα φέρουν κοντά τους, και τα πείθουν πάλι να τρέξουν κοντά τους.
Και αυτό δεν γίνεται μόνο με τα παιδιά, αλλά και με μας τους ίδιους. Διότι, όταν ο πονηρός διάβολος μας φοβερίζει και μας προκαλεί ταραχή, τότε σωφρονιζόμαστε, τότε φθάνουμε στο σημείο να γνωρίζουμε τον εαυτό μας, τότε τρέχουμε με μεγάλη προθυμία κοντά στο Θεό. Εάν όμως αμέσως και από την αρχή εξαφανιζόταν ο διάβολος, ίσως πολλοί δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν ούτε και για τα παλιά γεγονότα. Όπως, το ότι εξαπάτησε τον άνθρωπο και του στέρησε τα πολλά εκείνα αγαθά· και θα έλεγαν ότι ο Θεός από φθόνο και μίσος το έκανε αυτό. Αφού λοιπόν, και σήμερα υπάρχουν ορισμένοι που τολμούν και λένε αυτά, ύστερα από την τόσο μεγάλη απόδειξη της απάτης του διαβόλου, τί δεν θα έλεγαν και τί δεν θα διαλαλούσαν, εάν δεν είχαν καμιά απόδειξη της κακίας του;
Βέβαια, γενικά, αν εξετάσουμε με ακρίβεια τα όσα έγιναν, θα διαπιστώσουμε ότι ο διάβολος δεν μας σπρώχνει σε όλα τα κακά, αλλά κάνει και αυτός πολλά, αλλά και εμείς κάνουμε πολλά από καταφρόνηση μόνο και από αδιαφορία. Διότι, για να έλθουμε πάλι στην αρχή, που πλησίασε τον Κάϊν ο διάβολος και τον συμβούλεψε να κάνει φόνο; Φαίνεται, βέβαια, ότι παρουσιάσθηκε στη μητέρα του συνομιλώντας και προετοιμάζοντας την απάτη· στον ίδιο όμως καθόλου δεν παρουσιάσθηκε· εκτός, αν πει κανείς, ότι έβαλε στο νου του τους πονηρούς λογισμούς· αλλά και τούτο οφείλεται σ’ αυτόν που τον δέχθηκε και πείσθηκε από την αρχή και που του επέτρεψε να κάνει την έφοδό του. Ούτε έτσι όμως ο Θεός τον εγκατέλειψε, αλλά επέμενε να τον παιδεύει και να τον νουθετεί με εκείνα με τα οποία φαινόταν ότι τον τιμωρεί[1].
[1]Προς Σταγείριον, A΄ ΕΠΕ 29,42-50.