Η Λέσχη των Σκληρόκαρδων

20 Μαρτίου 2020

Σε βλέπω συχνά.

Περπατάς στους δρόμους αγέλαστος, με το μυαλό σου σκοτισμένο από εκκρεμότητες που δεν τελειώνουν ποτέ. Μπαινοβγαίνεις στο αυτοκίνητο και το μετρό βιαστικά, χωρίς ν΄ ακολουθεί ο νους το κορμί σου. Κινείσαι μηχανικά, τακτοποιείς χίλιες δυο εκκρεμότητες, αλλά είσαι απών.

Κάπου κάπου η ματιά σου συναντάει τα φάλτσα της πόλης: Τα αηδιαστικά γκράφιτι, τις αναίτιες βρισιές των περαστικών, τη βρωμιά, την παντελή έλλειψη καλαισθησίας, την πλημμυρίδα της αμορφωσιάς μικρών και μεγάλων, τους μετανάστες που μόλις πας να τους θυμώσεις συναντάς το βλέμμα τού πανικού ενός μικρού παιδιού με άλλο χρώμα και μαζεύεσαι.

Φοβάσαι. Πρώτη φορά στη ζωή σου φοβάσαι να περπατήσεις στο δρόμο. Το νιώθεις, το έζησες πως ανά πάσα στιγμή θα απειληθείς, θα κινδυνέψεις και θα πρέπει να σιωπήσεις, όπως η βιασμένη κοπέλα που έμαθε να σιωπά και κρύβεται για να γιάνει τις πληγές της.
Μεγάλωσες και ανατράφηκες για άλλη πατρίδα, για άλλη πόλη. Αυτή όμως σου δείχνει διαρκώς τα δόντια της. Ακόμη κι όταν φύγεις μακριά της, η πόλη αυτή σ΄ ακολουθεί, σε ματώνει και δε σ΄ αφήνει, ούτε χλωρό κλαρί να χαϊδέψεις, ούτε μια ματιά να στείλεις ανέμελη στη θάλασσα.

Κάποτε δεν μπορούσες να καταλάβεις πως ζουν οι μοιραίοι του Βάρναλη. Άκουγες τον στίχο του, θυμάσαι;

«Ήλιε και θάλασσα γαλάζια
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!»

Εσύ έφριττες: «Πώς μπορούν και ζουν έτσι κάποιοι άνθρωποι;», αναρωτιόσουν. Και τώρα, σαν ένας μοιραίος κι εσύ, εκπαίδευσες την καρδιά σου να κάνουν γκελ επάνω της τα πικρά και τα επώδυνα και να μένεις στο απυρόβλητο. Α, ναι! Τα κατάφερες περίφημα. Τίποτε πια δε σε αγγίζει. Τίποτε και κανείς δεν μπορεί να σε πληγώσει. Άτρωτος, ασφαλής και αναίσθητος. Έμαθες τον μηχανισμό να «κατεβάζεις ρολά». Υπέροχα! Μόνο που υπάρχει ένα μικρό, πολύ μικρό αντίτιμο: Μαζί με τα πικρά, μαζί με τα επώδυνα, έκλεισες έξω και όλα τα ωραία, όλα τα τρυφερά που σου χτυπούν την πόρτα. Κι έτσι, μάθανε κι αυτά ν΄ απομακρύνονται , χωρίς να διεισδύουν ούτε πόντο στο «μέσα» σου. Έμαθες να ζεις χωρίς ρίσκο, αλλά και χωρίς γεύση. Κάπου κάπου η αγάπη, με χίλιες δυο μορφές σού χτυπά την πόρτα. Κάνεις ν΄ ανοίξεις, κάνεις ν΄ αγκαλιάσεις, όμως αμέσως μαζεύεσαι. Φοβάσαι την προδοσία, φοβάσαι την πληγή και παίρνεςις τα με΄τρα σου. «Όλοι έξω», κραυγάζεις και διπλομανταλώνεις τις πύλες.

Σκλήρυνες, πέτρωσες, κλείδωσες. Λυπάσαι που δικαιώθηκαν ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι από αυτούς που πέρασαν απ΄ τη ζωή σου. Αυτοί, που ήταν βέβαιοι πως η ζωή είναι σκληρή και μόνον σκληροί επιβιώνουν. Αυτοί, που το καταλάβουν νωρίς και προσαρμόστηκαν. «Εγώ, από αυτή τη μοίρα θα δραπετεύσω», σκεφτόσουν όταν τους άκουγες. Μα η πόρτα του στρατοπέδου έκλεισε κι εσύ είσαι πια ένας απ΄ αυτούς. Όμως, οι έννοιες πολλές κι έτσι –ευτυχώς- ούτε καιρός για λύπη δεν υπάρχει πια. Μόνο που κάποτε κάποτε, σε καμιά συζήτηση, αφήνεις λίγη πικρή αλαζονείας να γεμίσει τον αέρα με τα λόγια σου:

«Εμένα δε μ΄ αγγίζει τίποτα. Έχω στομάχι γαλβανισμένο.»

Σ΄ ακούω. Σε πιστεύω. Μα δε με ξεγελάς. Όσο και ν΄ αγωνίζεσαι να γίνεις γνήσιο τέκνο τού καιρού σου, τα πόδια σου έχουν γίνει βαριά και περιφέρεσαι στα σοκάκια και τους διαδρόμους κουβαλώντας ένα βάρος χωρίς σχήμα και χωρίς προοπτική. Νιώθεις συχνά πως θα πεθάνετε μαζί και αυτό θα είναι ο μόνος σύντροφος που θα σου μείνει μέχρι τέλους.

Εμένα όμως δε με ξεγελάς, γιατί θυμάμαι. Θυμάμαι την τρυφερή παιδική σου καρδιά, φρέσκια και ανυπεράσπιστη, όταν πρωτόειδε το φως. Τη θυμάσαι κι εσύ να κοιτάζει γλυκά ανθρώπους και την καρδούλα σου να διαστέλλεται, να διαστέλλεται μέχρι που νόμιζες πως θα χωρέσει όλον τον κόσμο. Τότε, που σαν αντίδωρο τη μοίραζες στον κάθε περαστικό κι αυτός σε έτρωγε και σ΄ έπινε κι εσύ δεν δαπανιόσουνα, σαν μια μυστική πηγή να αναπλήρωνε διαρκώς τα ελλείποντα.

Μα μαζευτήκαν γύρω σου θάνατοι πολλοί. Μπορεί να ήταν πάντα έτσι, μπορεί ν΄ αρχίσαν κι από σένα. Ανοίχτηκαν τα μάτια σου σα να κατάπιες ξαφνικά ένα καρπό από το δέντρο του καλού και του κακού, του φυτεμένου στο κέντρο του παραδείσου της ψυχής σου. Είδες, γεύτηκες και γέμισε η ματιά σου τρόμο, πίκρα και δάκρυ. Αποκαλύφθηκαν με μιας τα ατελή των ανθρώπων και οι μικρές πικρές τους προδοσίες. Γνώρισες τον θάνατο, τον φωλιασμένο ακόμη και μεσ΄ στο ίδιο σου το σπίτι, τον γεννημένο από την άγνοια και τον πάντα δικαιολογημένο απ΄ τις καλές προθέσεις. Είδες και γεύτηκες την βέβαιη κατάληξη της συντριβής της καλοσύνης πάνω στον αμείλικτο τοίχο της απληστίας και του πανικού των εμπόρων αυτού του κόσμου.

Είδες και γεύτηκες το φθαρτό, το τρεπτό και το λίγο των ανθρωπίνων πραγμάτων. Είδες τον πόνο και την αδικία να εισβάλλουν στην ψυχή σου. Όρθωσες απέναντί τους πρώτα τις εξηγήσεις. Μα εκείνες γέλασαν και τις γκρέμισαν σαν το πρώτο, το αχυρένιο σπιτάκι του παραμυθιού. Και σήκωσες δεύτερο ανάχωμα την καλοσύνη και την αγάπη. Κι εκείνες γέλασαν ξανά και γκρέμισαν και το δεύτερο ανάχωμα σαν το σπιτάκι από τα ξύλα. Έτρεξες τότε πανικόβλητος στο τρίτο ανάχωμα, εκείνο της παιδικής σου πίστης. Είπες, δεν μπορεί, αυτό θ΄ αντέξει. Κι εκείνες γέλασαν ξανά και γκρέμισαν και το τρίτο, το τούβλινο σπιτάκι.

Πλημμύρισε η καρδιά σου από τον πόνο των ανθρώπων, μαζί με τον πόνο της δικής σου πλήρους, παντελούς, τελείας ανεπάρκειας, να σηκώσει ακόμη και ένα γραμμάτιο του βάρους της οικουμένης. Φούσκωσε η καρδιά σου από τον πόνο τον πολύ, φούσκωσε, φούσκωσε …κι έσκασε. Την κράτησες κομμάτια στα χέρια σου και βάλθηκες να την ξανακολλήσεις όπως όπως γιατί κατάλαβες πως ζωή δεν υπάρχει χωρίς καρδιά, έστω και κολλημένη άγαρμπα, έστω και τραυματισμένη βαθιά, μόνο που την κατάντησες μονάχα ένα σακκούλι αίμα που έχει να το στέλνει στα άκρα του κορμιού σου, για να μην σαπίσει από γάγγραινα.

Την κράτησες και την πέτρωσες. Κι έγινες αυτός που συναντώ συχνά να περιφέρεται στην πόλη, πλήρες μέλος της λέσχης των σκληρόκαρδων, των πιο βεβαίων πως βρήκαν επιτέλους το μυστικό της ζωής.

Μα δε ξεγελάς. Ούτε συ, ούτε εκείνοι. Περπατάτε όλοι περήφανοι και επιτιμητικοί στους αμετανόητους ευάλωτους. Εγώ όμως διακρίνω το κουρασμένο βήμα της καρδιάς σας, της κουρασμένης ν΄ αγαπά, της συντριμμένης, της προδομένης που δεν πιστεύει πια πως υπάρχει άλλη ζωή, καλύτερη, τρυφερότερη, φρέσκια.

Κάποτε κι εσύ κι εκείνη με θυμώνατε. Τώρα όμως σας αγαπώ. Γιατί όσο πιο σκληρό είναι το τσόφλι της καρδιάς σας, τόσο μεγαλύτερη είναι και η βεβαιότητα πως ποθήσατε αγάπη πολλή και δώσατε ποταμούς συμπόνιας, που άλλοι, ανάξιοι, προδομένοι κι αυτοί, το ρουφήξανε αχόρταγα και σας άφησαν στεγνούς. Έτσι κι σεις πρέπει να βρείτε άλλους, σε μια ατέρμονη διαδοχή πληγής, μέχρι να στερέψει η συμπόνια όλης της γης. Και μετά;;

Όλη η ανθρώπινη τραγωδία είναι η έλλειψη συμπόνιας καρδιάς. Σε κοιτάζω στα μάτια, βαθιά στα μάτια. Μου κάνεις αστειάκια, μετά με ειρωνεύεσαι, μετά μου θυμώνεις, μετά με απειλείς. Μα δεν πτοούμαι. Συνεχίζω να σε κοιτάζω στα μάτια. Κοκαλώνεις και καταλαβαίνεις πως ξέρω. Και τότε κλαις.

Θα σ΄ αφήσω να κλαίς τριακόσια χρόνια. Και την πρώτημέρα του τριακοστού πρώτου χρόνου, θα σου απλώσω το χέρι καιθα σε τραβήξω έξω από τον κύκλο της φθοράς και της ξεραΐλας. Θα με ρωτήσεις πού πάμε. Δεν θα σου απαντήσω. Θα με ξαναρωτήσεις. Κι εγώ θα σου πάρω το χέρι. Στην αρχή ίσως αντισταθείς, μα στο τέλος θα τ΄ αφήσεις να κουρνιάσει στην παλάμη μου. Κι εγώ θ΄ αρχίσω να στο σφίγγω στον ρυθμό των χτύπων της καρδιάς. Γρήγορα θα νιώσω τον παλμό και της δικής σου παλάμης. Χέρι χέρι θα πάρουμε τον δρόμο, χωρίς βεβαιότητες, χωρίς υποσχέσεις, μα με μια περίεργη σιγουριά, πως κάπουεκεί στον ορίζοντα χτυπά μια ανεξάντλητη καρδιά, πλατύτερη από το σύμπαν. Κι όσο πλησιάζουμε, θα καταλαβαίνουμε πως η μήτρα που μας γέννησε ήταν ένα πέλαγος γλυκών θεϊκών δακρύων. _