Ο φόβος του πάνινου λύκου

20 Μαρτίου 2020

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν κάποιος άνθρωπος που δεν μετρούσε παρά το μπόι του. Ακόμη και τα μεσημέρια, σαν έβλεπε τη σκιά του να κονταίνει τρόμαζε, ούτε που κοίταζε τον ήλιο. Μόνο τα βαζε με το Θεό, κουνούσε το δάχτυλο του σε Κείνον και έλεγε μέσα του, πως κάποια στιγμή θα τον πιάσει απ΄το μανίκι και τότε θα Του τα ψάλλει κι από την καλή κι από την ανάποδη.

Όταν τον ρωτούσαν, τι είναι αυτό που ψάχνει μέσα σε μια θάλασσα από ταραγμένα μας χρόνια. Τότε μόνο έσκυβε το κεφάλι, ξεφυσούσε και σα να ταν αόματος, έλεγε πως του λείπουν περισσότερα. Δεν ήξερε ακριβώς τι ήθελε, μα διψούσε, ήθελε από όλα κι όλο περισσότερα κι αν είναι δυνατόν οι αντίπαλοι του να έχουν λιγότερα.

Όλα αυτά όχι τόσο για να τα χαρεί, μα γιατί είχε μια επίκτητη αχορταγιά, τέτοια που έκανε το στομάχι του μυαλού του να είναι μόνιμα αδειανό και το υπερ-εγώ του άγρια πεινασμένο.

Σα να ταν ένας λύκος, ένας λυσσασμένος αφιονισμένος λύκος.

Όχι αληθινός, μα από κείνους τους κακομούτσουνους, που φτιάχνουν κάτι ξεπεσμένοι καλλιτέχνες, καμωμένος με πανιά και παραγεμισμένος μ΄ άχυρα. Αυτόν λοιπόν το λύκο όταν τον βλέπουν τα μικρά παιδιά στην αρχή τρομάζουν με την όψη του, όμως μόλις μια στιγμή αργότερα τον παρατούν σε μιαν άκρη και τότε ψοφά από ανία και εγκατάλειψη.

Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής μας, πέρασε εποχές ξένων πολέμων, μεγάλων αλλαγών κι όταν έπαιρναν φωτιά τα διπλανά καλύβια βιαζόταν να βαφτίσει την κάθε κρίση «ευκαιρία». Έτρεχε να αρπάξει ό,τι κι όπως μπορούσε, μόνο και μόνο για να ξεφυσά,καθώς μετρά τα υπάρχοντα του και χαιρόταν να τα βγάζει…περισσότερα.

Ώσπου έφτασε η μέρα του φόβου. Μια καταραμένη μέρα, που όσο κι αν μετρούσε τα αμέτρητα υπάρχοντα και τα καλιμέντα του, απαγορευόταν να έχει άνθρωπο κοντά του. Μα έτσι πως να μοιραστεί τη χαρά και έπειτα την αγωνία να αποκτήσει ακόμη περισσότερα;

Λες κι αυτές οι σάρκες που είχε κατασπαράξει, όλα τα άλλα πλάσματα, που χρόνια τώρα πεισματικά υποτιμούσε και με κάθε ευκαιρία ξεκοκκάλιζε, είχαν βρει τρόπο να τρυπώσουν στο σώμα του. Βρήκαν την ευκαιρία να γονατίσουν την αναπνοή του και να φανερώσουν το πιο μεγάλο φόβο του, που δεν ήταν άλλος από το έτσι κι αλλιώς φθαρτό ανθρώπινο σαρκίο του.