Ο Ιησούς ως Κατηχητής

11 Μαρτίου 2020

Η ευλογημένη και θεοφιλής διακονία της χριστιανικής Κατήχησης θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει ως απαρχή την εντολή του Κυρίου προς τους μαθητές Του, λίγο προ της Αναλήψεως, όπως αυτή διατυπώνεται στην κατακλείδα του Κατά Ματθαίον: πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν. Μαθητεία, λοιπόν, όλων των εθνών, όλων των ανθρώπων ανεξαίρετα, αδιάκριτα, αχώριστα. Η δε μαθητεία προϋποθέτει διδασκαλία και εφόσον ο Διδάσκαλος αναλαμβάνεται στους ουρανούς αναθέτει στους μαθητές του και εκείνοι σε δικούς τους μαθητές την ιερουργία του λόγου. Την διδασκαλία τήρησης όλων των εντολών και την βάπτιση των κατηχουμένων στο όνομα της Αγίας Τριάδος.

Εάν θέλαμε να ορίσουμε τον κύριο σκοπό και την ουσία της χριστιανικής κατήχησης θα λέγαμε ότι σχετίζεται άμεσα με τη διδασκαλία της χριστιανικής μας πίστης. Την μελέτη του λόγου του Θεού. Να ενσταλάξουμε στις καρδιές των παιδιών αγάπη για την Εκκλησία και να τους προσφέρουμε εμπειρικές προσεγγίσεις της χριστιανικής διδασκαλίας μέσα από ιστορίες και διηγήσεις, που άφθονες υπάρχουν στην παράδοση της Εκκλησίας.

Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη powerpoint και βίντεο αλλά ψυχή και Χριστό, σύμφωνα με τον κατηχητή άγιο και νεομάρτυρα της τουρκοκρατίας, Κοσμά τον Αιτωλό. Όσο είμαστε ακατήχητοι – και είναι οδυνηρή διαπίστωση ότι πολλοί χριστιανοί είναι ακατήχητοι – τόσο θα αλωνίζουν οι αιρετικοί, θα ενσπείρουν τα ζιζάνια του αιρετικού λόγου και σε συνάρτηση με ενδεχόμενο ποιμαντικό κενό αυτός θα καρποφορεί. Αν, όμως, γνωρίζουμε βιωματικά τον πλούτο και τον θησαυρό της αγιασμένης ορθόδοξης χριστιανικής μας πίστης τίποτα αιρετικό, τίποτα κακόδοξο, δεν μπορεί να μας πτοήσει, να μας συγκινήσει και να μας οδηγήσει στη συνειδητή άρνηση της πίστης μας. Αντίθετα, το κατηχητικό κενό είναι βασική αιτία των διαρροών προς τις αιρέσεις. Θα τολμούσαμε, μάλιστα, να ορίσουμε ως «υποχρεωτικό» τον χαρακτήρα της χριστιανικής κατήχησης για όσους επιλέγουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους αλλά και για τους ίδιους τους ενηλίκους.

Εδώ, τίθεται και ένα άλλο πολύ σπουδαίο θέμα, η κατήχηση ενηλίκων πριν την Βάπτισή τους. Όταν ένας ενήλικος ζητά να βαπτιστεί, ο επίσκοπος με εντολή του ορίζει ιερέα για την κατήχηση και τη Βάπτισή του. Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές η Βάπτιση ενηλίκων γίνεται χωρίς καθόλου κατήχηση και χωρίς να διακριβωθεί η προαίρεση εισδοχής στη χριστιανική πίστη. Υπάρχουν, για παράδειγμα, άνθρωποι, που βαπτίζονται υποκρινόμενοι την επιθυμία να γίνουν χριστιανοί, προκειμένου να τελέσουν θρησκευτικό Γάμο και αμέσως μετά επιστρέφουν στην προηγούμενη θρησκεία. Αυτή η περίπτωση, μάλιστα, συνιστά και βαρύτατη αμαρτία, βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Θα ήταν καλό, λοιπόν, να οργανωθεί συστηματική κατήχηση για όσους ενηλίκους επιθυμούν να γίνουν χριστιανοί, για την πρόληψη φαινομένων όπως το παραπάνω αλλά και ως εφόδιον εν Χριστώ ζωής. Στο προκείμενο θέμα είναι εξαιρετικά πολύτιμο ως παράδειγμα η σύγχρονη μαρτυρία της χριστιανικής ιεραποστολής.

Μία άλλη σημαντική παράμετρος της κατήχησης είναι ότι αυτή κατεξοχήν είναι έργο του επισκόπου. Έτσι, αυτός είναι που θα ορίσει και τις ιδιαίτερες παραμέτρους γνωρίζοντας τις ιδιαίτερες ποιμαντικές ανάγκες της επαρχίας του. Επίσης, ο επίσκοπος έχει την ευθύνη για το περιεχόμενο της κατήχησης και τον έλεγχο της «ορθοδοξίας» της και η κατήχηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να διεξάγεται χωρίς την ευλογία και την επίβλεψή του. Δεν μπορεί, επίσης, η Κατήχηση να γίνεται μέσο προβολής ιδιωτικών θέσεων και απόψεων αλλά οφείλει να είναι έκθεση της χριστιανικής πίστης βάσει της Αγίας Γραφής και της ιερής παράδοσης. Αυτό προϋποθέτει την κατάρτιση του κατηχητή όχι μόνο με επιμορφώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες και εξαιρετικά σπουδαίες αλλά και πνευματική, εν Χριστώ, κατάρτιση. Κάτι που δεν βιώνει ο κατηχητής είναι αδύνατο να το μεταδώσει στον κατηχούμενο. Γιατί σκοπός της κατήχησης δεν είναι η στείρα μετάδοση γνώσης αλλά να εμπνευστεί ο κατηχούμενος από τον κατηχητή. Έτσι, και ο κατηχητής με τη σειρά του πρέπει να εμπνευστεί από πρότυπα αγίων κατηχητών, το δε αδιαμφισβήτητα τελειότερο πρότυπο κατηχητή, είναι ο ίδιος ο Κύριός μας.

Ο Ιησούς μέχρι την έναρξη της δημόσιας δράσης του, μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών σιώπησε και προετοιμάστηκε. Θα μπορούσε από μικρό παιδί να κηρύττει με πύρινους λόγους, με αποκαλύψεις και θαύματα, θα μπορούσε αναμφίβολα να μεταστρέψει στην αλήθεια όλο τον κόσμο. Για να το επιτύχει αυτό, όμως, θα έπρεπε να εκβιάσει τις συνειδήσεις τους. Να εξαγοράσει την πίστη τους και να τη συνδέσει ιδιοτελώς με την αιώνια σωτηρία ή καταδίκη. Αντίθετα, προτιμά τη σιωπή, την ησυχία, την προσευχή. Πριν την ηλικία των τριάντα δεν διδάσκει και δεν κατηχεί. Για αυτό ίσως ορίστηκε και από την ιερή παράδοση η χειροτονία πρεσβυτέρων να γίνεται μετά την ηλικία αυτή, η οποία σημαίνει μία πνευματική ωριμότητα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η προσπάθεια οι συντελεστές του κατηχητικού έργου να είναι νεαροί φοιτητές ή ακόμα και μαθητές, πριν τελειώσουν το σχολείο. Αυτό μπορεί να ανταποκρίνεται σε μία πρακτική ανάγκη, μπορεί όντως οι νέοι κατηχητές να έχουν ιδιαίτερη διάθεση και μεράκι για παιχνίδι και τραγούδι, μπορεί να έχουν υψηλά οράματα για τη διακονία αυτή. Ασφαλώς και δεν αποκλείεται αυτή η μορφή διακονίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για αξιοποίηση ιδιαίτερων χαρισμάτων. Αλλά και ο ενήλικας κατηχητής δεν μπορεί να «αποβάλλεται» από τη διακονία αυτή στο όνομα της ανανέωσης, της αλλαγής ή ενός μοντερνιστικού κλίματος. Μπορεί και αυτός να συμβάλλει με την εμπειρία, την ωριμότητα, τη σοφία του, με τα πολύτιμα γονεϊκά βιώματα και πάνω από όλα την εν Χριστώ ζωή του. Οι κατηχούμενοι σήμερα δεν αντέχουν και πολλά πολλά λόγια. Δε θέλουν συστηματικές και σχολαστικές προσεγγίσεις, αλλά αναζητούν βιώματα. Να ξεπεράσουν τα όρια της διδασκαλίας και της πίστης σε θεωρητικά σχήματα και να αναγνωρίσουν ότι όλα αυτά είναι ζωή στην παράδοση της Εκκλησίας.

Και Αυτός, ο οποίος αναντίρρητα προσέφερε πρώτος το παράδειγμα αυτό ήταν ο Ιησούς. Κατηχεί στην χριστιανική πίστη ως διδάσκαλος και προσκαλεί τους ακροατές να γίνουν μαθητές Του. Άλλοι αποδέχονται την πρόσκληση και άλλοι την απορρίπτουν. Ελεύθερα. Αυτοί που αποδέχονται την πρόσκληση είναι οι δώδεκα μαθητές, οι εβδομήκοντα, οι μαθήτριες γυναίκες και άλλοι ευρύτεροι κύκλοι μαθητών, στους οποίους κατ’ επέκταση ανήκουμε όλοι οι χριστιανοί. Κάθε χριστιανός είναι πρώτιστα μαθητής του Χριστού και ύστερα του κατηχητή του. Ο κατηχητής οφείλει να γίνεται παιδαγωγός εις Χριστόν και όχι εις τον εαυτό του καλλιεργώντας προσωποκεντρικές τάσεις ή αναπτύσσοντας προσωποπαγές έργο. Πολλές φορές παρατηρείται η αμηχανία των ανθρώπων τι θα γίνει εάν χάσουν τον πνευματικό τους πατέρα ή εάν φύγει ο υπεύθυνος του νεανικού ή του φιλανθρωπικού έργου ή ο λαϊκός κατηχητής και εκφράζεται η βεβαιότητα ότι μετά όλα θα χαθούν και θα γκρεμιστούν. Ως ένα βαθμό αυτό είναι δικαιολογημένο από την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους προς το πρόσωπό του. Από την άλλη φανερώνει ενδεχομένως μία παθολογική προσκόλληση σε πρόσωπα με παράλληλη απουσία καλλιέργειας προσωπικής σχέσης με τον Θεό. Η σχέση αυτή θα επίλυε τέτοιους ενδοιασμούς, που φανερώνουν καί ολιγοπιστία αλλά και λαθεμένη προσέγγιση της πίστης.

Στην Εκκλησία δια της ετερότητας και ποικιλομορφίας των χαρισμάτων είναι όλοι απαραίτητοι ως ταπεινοί διάκονοι του Χριστού και εργάτες του αμπελώνος Του. Ανήκουμε σε Αυτόν και στην Εκκλησία δεν αυτενεργούμε αδιάκριτα, για να την μεταμορφώσουμε και να την αλλάξουμε, σύμφωνα με τα προσωπικά μας οράματα, να διορθώσουμε τα στραβά και να την εκμοντερνίσουμε κατά το δοκούν. Μπορούμε να καταθέτουμε προτάσεις, να εργαζόμαστε ταπεινά, να εκφράζουμε τη διαφορετική μας γνώμη, πάντα όμως με καλή προαίρεση, με διάθεση υπακοής στον επίσκοπο ως κατεξοχήν υπεύθυνο του κατηχητικού έργου και συστοιχιζόμενοι με τον λόγο του Θεού και την ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Από τον λόγο του Θεού στην Αγία Γραφή, όπως τον εξέφρασε ο επί γης ο Ιησούς Χριστός, μπορούμε να εκμαιεύσουμε πολύ σπουδαία παραδείγματα και να τα αξιοποιήσουμε στην κατήχηση.

Πρώτα πρώτα ο Ιησούς διδάσκει απλά. Με παραβολές από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, για να τον καταλαβαίνουν όλοι, ακόμα και τα παιδιά. Δε χρησιμοποιεί περίτεχνα ρητορικά σχήματα, που θα εντυπωσίαζαν τον ακαδημαϊκό κόσμο της εποχής Του, αλλά απευθύνεται αδιάκριτα σε όλους τους ανθρώπους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Μορφωμένοι και μη. Αμαρτωλοί και δίκαιοι. Ιουδαίοι και αλλοεθνείς. Ιδιαίτερα, όμως, οι ασθενείς, που έχουν ανάγκη ιατρού. Αμαρτωλοί, πόρνες, τελώνες, σαμαρείτες, ειδωλολάτρες, όπως η Χαναναία του ευαγγελίου, ληστές, όπως οι συσταυρωθέντες μαζί Του, προσκαλούνται όλοι ανεξαίρετα να γίνουν μέλη της Βασιλείας του Θεού και να επιστρέψουν εν μετανοία στον σπλαγχνικό Πατέρα. Δεν καταδικάζεται κανείς, δεν κατακρίνεται κανείς. Άλλωστε, για αυτό ήλθε ο Ιησούς στη γη, για να σώσει τους αμαρτωλούς. Έτσι, και η σύγχρονη κατήχηση δεν μπορεί να απευθύνεται μόνο σε καλά παιδιά χριστιανικών οικογενειών αλλά οφείλει να κάνει ένα άνοιγμα αγκαλιάσματος όλων των ανθρώπων. Θα μιλούσε άσχημα ο Χριστός σε έναν νέο για τα σκουλαρίκια, τα τατουάζ ή την ενδυμασία του; Θα τον απέρριπτε ή θα τον έδιωχνε εξαιτίας της εξωτερικής εμφάνισης; Σε καμία περίπτωση! Θα τον νουθετούσε με αγάπη και κατ’ιδίαν, όπως στη μοιχαλίδα γυναίκα, που οδήγησαν μπροστά Του, πριν τη λιθοβολήσουν και ζήτησαν τη γνώμη Του. Με μία ποιμαντική στηριγμένη στην αγάπη και το προσωπικό ενδιαφέρον, που αφορά όλους τους ανθρώπους το ίδιο. Πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν.

Αυτή η επίγνωση της αληθείας είναι περιεχόμενο της κατηχητικής διδασκαλίας Του. Διδασκαλία με μαθητές και μαθήτριες, όπως στέλνει και τους μαθητές Του να μαθητεύσουν όλα τα έθνη. Η μαθητεία δεν είναι ντροπή ή υποτίμηση αλλά είναι κατ’εξοχήν τιμή, ιδιαίτερα η μαθητεία στην αλήθεια του ευαγγελίου και του Θεού. Αυτό είναι καλό να το λαμβάνουμε υπόψη στην κατήχηση, όπου προβάλλεται τα τελευταία χρόνια ως μόδα μία σχέση φιλική, χαλαρή, κάποιες φορές στα όρια του χαζοχαρούμενου, μεταξύ κατηχητή και κατηχουμένων. Μία τέτοια σχέση, όμως, είναι αντίθετη προς τη σοβαρότητα και τη σπουδαιότητα του κατηχητικού έργου. Το κατηχητικό έργο οφείλει να είναι συνδεδεμένο με την επίγνωση της αληθείας, και την παιδαγωγία προς Αυτόν, που είναι ο ίδιος η Αλήθεια και η Ζωή. Η συνάντηση μαζί Του διά της κατήχησης, η ανάδειξη καλλιέργειας προσωπικής σχέσης, η μαθητεία στη διδασκαλία Του και η συνεχής αναφορά στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του κόσμου είναι προτεραιότητες του αυθεντικού κατηχητικού έργου και ιδιαίτερα ασφαλείς μέθοδοι. Ο ορατός και άμεσος κίνδυνος είναι μία αποχριστιανοποιημένη κατήχηση. Μία κατήχηση χωρίς Χριστό. Θεός φυλάξοι!

 

Σημείωση: εισήγηση στο Σεμινάριο Κατηχητών της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως & Σταυρουπόλεως, 4 Μαρτίου 2019.