Παρηγορητική φροντίδα ασθενών τελικού σταδίου και ευθανασία

17 Μαρτίου 2020

Η ανακουφιστική φροντίδα σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις και ειδικά σε όσους βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της νόσου τους, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και προσφέρεται δωρεάν σε πολλές δομές μέσω των εθνικών συστημάτων υγείας.

   Η Ελλάδα ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα σε αυτόν τον τομέα το 1992 με τη Μονάδα Ανακουφιστικής Αγωγής «Τζένη Καρέζη» της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που λειτουργεί ως παράρτημα του Αρεταίειου Νοσοκομείου και πραγματοποιεί ετησίως περισσότερες από 4.000 εισαγωγές ασθενών (ασφαλισμένους και μη) οι οποίοι πάσχουν από καρκίνο και άλλες χρόνιες παθήσεις. (Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, 2018). Όμως και η Εκκλησία έχει αξιοσημείωτη δραστηριότητα στην παροχή ανακουφιστικής φροντίδας στους ανθρώπους που την έχουν ανάγκη ιδρύοντας προσωπικά αντίστοιχες μονάδες, όπου βρίσκουν καταφύγιο συνάνθρωποί μας που υποφέρουν από βαριές αρρώστιες. Για τις μονάδες αυτές θα μιλήσουμε αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο.

Φορείς, όπως οι παραπάνω ακολουθούν τις γενικές κατευθυντήριες αρχές παροχής φροντίδας οι οποίες έχουν διατυπωθεί από τους παγκόσμιους οργανισμούς. Καθώς οι ανάγκες των ασθενών είναι τεράστιες, η θεσμοθέτηση και δημιουργία δικτύου οργανωμένων Μονάδων Ανακουφιστικής Αγωγής για την αντιμετώπισή τους από την εκάστοτε πολιτεία, είναι απαραίτητη. Εξάλλου, από θρησκευτικής άποψης είναι πολύ λυπηρό ένα ασθενής να μην ανακουφίζεται από τα επώδυνα σωματικά ή ψυχολογικά συμπτώματα μιας χρόνιας νόσου και να βλέπει την υποβοηθούμενη αυτοκτονία ή την ευθανασία σαν τη μόνη λύση για το μαρτύριό του. Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού και ο Θεός έχει την αποκλειστικότητα πάνω στη ζωή του. Ο Θεός χαρίζει τη ζωή, ο Θεός αποφασίζει και για την εξέλιξή της και την κατάληξή της. Μπορούμε εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του φιλοσόφου Επίκτητου, ο οποίος διαχωρίζει τα ανθρώπινα πράγματα στα «ἐφ’ ἡμῖν», δηλαδή σε όσα εξαρτώνται από εμάς, και στα «οὐκ ἐφ’ ἡμῖν», δηλαδή σε όσα δεν εξαρτώνται από εμάς. Στα τελευταία κατατάσσει και το σώμα, κάτι που σημαίνει ότι και όλες οι λειτουργίες του, συμπεριλαμβανομένων και της αρχής και του τέλους της βιολογικής ζωής, δεν ανήκουν σε μας, δεν αποτελούν δικαιοδοσία μας. Αυτό όμως μας υποχρεώνει να μην αποδεχόμαστε την ευθανασία.

Αντίθετα, αυτά που αποδεχόμαστε σαν χριστιανοί ορθόδοξοι είναι τα εξής: α) η θανάτωση δεν αποτελεί τρόπο αντιμετώπισης των ασθενών τελικού σταδίου, β) η ανάπτυξη της ανακουφιστικής – υποστηρικτικής αγωγής (support care) μπορεί να βοηθήσει σημαντικά και να αναιρέσει σε πολλές περιπτώσεις το αίτημα ευθανασίας και γ) η συνεργασία άλλων μελών της θεραπευτικής ομάδας μπορεί να στηρίξει ψυχολογικά και κοινωνικά το ασθενή του τελικού σταδίου, συμβάλλοντας σε μια ζωή με ουσιαστικό περιεχόμενο ως το τέλος. Γιατί η ζωή παραμένει «μέγα καλό και πρώτο», όπως την αποκάλεσε ο Διονύσιος Σολωμός στο ποίημα «Πόρφυρας». (Ρηγάτος, 2006).

Αλλά, ακόμη κι αν δεν λάβουμε υπόψη μας την ηθική πλευρά του θέματος, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι η ιατρική βιβλιογραφία μας παραδίδει περιπτώσεις που, ακόμη και σε καρκινοπαθείς του τελικού σταδίου, για τους οποίους θεωρητικά και πρακτικά δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας, συμβαίνει συχνά αυτό που η θρησκεία αποκαλεί «θαύμα» και η επιστήμη «επανάσταση του ανοσοβιολογικού συστήματος». Πράγματι, για λόγους που από επιστημονικής άποψης δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε ακόμα, το ανοσοβιολογικό σύστημα που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αποδεχθεί το μοιραίο και απλώς περίμενε την έλευσή του, αντεπιτίθεται και εξαλείφει τον καρκίνο και τις μεταστάσεις του. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί ακόμη και σε περιπτώσεις, όπου οι ασθενείς είχαν υποστεί εγκεφαλικές βλάβες από εγκεφαλίτιδες ή κακώσεις και ο εγκέφαλός τους φαινόταν να μη λειτουργεί. Παρόλα αυτά, ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα, ο εγκέφαλος ανέκαμψε. Το ίδιο συμβαίνει και στους ασθενείς που βρίσκονται σε οποιασδήποτε μορφής κώμα, οπότε θεωρητικά λογίζονται χαμένοι, αλλά πρακτικά ένα απειροελάχιστο ποσοστό εξ αυτών μπορεί να ξεφύγει από την κωματώδη κατάστασή του και να επανέλθει στη ζωή. (Λουδοβίκος, 2003: 197-207).

Βασισμένος σε σύγχρονες επιστημονικές παρατηρήσεις, ο Corr (1992) πρότεινε μια πιο σύγχρονη άποψη σχετικά με την αντιμετώπιση της πορείας του ατόμου προς το θάνατο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, κάθε άτομο που φτάνει στο τέλος της ζωής του καλείται να αντιμετωπίσει ορισμένα καθήκοντα, έργα ή στόχους σε τέσσερα βασικά στάδια, τα οποία είναι: α) το οργανικό, β) το ψυχολογικό, γ) το κοινωνικό, δ) το πνευματικό. Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει ότι ένα άτομο, ακόμη κι αν έχει φτάσει ένα βήμα πριν από το θάνατο, δεν παύει να είναι ενεργό και έτσι είναι ικανό να αποφασίζει και να θέτει στόχους και ταυτόχρονα υπεύθυνο για το πότε και πώς θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που του εμφανίζονται.

  1. Οργανικό επίπεδο. Εδώ το άτομο καλείται να ικανοποιήσει βασικές σωματικές ανάγκες και συχνά τη δυσφορία. Οι βιολογικές ανάγκες είναι σημαντικές γιατί επηρεάζουν και την ποιότητα της ζωής, αλλά και τη λειτουργία του ατόμου. (Corr, 1992).
  2. Ψυχολογικό επίπεδο, όπου το άτομο καλείται να ικανοποιήσει την ανάγκη του για αυτονομία, ψυχολογική ασφάλεια, αυτοέλεγχο. Αν δεν το καταφέρει αυτό, τότε μοιραία κυριεύεται από αισθήματα θυμού, θλίψης, άγχους και κατάθλιψης και με τη συμπεριφορά του αυτή συχνά φέρνει σε αμηχανία και αδιέξοδο τους θεράποντες γιατρούς του. (Leming & Dickinson, 2002).
  3. Κοινωνικό επίπεδο. Καθώς το άτομο πλησιάζει προς το θάνατο αρχίζει σιγά σιγά να αποκόπτεται συναισθηματικά από τις σχέσεις του με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Και ενώ έχει ανάγκη να νιώθει τους άλλους γύρω του, μειώνει την επικοινωνία μαζί τους, μιλάει λιγότερο και κοιμάται περισσότερο. Συχνά οι συγγενείς παρερμηνεύουν τη συμπεριφορά αυτή και νομίζουν ότι δεν επιθυμεί πια καμιά επαφή μαζί τους. Ωστόσο, η απομάκρυνση αυτή σημαίνει απλώς ότι το άτομο προετοιμάζεται για το τέλος της ζωής του και δεν θέλει να κάνει τους δικούς του ανθρώπους να νιώσουν δυστυχισμένοι για την επικείμενη απώλειά του. (Corr, 1992).
  4. Πνευματικό επίπεδο. Το άτομο που πεθαίνει βιώνει μια βαθιά υπαρξιακή κρίση. Θρηνεί ότι χάνει τον εαυτό του, το σκοπό και το νόημα της ζωής του. Ταυτόχρονα αναζητά τρόπους να υπερβεί αυτό το τέλος. Αυτή την υπέρβαση επιδιώκει μέσα από την ικανοποίηση των παρακάτω τριών βασικών πνευματικών αναγκών του:
  • Την ανάγκη να δώσει κάποιο νόημα στη ζωή που έζησε. Στην ανάγκη αυτή το άτομο ανταποκρίνεται ολοκληρώνοντας την ανασκόπηση της ζωής του. Σε ένα συμβολικό επίπεδο ξαναγράφει την ιστορία του και ερμηνεύει το παρελθόν υπό το πρίσμα μιας νέας οπτικής, όπου θετικές και αρνητικές εμπειρίες αποκτούν ένα νόημα. Η ανασκόπηση αυτή του επιτρέπει να νιώσει ότι κάτι πρόσφερε κι αυτός στον εαυτό του και στους γύρω του και άρα η ζωή του είχε αξία, δεν πήγε χαμένη.
  • Την ανάγκη να έχει έναν «καλό θάνατο». «Καλός» είναι ο θάνατος που ορίζει ο ίδιος ο ασθενής και δεν είναι άλλος από εκείνον που του επιτρέπει να ζήσει τις τελευταίες του στιγμές μέσα σε συνθήκες που συμφωνούν με τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τον τρόπο, με τον οποίο πάντα αντιμετώπιζε τις προκλήσεις της ζωής.
  • Την ανάγκη να ελπίζει σε μια μετά θάνατο ζωή. Σημαντική πνευματική ανάγκη κάθε αρρώστου που βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ζωής του είναι να βρει ή να διατηρήσει ζωντανή την ελπίδα ότι υπάρχει ζωή μετά θάνατο, ή όταν δεν πιστεύει στη μετά θάνατο ζωή ότι αφήνει κάτι πίσω του που θα εξακολουθεί να υπάρχει όταν εκείνος δεν θα ζει (π.χ. απογόνους,  έργα κλπ.) (Corr,  1992).

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ευθανασία δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να συμβαδίσει με την Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία και παράδοση, οι οποίες πρεσβεύουν την αγάπη, τη συμπαράσταση στον πλησίον και την ευσπλαχνία του ιατρικού λειτουργήματος προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο (Avgoustidis, 2008: 188-202). Το αίτημα της ευθανασίας που εκφράζεται από τους απελπισμένους ασθενείς αποτελεί ερώτημα της αγάπης μας προς αυτούς και της επιθυμίας μας να μείνουν κοντά μας. Υπό την έννοια αυτή, ούτε ο γιατρός, ούτε οι συγγενείς έχουν το δικαίωμα να «απαλλάσσουν» τον ασθενή από το «βάρος» της ζωής, αλλά αντίθετα οφείλουν να αναπτύξουν μαζί του μια σχέση αληθούς κοινωνίας αγάπης και αλληλεγγύης, αντιμετωπίζοντας τον θάνατο και τον πόνο και μετατρέποντας την αγωνία του θανάτου σε προσωπική κοινωνία. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2007: 42-47).

 

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ