Η αχειροποίητη κατοικία

18 Απριλίου 2020

Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για την κατοικία. Άνοιξα κάτι παλιά βιβλία και βρήκα με ποιο τρόπο προσδιορίζει τον όρο κατοικία o Νομοθέτης. Είναι λέει ο τόπος που κάποιος κύρια και μόνιμα εγκαταστάθηκε. Ήρθαν μετά οι νομικοί και εξήγησαν αυτό τον ορισμό. Για να έχει κάποιος κατοικία σε ένα τόπο πρέπει να συντρέχουν δύο στοιχεία. Το κόρπους και το άνιμους, (σώμα και ψυχή στα λατινικά). Το σωματικό, το κόρπους, εύκολα διαπιστώνεται, αλλά το άλλο το άνιμους, η ψυχή, το βουλητικό, πώς μπορεί να διαπιστωθεί; 

Τα τελευταία χρόνια ο Νομοθέτης είπε ότι προστατεύεται η πρώτη κατοικία, δηλαδή δεν βγαίνει στο «σφυρί», υπό κάποιες προϋποθέσεις. Εδώ ο Νομοθέτης εννοεί ως κατοικία την ιδιόκτητη στέγη, που μπορεί να είναι σπίτι, διαμέρισμα,  καλύβη, που έχει δικαίωμα κυριότητας κάποιος.

Στην πρώτη περίπτωση που λέει τι είναι κατοικία δεν απαιτεί σώνει και καλά να είναι και δικό του το σπίτι, το διαμέρισμα, η καλύβη, για να προσδιοριστεί η κατοικία του!..

Αν δεν μπορεί, λέει παρακάτου ο Νομοθέτης, να αποδειχθεί η τελευταία κατοικία του προσώπου, ως κατοικία θεωρείται ο τόπος διαμονής του! Μεγαλύτερο μπέρδεμα. Τι εννοεί τελευταία κατοικία ο κυρ-Νομοθέτης; Αυτός μπορεί να εννοεί ο,τι θέλει, σημασία έχει πώς προσλαμβάνει ο κοινός θνητός τον όρο …τελευταία κατοικία.

Άλλο μπέρδεμα με το έντυπο της Εφορίας, που αποδεικνύει, λέει, τον τόπο μόνιμης και νόμιμης κατοικίας!.. Μα το ανιμους, που πρέπει να συντρέχει, δεν εξετάζεται; Εάν είναι άλλού το κόρπους και αλλού το άνιμους τι γίνεται; Θα έχουμε λέει διαμονή, δηλαδή κάτι το προσωρινό, που θεωρείται κατοικία!

Όλα αυτά με μπέρδεψαν το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου!  Δεν μπορούσα να τα βάλω σε μια σειρά.

 Ακολουθώντας με ευλάβεια τη φωνή των ειδικών «μένουμε σπίτι» με πήρε ο ύπνος αργά, μετά τα μεσάνυχτα. Ξημέρωνε  Κυριακή των Βαΐων. Ξύπνησα και είδα φως στο σαλόνι. Θα το ξέχασα αναμμένο, υπέθεσα. ‘Όχι, όχι. Είχε έρθει η μάνα μου!… Είχε μπει εντελώς αθόρυβα για να μη με ξυπνήσει. Είχαμε καιρό να τα πούμε από κοντά. Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα, αλλά και μεγάλη συγκίνηση και ανείπωτη χαρά. Τηρώντας τα μέτρα προφύλαξης από τον κορονοϊό δεν είχαμε αγκαλιάσματα και φιλιά. Ο πατέρας γιατί δεν ήρθε; Ρώτησα. Έχουν πολλή δουλειά αυτές τις μέρες και δεν θα του έδιναν άδεια να περάσει, μού απάντησε η μάνα μου. Θέλεις να σού κάνω κανά φαγητό πριν φύγω; Όχι, όχι, μάνα, κουτσοβολεύομαι. Μεγάλη βδομάδα μπαίνει θα βολευτώ με τίποτα νηστίσιμα. Να σού κάνω κανά κεφτεδάκι να έχεις για το Πάσχα, αφού τη μαγερίτσα δεν θέλεις ούτε να τη βλέπεις; Όχι, όχι, μάνα. Θα κάνω καμμιά ομελέτα ανήμερα. Δεν θα μείνω πολύ, μού λέει η μάνα μου. Πρέπει να είμαι στην ώρα μου πάλι εκεί. Σηκώθηκε ανάλαφρα, αέρινα, για να φύγει. Δεν είχα τη δύναμη να την παρακαλέσω να μείνει ακόμα λίγο. Είχα ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα. Η γλώσσα μου ειχε κολλήσει. Τα μάτια μου είχαν θαμπώσει. Τα πόδια μου έτρεμαν. Τα χείλη μου είχαν στεγνώσει. Κινήθηκα νωθρά να πέσω στην αγκαλιά της προτού μού φύγει. Δεν πρόλαβα να την αγγίξω. Άκουσα ένα γλυκό «μη μού άπτου» και η μάνα μου έγινε άφαντη! Μάνα! Μάνα! Μάνα! Τίποτα. Έπρεπε να είναι στην ώρα της στην τελευταία της κατοικία, την αχειροποίητη κατοικία!

Μα το άνιμους; Η ψυχή; Πιστεύω ότι ήταν όλο αυτό που είδα στ΄όνειρό μου!