Η μάχη για το ύψωμα 731-Εαρινή επίθεση των Ιταλών το 1941 (2ο μέρος)

5 Απριλίου 2020

Για το πρώτο μέρος βλέπε εδώ

Αξίζει στο σημείο αυτό να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από τις αναμνήσεις Ιταλού στρατιώτη, αλλά και να διαπιστώσουμε την ευψυχία του Έλληνα. «….Και σε ένα νεκρό βουνό ανεβαίνεις. Ανεβαίνεις την πλαγιά, θαρρείς βγαλμένη φωτοτυπία απ΄ τη Σελήνη. Δεν μπορεί εδώ να υπάρχει ζωή. Εδώ δεν αντέχει ούτε σαύρα, μα ούτε το μυρμήγκι. Κι ανεβαίνεις.

Στα χέρια σου σφίγγεις το Μάνλιχερ που έχεις ήδη οπλισμένο. Δεν μπορεί να συναντήσεις κάποιον. Δεν είναι δυνατόν κάποιος να επιβίωσε αυτού του βομβαρδισμού. Κι ανεβαίνεις.
Και τα βήματα σου δυσκολεύουν στη λάσπη και την ανηφόρα. Και ακούς μια φωνή να λέει κάτι. Δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει, γιατί είναι σε άλλη γλώσσα, αλλά έρχεται από το κομμάτι της πλαγιάς που δεν κατέχει ο δικός σου στρατός.

Και ακούς και κάποια ακόμα στόματα να επαναλαμβάνουν αυτή τη φράση που μόλις άκουσες. Μια στιγμή… Δε με νοιάζει τι είναι αυτή η φράση… Την είπαν άνθρωποι. Ζωντανοί! Ζωντανοί εδώ πάνω! Ζωντανοί στην κόλαση αυτή! Μα πώς; Είναι άνθρωποι αυτοί; Πώς άνθρωποι επέζησαν εδώ; Δεν γίνεται άνθρωποι να επέζησαν αυτού! Σίγουρα είναι τέρατα. Όντα απάνθρωπα βγαλμένα από την ίδια την κόλαση…

Σκέψεις που δεν διαρκούν περισσότερο από 2 δευτερόλεπτα. Όσο χρειάζεται για να ακουστούν οι δεκάδες παγωμένες χαλύβδινες ξιφολόγχες που σύρονται μέσα στα θηκάρια τους για να τοποθετηθούν πάλι με χαρακτηριστικό ήχο στα Μάνλιχερ εκείνων που υπερασπίζονται το ύψωμα 731. Και με ένα σφύριγμα από τον κάθε αξιωματικό λόχου να ξεπηδήξουν από τις θέσεις τους οι Έλληνες…καλυμμένοι με χώματα και λάσπες και αποκαΐδια…
…Όπως και την προηγούμενη φορά και την προηγούμενη πριν την προηγούμενη φορά… ».

Η μεγαλοσύνη του Έλληνα αυτές τις κρίσιμες στιγμές φαίνεται σε δυο διηγήσεις των Θεοχάρη Σαλτσίδη, που τραυματίστηκε σοβαρά και μέχρι τον θάνατό του έφερε τα θραύσματα στο σώμα του, και Ιωάννη Χατζηκυριακίδη, και των δύο από την Αμφίπολη Σερρών: «Όταν οι Ιταλοί γυρνούσαν την πλάτη οπισθοχωρώντας, σταματούσαμε να ρίχνουμε … Μάνα τους γέννησε κι αυτούς» και «…Οι Ιταλοί το βάλανε στα πόδια. Μέσα από το χαράκωμά μου βλέπω έναν να έρχεται κατά πάνω μου, με το όπλο στον έναν ώμο και στον άλλον ένα μαντολίνο. Ήταν παιδί, σαν και μένα. Τι να κάνω; Να το σκοτώσω; Έβγαλα το κεφάλι μου έξω και του φώναζα: Φύγε … φύγε, ώσπου απομακρύνθηκε».

Έφεδρος Ανθλγός Ρούντος. με διατρητικά φυσσίγγια κατέστρεψε την ερπύστρια του ενός εκ των τριών αρμάτων και σκότωσε το πλήρωμα του ,πλήν του οδηγού.

Την 11.00΄αρχίζει σφοδρός βομβαρδισμός, επί τρίωρο, και την 13.45΄ νέα επίθεση, σε ολόκληρο το μέτωπο και με την ενεργό υποστήριξη της αεροπορίας τους.:

-Κατά του 731 το 140 Σύνταγμα της Μεραρχίας Κάλιαρι.

-Κατά του 717 το 63 Σύνταγμα της Κάλιαρι

Ανεπιτυχής προσπάθεια Ιταλικής διείσδυσης

Ο Κουτρίδης κινείται συνεχώς στις θέσεις των ανδρών του και τραυματίζεται ελαφρώς στο αριστερό χέρι και μεταβαίνει στον σταθμό για επίδεση. Είναι 16.30΄και κατά την επίδεση καταφθάνει στρατιώτης του 10ου λόχου και αναφέρει ότι το δεξιό του λόχου του διαλύθηκε, ότι φονεύθηκε ο διμοιρίτης εφ. Ανθλγός Χατζηκυριάκος και ότι εχθρική φάλαγγα εισέδυσε στις γραμμές από το κενό και έθετε πόδα επί του 731. Κατά την ενέργειά τους αυτή οι Ιταλοί δέχονται άμεση αντεπίθεση από τον ανθλγό Μαδεμλή η οποία αποτυγχάνει μπροστά στον όγκο των Ιταλών. Όλοι έμειναν άναυδοι. «Τελείωνε γρήγορα» λέει ο διοικητής στον γιατρό, διατάσσει έναν στρατιώτη να τον βοηθήσει να βάλει την εξάρτυσή του και τον ιπποκόμο του να του δώσει σακίδιο με χειροβομβίδες. Το βάζει στο λαιμό του και φωνάζοντας «όσοι είναι Έλληνες ας με ακολουθήσουν» κατευθύνεται προς την κορυφή. Ιατροί, νοσοκόμοι, ημιονηγοί, τραυματίες, πετάγονται έξω στην παρότρυνση του διοικητού τους.

Η ιαχή ΑΕΡΑ δονεί και πάλι την ατμόσφαιρα από το απόλεμα αυτό τμήμα. Οι αγωνιζόμενοι μπροστά πιστεύουν ότι έρχεται μεγάλη βοήθεια και υπερβάλλοντας εαυτούς αναθαρρούν. Ο Μαδεμλής, εκ νέου, με την συνδρομή του ανθλγού Τζάθα εξαπολύει νέα αντεπίθεση την ώρα που ο Λαυρεντίδης εξορμά και αυτός. Ο Επχίας Ζήκος του λέει «…δεν έχουμε σφαίρες, ούτε είκοσι για τον καθέναν δεν έχουν μείνει..» για να πάρει την απάντηση «…η εικοστή πρώτη είναι η καλύτερη…» κραδαίνοντας την ξιφολόγχη του, αυτήν που έτρεμαν οι Ιταλοί όταν την άκουγαν να βγαίνει από το θηκάρι της και να αστράφτει.

Έφεδρος Υπολοχαγός Έλληνας Γεώργιος, από Θολό. Έπεσε κατά την μάχη.

Και πράγματι τα φυσίγγια εξαντλούνται και οι Έλληνες βάζοντας χιαστί τα όπλα στην πλάτη πιάνουν τις ξιφολόγχες και θυμούνται τις παλαιστικές τους ικανότητες. Πιάνουν τους αντιπάλους από τον λαιμό ή τους χτυπούν με τον υποκόπανο του όπλου τους. Οι σκηνές της Ομηρικής συμπλοκής είναι τραγικές και οι άνδρες του Κουτρίδη κατασπαράζουν τους Ιταλούς του Μουσολίνι. Έτσι εξοντώνουν τμήμα 200 περίπου Ιταλών, σε αγώνα εκ του συστάδην. Η νίκη είναι περιφανής. Την 17.30΄οι Ιταλοί αποχωρούν. Η σκληρότητα του αγώνα είναι εύκολο να διαπιστωθεί από την κατανάλωση πυρομαχικών τη συγκεκριμένη ημέρα. Ξημερώματα της 14ης Μαρτίου εξαπολύονται ταυτόχρονα επιθέσεις σε πολλές κατευθύνσεις αλλά αποκρούονται και οι Ιταλοί επιστρέφουν στις αρχικές τους θέσεις.

Ο διοικητής της 11ης Στρατιάς, Τζελόζο, διατάσσει «Οι επιθετικές προσπάθειες να συνεχισθούν με την μεγαλύτερη δυνατή ένταση». 29 Έτσι, εν μέρει, δικαιολογούνται οι πυκνές νυκτερινές επιθέσεις και συνέχισή τους με το πρώτο φως. Είναι χαρακτηριστικό της μεγάλης σημασίας που είχαν τα υψώματα 731-717-709 το γεγονός ότι από την ημέρα έναρξης της εαρινής επίθεσης 9 Μαρτίου έως και το απόγευμα της 14ης Μαρτίου, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν 16 επιθέσεις κατά την ημέρα και την νύκτα, οι οποίες συνεχίσθηκαν και μετά.

Προς την κατεύθυνση του Μπρέγκου Ραπίτ τμήμα δυνάμεως λόχου ενεργεί επιθετική αναγνώριση προς το ύψ. 709, πετυχαίνοντας να διεισδύσει αθόρυβα μέχρι το Πρόσθιο Όριο Τοποθεσίας οπότε και έγινε αντιληπτό από περίπολο, από την οποία και βλήθηκε. Ο Ιταλικός λόχος ανταπέδωσε τα πυρά ενώ άλλα τμήματα τους εκμεταλλεύτηκαν τις πτυχώσεις του εδάφους στην χαράδρα Πρόϊ Βέλες , καθώς και το σκοτάδι και προωθήθηκαν στο δεξιό του 709, προς Μπούμπεσι. Εκεί εμπλέκονται με τον 3ο λόχο του 1ου Τάγματος. Ο διοικητής του λόχου, έφεδρος υπλγός Έλληνας Γεώργιος , από την Νέα Ζίχνη, και ο ανθλγός Κολλαράς, μαχόμενοι ως απλοί στρατιώτες πέφτουν νεκροί ενώ τραυματίζονται όλοι οι αξκοί του λόχου.

Ο εχθρός συνεχίζει την προσπάθειά του και φθάνει στα χαρακώματα του 1ου λόχου, επί του 717. Τραυματίζονται εδώ όλοι οι αξκοί του λόχου, με επικεφαλής τον διοικητή του υπολοχαγό Τσανάκα. Ο εχθρός τάσσει πλήθος αυτομάτων όπλων και πιέζει φορτικά, ενώ το ΠΒ τους επιμηκύνει τις βολές του. Ο διοικητής της λωρίδας διατάσσει τον ουλαμό εφεδρείας (2 διμοιρίες) να εκτελέσει την προβλεφθείσα αντεπίθεση αλλά οι διμοιρίτες(ανθλγός Αναστασιάδης Αλέξ., και Αρχοντίδης Δημ.) λιποψυχούν και δεν την εκτελούν. Επεμβαίνει ο ίδιος, αντικαθιστά τους διμοιρίτες και τους θέτει στην διάθεση του Συντάγματος, και παρασύρει τους άνδρες του προς τα εμπρός. Η αντεπίθεση ήταν κεραυνοβόλα .

Οι Ιταλοί ξαφνιάστηκαν και έγινε αγώνας εκ του συστάδην. Ο διοικητής τάγματος βροντοφωνάζει «βαράτε τους λεβέντες μου». Οι Ιταλοί εγκαταλείπουν τα αυτόματα όπλα και τρέπονται σε φυγή καταδιωκόμενοι από μικρή απόσταση και έτσι ανατρέπονται και τα πιο πίσω ακολουθούντα κλιμάκια επιθέσεώς των. Απώλειες. Νεκροί αξκοί δύο, τραυματίες 5. Οπλίτες νεκροί 30, τραυματίες 69. Ιταλικές απώλειες περίπου 400 νεκροί. Λάφυρα 13 οπλοπολυβόλα, 4 πολυβόλα, 4 ατομικοί όλμοι, πολλά τυφέκια και πυρομαχικά. Αιχμάλωτοι δεκατέσσερις. Οι μεγάλες απώλειες της μονάδος επιβάλλουν την ενίσχυσή της και το 19 Σύνταγμα διαθέτει τον 7ο λόχο του 2ου τάγματος, υπό τον ανθλγό Σορώκο Ιωάννη. Με την διάθεση και του τελευταίου λόχου του ΙΙ/19 διατίθεται το ΙΙΙ/5 του Τχου Χειμαριώτη για εξασφάλιση του Σπί Καμαράτ και με ετοιμότητα αντεπιθέσεων προς 731-717-Μοναστέρο ή 533-717-Μπρέγκου Ράπιτ.

Οι αδελφοί Σαλτσίη και Χατζηκυριακίδη , από την Αμφίπολη, μαχητές του 731

Τις υπόλοιπες μέρες η περιοχή του 1ου τάγματος βομβαρδίζεται από ΠΒ χωρίς να εκδηλωθεί σοβαρή επιθετική ενέργεια….

 

Την 14-18/3 εξακολουθούν οι επιθέσεις κατά του 731 αλλά με μικρότερη ένταση. Την 19/3 εξαπολύεται επίθεση με άνευ προηγουμένου βομβαρδισμό και κίνηση τριών φαλάγγων. Η μεσαία κάνει χρήση αρμάτων, για πρώτη φορά στον τομέα αυτό. Το τάγμα δεν έχει μέσα για αντιμετώπισή τους. Τα δύο πυροβόλα των 65 mm που είχε αχρηστεύθηκαν τις προηγούμενες μέρες ενώ δύο άλλα των 37.5, του πυροβολικού, το μεν ένα είχε καταστραφεί το δε άλλο εγκαταλείφθηκε από τους υπηρέτες του κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών. Επομένως, αποτελεσματική αντιμετώπισή τους δεν μπορούσε να υπάρξει.

Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύονται οι Ιταλοί και η κεντρική τους φάλαγγα, με τα άρματα, κατορθώνει να διασπάσει το κέντρο της παρατάξεως του τάγματος και να εισχωρήσει εντός των γραμμών με τέσσερα άρματα. Όπως ανέφεραν μετά, 5 αξκοί αιχμάλωτοι, διοικητής τους ήταν Τχης με τον τίτλο του Πρίγκηπος και ότι τις προηγούμενες μέρες κάνανε συνεχώς ασκήσεις συνεργασίας πεζικού-αρμάτων.

Τα πλευρικά πυρά των αρμάτων δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα αλλά και απώλειες πλην όμως το ηθικό παρέμενε σε υψηλά επίπεδα. Είχαν συνηθίσει στην ιδέα θανάτου δίπλα τους. Ο Μαρτίνοβιτς αμύνεται λυσσαλέα και ο Λαυρεντίδης κρατά σταθερά το δεξί πλευρό. Δύο φορές κινδυνεύει με λογχισμό αλλά καταφέρνει πλήγματα κατά των αντιπάλων του. Κάνοντας χρήση, και πάλι, χειροβομβίδων δίδει χρόνο και θάρρος στους στρατιώτες του και αποδεκατίζουν τους Ιταλούς. Ο έφεδρος ανθλγός Ρούντος Κων/νος, διμοιρίτης πολυβόλων, κρατά σταθερά την θέση του και κάνοντας χρήση διατρητικών βολίδων καταφέρνει να καταστρέψει την ερπύστρια ενός άρματος.

Στο σημείο αυτό αξίζει να δούμε ένα απόσπασμα από την έκθεση Κουτρίδη, διοικητού του τάγματος. «Ιδιαιτέρως όμως αποτελεί χρέος να υπογραμμισθεί ενταύθα ο υπεράνθρωπος και ασύγκριτος ηρωισμός των δύο ανωτέρω αξκών Λαυρεντίδου Ισαάκ και Ρούντου Κων/νου, οίτινες απέδειξαν κατά την ημέραν εκείνην, ότι η Ελλάς δεν έπαυσε να γεννά αληθείς ήρωας».

Τα 139 και 140 εχθρικά συντάγματα πιέζουν και το ΠΒ τους επιμηκύνει τις βολές στο εσωτερικό της τοποθεσίας. Οι Ιταλοί πλησιάζουν τα χαρακώματα και θέτουν, μερικώς, πόδα επί του 731. Για αντιμετώπιση της κατάστασης, ο διοικητής τάγματος,καλεί κοντά του τον λοχαγό Σταυρογιαννόπουλο Βασίλειο, διοικητή λόχου του 2ου τάγματος, και τον διατάσσει να αντεπιτεθεί επικεφαλής δύο διμοιριών άλλου συντάγματος εκ του δεξιού προς το 731 ενώ ο ίδιος, με όσους κατάφερε να μαζέψει από τον Σταθμό διοικήσεως αντεπιτίθεται από αριστερά.

Ο Σταυρογιαννόπουλος με χρήση οπλοβομβίδων προσπαθεί να εξουδετερώσει άρμα. Ένα καταστρέφεται και μένει ακίνητο ενώ τα άλλα συνεχίζουν την δράση τους. Μέσα για καταστροφή τους δεν υπάρχουν και ο Έλληνας επιστρατεύει την εξυπνάδα του ακόμη μία φορά. Ο Ανθλγός Τζάθας παίρνει ό,τι μπουκάλια και κουτιά βρίσκει στα σακίδια των νεκρών Ιταλών, τα γεμίζει με βενζίνη, κόβει ύφασμα το εμποτίζει και προσπαθεί να καταστρέψει τα άρματα, τα οποία όμως δεν παθαίνουν και πολλά από τις λίγες φλόγες που ξεχύνονται πάνω τους από την πρόσκρουση. Παραδόξως το ένα άρμα εκείνη την ώρα προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει μεταστροφή και να φύγει. Στην προσπάθειά του αυτή ξεριζώνει κορμούς δένδρων που βρίσκονταν εκεί και αναπτύσσοντας ταχύτητα συμπαρασύρει και τα άλλα προς τα πίσω.

Ο Τζάθας, ο στρατιώτης Παλαιοχωρινός Οδυσσέας και ένας ακόμη τρέχουν και ανεβαίνουν πάνω στο πρώτο προσπαθώντας να το καταλάβουν άθικτο αλλά δεν τα καταφέρνουν και πηδώντας κάτω επιστρέφουν στην θέση τους. Το άρμα πήγε λίγο παρακάτω και ακινητοποιήθηκε. Διαπιστώθηκε, μετά την μάχη, ότι μέσα ήταν τραυματίας μόνο ο οδηγός του ενώ από τα διατρητικά φυσίγγια του Ρούντου είχαν σκοτωθεί οι υπόλοιποι. Το δεύτερο άρμα αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα και για να αποφύγει τα πυρά ενός πυροβόλου 65 χιλιοστών που προωθήθηκε πέφτει αύτανδρο στην πλαγιά και καταστρέφεται. Μόνο το τρίτο γλύτωσε και οι υπηρέτες του ενημέρωσαν τους αγωνιούντες προϊσταμένους τους για όσα συνέβησαν εκεί πάνω και ότι από τον λόχο των αρτίντι ελάχιστοι σώθηκαν καθώς στο μοιραίο εκείνο «αλώνι» της μάχης δέχθηκαν τα πλήγματα της χειροβομβίδας, της οπλοβομβίδας και της ξιφολόγχης. Και αυτό χάρις στις άμεσες αντιδράσεις της διοίκησης και το απαράμιλλο θάρρος του Λαυρεντίδη, του Τζάθα, του Μαδεμλή, του Τσεσμετζή, του Μαρτίνοβιτς, του Ρούντου, του Ραφτούδη και των υπολοίπων αξιωματικών και οπλιτών. 151 μελανοχίτωνες αποδεκατίζονται πλην 5 συλληφθέντων αιχμαλώτων (1 υπλγός, 1 λοχίας, 1 δεκανέας και 2 στρατιώτες).

Η μάχη κερδήθηκε αλλά με βαρύ κόστος. Τρείς αξκοί νεκροί και 4 τραυματίες και 30 οπλίτες νεκροί και άνω των 100 τραυματιών. Στον εχθρό όμως στοίχισε ακόμη περισσότερο καθώς τρία τάγματα που προσπάθησαν ν΄ ακολουθήσουν τ΄ άρματα υπέστησαν μεγάλες φθορές, καθώς επί τριήμερο στις χαράδρες ακούονταν βογγητά .

Το πρωί της 22ας Μαρτίου αντιπροσωπεία Ιταλών, από ιερείς, πλησίασε τις γραμμές του τάγματος και ζήτησε τετράωρη εκεχειρία για ενταφιασμό των νεκρών τους. Όταν ο επικεφαλής ιερέας, Τχης, αντίκρισε το πεδίο μάχης λιποθύμησε. Πλέον των 10.000 πτωμάτων είχαν καλύψει την περιοχή. Όταν συνήλθε ζήτησε να επικοινωνήσει με το στρατηγείο του διότι δεν μπορούσε να φαντασθεί τόσες απώλειες.

Το αίσθημα αυτοσυντήρησης, το πόσο ψυχρό μπορεί να σε κάνει ο πόλεμος αλλά και η προσπάθεια καταρράκωσης του εχθρικού ηθικού αντικατοπτρίζονται πλήρως στις φράσεις του στρατιώτη Αναγνώστου από την Πεντάπολη. «Μην τους αφήνετε να πάρουν για θάψιμο τους νεκρούς τους, ώστε όταν ξανακάνουν επίθεση να τους βλέπουν οι δικοί τους και να τρομάξουν ακόμη περισσότερο». Δόθηκε η συγκατάθεση για ενταφιασμό υπό όρους. Η επιτροπή αποχώρησε και μαζί τους πήγε ο Λαυρεντίδης και ο Τσεσμετζής προκειμένου να λάβουν την απάντηση επί των όρων.

Οι Ιταλοί δεν κάλυψαν τα μάτια τους και έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να εντοπίσουν τις θέσεις προωθημένου ΠΒ τους, τις οποίες έδωσαν μετά την επιστροφής τους, στην ελληνική διοίκηση. Ενταφιασμός, τελικά, δεν έγινε καθώς απαιτούνταν πολύς χρόνος και οι εχθροπραξίες άρχισαν και πάλι.

Το Ελληνικό ΠΒ στόχευσε στις επισημανθείσες θέσεις και τις κατέστρεψε από τις πρώτες στιγμές. Η μάχη της 19ης Μαρτίου ήταν και η τελευταία σοβαρή αλλά μάταια προσπάθεια των Ιταλών για κατάληψη του υψ. 731. Την 1η Απριλίου το Σύνταγμα αντικαθίσταται από το 67ο της XVII Μεραρχίας και αποχωρεί από την περιοχή προς το Μάλι Κοράτ όπου παρέμεινε για ανάπαυση.

Την 7 Απριλίου διατάσσεται η προώθησή του, ως εφεδρεία της VI Μεραρχίας, στο ύψ. 839 με αποστολή αντεπιθέσεων υπέρ των 25 και 26 Συνταγμάτων. Στην συνέχεια ακολουθεί η σύμπτυξη, με πλήρη τάξη, προς Ιωάννινα και μετά προς Άρτα όπου διαλύθηκε, λόγω της Γερμανικής καθόδου.

Οι απώλειες του Συντάγματος από την είσοδό του στο θέατρο επιχειρήσεων μέχρι και την διάλυσή του στην Άρτα φαίνονται στην προβολή και ήταν:

Νεκροί αξκοί 8, τραυματίες 22
Νεκροί Οπλίτες 249, τραυματίες 603
Εξαφανισθέντες οπλίτες 42 (θεωρούνται πεσόντες)
Παγόπληκτοι οπλίτες 68
Δηλαδή το 1/3 περίπου της δύναμής του.
Κτήνη νεκρά 49, τραυματισθέντα 94.