Η παρηγορητική φροντίδα και η αντιμετώπιση του θέματος της ευθανασίας από τους Ρωμαιοκαθολικούς

30 Απριλίου 2020

Η Καθολική Εκκλησία – σε αντίθεση με την Προτεσταντική – αποδέχεται το νόμο της φύσεως. Ωστόσο, τόσο η Καθολική, όσο και η Προτεσταντική Εκκλησία, κρίνουν κάθε πράξη μέσα από τις συνέπειές της. Με βάση την παραπάνω λογική, όσον αφορά το θέμα της ευθανασίας, δεν εστιάζουν στη συνέπεια της απώλειας της ζωής ενός ανθρώπου, κάτι που αναμφίβολα κάνει η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά στις δυσάρεστες συνέπειες που μπορεί να έχει η με οποιονδήποτε τρόπο παράταση της ζωής ενός ασθενούς, τόσο για τον ίδιο (φριχτός πόνος, απελπισία κλπ.), όσο και για τους συγγενείς του (στεναχώρια, αγωνία, οικονομικό κόστος κλπ). Πάντως, μολονότι οι συγγενείς του ασθενούς υφίστανται και αυτοί τις συνέπειες της κατάστασής του, η Καθολική Εκκλησία δεν πιστεύει στη συλλογικότητα του θανάτου – σε αντίθεση με την Ορθόδοξη – αλλά θεωρεί ότι η παράταση ή μη της ζωής ενός ασθενούς αφορά τον ίδιο και μόνο, αυτός είναι ο αρμόδιος για να αποφασίσει και όχι οι συγγενείς του. (Grisez, 1978: 24).   

Έτσι, στο επίπεδο της ευθανασίας ο Πάπας Πίος XII έβαλε όρια στη συνεχή τέλεση του «καλού», δηλαδή στην με οποιοδήποτε τρόπο παράταση της ζωής. Διέκρινε τα «μέσα» που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία, σε τακτικά και έκτακτα, και έδωσε το δικαίωμα στους καθολικούς γιατρούς να μην χρησιμοποιούν τεχνικές επικίνδυνες, δύσκολες και με υψηλό κόστος για την παράταση της ζωής. (Russel, 1977: 18). Παρόμοια άποψη εξέφρασε το 1976 και ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, Stevens Lecture. To 1993 οι Καθολικοί και Αγγλικανοί επίσκοποι και οι ελεύθερες Εκκλησίες συνυπέγραψαν κείμενο, που υποβλήθηκε στη Βουλή των Λόρδων και αφορούσε θέματα ιατρικής ηθικής. (Damicu, Keown, 1995: 265-267).

Το 1980 το Βατικανό εξέδωσε ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η «ευθανασία» είναι ενέργεια ή παράλειψη η οποία έχει σκοπό να προκαλέσει τον θάνατο ενός ασθενούς, προκειμένου αυτός να πάψει να υποφέρει από τους πόνους του. Η ευθανασία ορίζεται από την πρόθεση, αλλά και από τις μεθόδους, με τις οποίες επιτυγχάνεται. Η χορήγηση ή η παύση λήψης ενός φαρμάκου που θα επιφέρει το θάνατο με σκοπό να μειωθούν οι οδύνες δεν κατατάσσονται στις μεθόδους ευθανασίας, γιατί, σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η ευθανασία επιδιώκει τη διακοπή της ζωής, όχι τη μείωση του πόνου. (Sacred congregation for the doctrine of faith, ʺdeclaration on euthanasiaʺ, 2014).

Πράγματι, όσον αφορά στην παροχή της παρηγορητικής φροντίδας, τίθεται το ερώτημα αν είναι νόμιμη η παροχή αναλγητικών που ενδέχεται να επισπεύσουν το θάνατο, να οδηγήσουν δηλαδή σε αυτό που χαρακτηρίζεται τυπολογικά ως έμμεση ή ακούσια ευθανασία. Ο πιστός μπορεί να αρνηθεί τα αναλγητικά μετέχοντας στο μαρτύριο του Χριστού, αλλά αυτό δεν είναι αποδεκτό από όλους. Ο πάπας Πίος ο ΧΙΙ δέχεται, βέβαια, ως νόμιμη την παροχή ισχυρών αναλγητικών, όπως ναρκωτικά, ακόμη και αν οδηγήσουν στην απώλεια συνείδησης ή επίσπευσης του θανάτου, όχι όμως σε κάθε περίπτωση, αλλά μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη λύση ή δεν εμποδίζεται από θρησκευτικές ή ηθικές αξίες. (Ioannes Paulus PP II, 1995).

Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει ότι η ευθανασία θεωρείται ένα ηθικό ζήτημα, το οποίο δεν μπορεί να υπόκειται στις δικαιοδοσίες της Πολιτείας, γιατί αυτές έχουν διαφορετικό σκοπό από τους ηθικούς κανόνες και η ηθική σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κοσμική αρμοδιότητα. Η κρατική νομοθεσία πρέπει να περιορίζεται στη διασφάλιση του καλού των πολιτών και να μην εμπλέκεται σε ηθικά ζητήματα. Η θέση αυτή δηλώνει τη σαφή πρόθεση της Καθολικής Εκκλησίας να διαχωρίσει τις δικές της αρμοδιότητες από αυτές των κρατικών αρχών. Ο καρδινάλιος Ratzinger υπέβαλε μια σχετική αναφορά στο εκκλησιαστικό συμβούλιο των καρδιναλίων στη Ρώμη, στην οποία αναφέρει ότι πολλοί πιστοί επιθυμούν το διαχωρισμό μεταξύ των προσωπικών ηθικών πεποιθήσεων και της πολιτικής σφαίρας, η οποία και αποτελεί βάση των νόμων. (Sacred congregation for the doctrine of faith, ʺdeclaration on euthanasiaʺ, 2014). Κάνει, βέβαια, εντύπωση το γεγονός ότι οι ηθικές πεποιθήσεις θεωρούνται μια «προσωπική υπόθεση», ωστόσο στο σημερινό κόσμο οι ηθικές πεποιθήσεις δεν αναφέρονται σε μια γενική αλήθεια, οπότε όντως αποτελούν προσωπική γνώμη. Εκφράζουν την υποχρέωση του καθενός να μην προσπαθεί να επιβάλει με νόμο στους άλλους τις δικές του πεποιθήσεις, περιορίζοντας έτσι την ελευθερία τους. Η κοινωνία όμως συχνά κάνει ακριβώς αυτό, επιβάλλει τις πεποιθήσεις μιας άρχουσας τάξης σε όλους. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «ελευθερία», καθώς αυτή σήμερα ορίζεται ατομιστικά, δηλαδή με το να έχει κανείς το απόλυτο δικαίωμα να αυτό-ορίζει τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Αυτή η θέση δε στηρίζεται στην κλασική αντίληψη της ηθικής συνείδησης, η οποία, σύμφωνα με την απόφαση της δεύτερης Συνόδου του Βατικανού, ορίζει ότι ο νόμος απηχεί αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει μόνος του, αλλά πρέπει να του το επιβάλει κάποιος ανώτερός του. Για όλους τους χριστιανούς συνείδηση είναι η δυνατότητα να δεχθείς την αλήθεια του Θεού. Μέσα από τη σχέση με το συνάνθρωπο η συνείδηση αποκτά υπόβαθρο το οποίο και βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία. (Ioannes Paulus PP II, 1995).

Η ενανθρώπιση του Υιού δείχνει όχι μόνο την αγάπη του Θεού αλλά και τη μεγάλη σημασία που απέκτησε κάθε ανθρώπινη ψυχή χάρη στην ενανθρώπιση αυτή. Η ζωή σε κοινωνία με τον Πατέρα, όπου ελεύθερα καλείται κάποιος από τον Υιό με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, είναι ακριβώς η ζωή σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ζωή υπάρχει, γιατί το επιτρέπει ο Θεός και έτσι δεν έχει ο άνθρωπος το δικαίωμα να την αξιολογεί ως ανώφελη, ακόμη κι αν πρόκειται για τη δική του. (Ioannes Paulus PP II, 1995). Κανείς δεν επιτρέπεται να σφετερίζεται τη θεία εξουσία αφαιρώντας ζωή συνανθρώπου του, αλλά ούτε και τη δική του. (Βάντσος, 2010: 29).

Επομένως, το γεγονός ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδέχεται την ευθανασία, όταν αυτή είναι αναπόφευκτη, δεν σημαίνει πως της αναγνωρίζει έστω και την παραμικρή ηθική χροιά. Αντίθετα, πιστεύει ότι η ευθανασία δηλητηριάζει την ανθρώπινη κοινωνία και δημιουργεί μεγαλύτερο κακό σε αυτούς που την ασκούν παρά σ’ εκείνους, στους οποίους εφαρμόζεται. Μάλιστα, το δυσάρεστο είναι ότι η ευθανασία πλέον ενισχύεται από νέες τεχνολογικές και επιστημονικές ανακαλύψεις, καθώς και από ένα νέο πολιτισμικό κλίμα, που αντιμετωπίζει τα εγκλήματα κατά της ζωής με έναν κυνικό χαρακτήρα. Στο όνομα των δικαιωμάτων και της ελευθερίας του ατόμου, το οργανωμένο κρατικό σύστημα υγείας αφαιρεί ανθρώπινες ζωές ελεύθερα και χωρίς ποινικές διώξεις. Πολλοί είναι οι παράγοντες που οδήγησαν σ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Σίγουρα ένας από τους πιο σημαντικούς είναι η βαθιά πολιτισμική κρίση, που οδήγησε στην αμφισβήτηση της γνώσης και της ηθικής και στην αδυναμία κατανόησης της ανθρώπινης προσωπικότητας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η κατάσταση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να προκύψουν σοβαρά προβλήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη και για τις ανθρώπινες σχέσεις, τα οποία χειροτερεύουν διαρκώς εξαιτίας της πολυπλοκότητας της κοινωνίας, η οποία οδηγεί τους ανθρώπους στη μοναξιά με μοναδική συντροφιά τα προβλήματά τους. Η χρήση ιατρικών όρων δεν είναι αρκετή για να αποκρύψει την εγκληματική φύση της ευθανασίας. Πολλοί που βρίσκονται στα ανώτερα στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας, έχουν κυριευθεί από την αμαρτία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πιστεύουν ότι οι αδύναμοι άνθρωποι δεν είναι χρήσιμοι στην κοινωνία κι επομένως πρέπει να εκλείψουν από αυτή, ακόμη και με την επίσπευση του θανάτου τους. Ο ανθρώπινος πόνος σήμερα δεν προκαλεί συμπόνια, αλλά αντιμετωπίζεται σαν κάτι κακό που πρέπει να εξαφανιστεί.

Ποιος είναι ο τρόπος για να αποδώσουμε και πάλι στην ανθρώπινη προσωπικότητα και στον ανθρώπινο πόνο τη σημασία που τους αρμόζει; Μα φυσικά το να εξετάσουμε την κατάσταση μέσα από την οπτική της θρησκείας. Τότε μόνο θα καταλάβουμε ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή, διότι από την αρχή της αποτελεί δημιούργημα του Θεού και παραμένει για πάντα σε σχέση με τον Θεό. Έτσι, πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για τη διατήρησή της. Αν παρόλα αυτά ο θάνατος κάποιου ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί, τότε ο ασθενής μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του στη διακοπή της θεραπείας που του προσφέρει παράταση της ζωής του και όχι να επιδιώκει την ανακούφιση του πόνου του, καθώς και ο ίδιος ο Χριστός δεν αρνήθηκε τον πόνο και το μαρτύριο. (Ioannes Paulus PP II, 1995).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ