Η πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδας για την ευθανασία

21 Απριλίου 2020

Όμως η Επιτροπή Βιοηθικής (2007) δεν περιορίστηκε μόνο στον εντοπισμό των κοινωνικών αιτιών και συνεπειών της ευθανασίας, που περιγράψαμε παραπάνω, αλλά διατύπωσε παράλληλα και τη δική της πρόταση για το ποια στάση πρέπει να τηρεί ένας Ορθόδοξος Χριστιανός απέναντι στο θέμα της ευθανασίας. Παρακάτω θα επαναλάβουμε με συντομία τα αίτια της ευθανασίας, θα δούμε ποια φιλοσοφία πρέπει να μας διακατέχει απέναντι στην ιερότητα της ανθρώπινης ζωής και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του γιατρού απέναντι σ’ όλη αυτήν τη διαδικασία. Στη συνέχεια θα δούμε πως όλες αυτές οι διαπιστώσεις ώθησαν την Επιτροπή Βιοηθικής να διατυπώσει τις θέσεις της σχετικά με τη σωστή παροχή παρηγορητικής φροντίδας, ώστε τα αίτια των αιτήσεων για ευθανασία να εκλείψουν ή τουλάχιστον να περιορισθούν, όσο γίνεται περισσότερο.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, λοιπόν, τα βαθύτερα κοινωνικά αίτια που οδηγούν σε μια θετική στάση έναντι της ευθανασίας είναι συνήθως ο άκρατος υλισμός, η πνευματική απογύμνωση του ανθρώπου, η έλλειψη πίστεως ή η άρνηση του Θεού, η θεώρηση του πόνου και της ασθένειας ως ατυχίας ή αδικίας, η αποϊεροποίηση της ζωής, η διασύνδεσή της μόνο με την εξωτερική ομορφιά και τη φυσική και οικονομική ευρωστία και η θεώρηση του θανάτου ως μοιραίου κοινωνικοβιολογικού συμβάντος και όχι ως ενδιάμεσου σταδίου της πορείας του ανθρώπου.

Επίσης, ο χαρακτηρισμός της ευθανασίας ως «αξιοπρεπούς θανάτου» δεν ευσταθεί καθόλου, γιατί στην ενεργητική της μορφή είναι στην ουσία μια υποβοηθούμενη αυτοκτονία, δηλαδή ένας συνδυασμός φόνου και αυτοχειρίας. Για το λόγο αυτό δεν θα ήταν λάθος να τη χαρακτηρίσουμε σαν ένα φαινόμενο κοινωνικής παρακμής, που απαξιώνει αρκετά την ανθρώπινη προσωπικότητα.

Παρακάτω η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι στιγμές της ζωής μας πού συνδέονται με την αρχή και το τέλος της, όπως και αυτές της αδυναμίας, του πόνου και των δοκιμασιών μας, κρύβουν μια μοναδική ιερότητα και αποτελούν μυστήριο πού απαιτεί ιδιάζοντα σεβασμό εκ μέρους των συγγενών, των ιατρών, των νοσηλευτών και της κοινωνίας ολόκληρης. Έτσι, οι στιγμές αυτές πρέπει να αντιμετωπίζονται πνευματικά και με προσευχή, ώστε να βοηθήσουν τον άνθρωπο να φτάσει στη θεάρεστη ταπείνωση και να πετύχει τη Θεία Χάρη και το θαύμα. Κατά τη διάρκειά τους, επίσης, μπορεί κάποιος να γνωρίσει τη συμπόνια και το έλεος των συνανθρώπων του αναπτύσσοντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια σχέση αγάπης μαζί τους. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, όταν ένας ασθενής απευθύνει αίτημα για ευθανασία, στην ουσία θέλει να διαπιστώσει πόσο τον αγαπάνε οι δικοί του άνθρωποι και γενικά οι γύρω του και πόσο τον θέλουν να παραμείνει κοντά τους. Χρέος, λοιπόν, των άλλων είναι να μην τον ωθήσουν προς το θάνατο, αλλά να τον βοηθήσουν να παρατείνει τη ζωή του εμπιστευόμενοι στον Θεό και μόνο την περαιτέρω διάρκειά της. Και αυτό γιατί η Εκκλησία πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση του σώματος κατά τη Δευτέρα Παρουσία και στην αιώνια ζωή κοντά στον Χριστό. Όσο για τους σωματικούς πόνους της παρούσας εφήμερης ζωής, δεν τους θεωρεί σαν αιτία για να ζητήσει ο άνθρωπος να διακόψει τη ζωή του, αλλά σαν δοκιμασίες που στέλνει ο Θεός, οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν σαν ευκαιρίες σωτηρίας. Ακόμη, οι πόνοι και οι δοκιμασίες μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να αναπτύξει μια κοινωνία αγάπης και συμπαράστασης με τους συνανθρώπους του. Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, πρέπει να εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στα χέρια του Θεού και να μην παρεμβαίνουμε στο σχέδιό Του για μας και για τον συνάνθρωπό μας, ό,τι κι αν προβλέπει αυτό.

Ο ρόλος του γιατρού απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από μια απλή άσκηση του επαγγέλματός του. Στην περίπτωση που ο ασθενής δεν έχει συνείδηση, ο γιατρός πρέπει πρώτα από όλα να εξετάσει αν υπάρχει ελπίδα ιάσεως. Αν δει ότι υπάρχει έστω και η παραμικρή, τότε πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατό, ώστε ο ασθενής να κρατηθεί στη ζωή. Αν αντίθετα διαπιστώσει ότι μετά βεβαιότητας δεν υπάρχει καμιά ελπίδα ιάσεως, τότε το κενό της απουσίας συνείδησης του ασθενούς το καλύπτει η συνείδηση του γιατρού και των συγγενών. Γι’ αυτό και τονίζεται η ανάγκη να καλλιεργούν οι γιατροί τη συνείδησή τους. Στις περιπτώσεις που ο γιατρός, στηριζόμενος στις γνώσεις, στο αισθητήριο, στην εμπειρία, στην αγάπη προς τον ασθενή και στην πίστη του στον Θεό, αισθάνεται πώς πρέπει να αποφύγει τη χρήση επιθετικών μέσων πού περισσότερο ταλαιπωρούν και καθόλου δεν θεραπεύουν, αυτό δεν κηλιδώνει την ηθική του ακεραιότητα.

      Η χρήση της ιατρικής επεμβάσεως καλό είναι να εκτείνεται μέχρι τού σημείου που οι επιπλοκές και τα επιπρόσθετα προβλήματα πού δημιουργεί δεν βασανίζουν περισσότερο από όσο ανακουφίζουν. Ο πόνος, καθώς συμβαίνει κατά παραχώρηση Θεού, δεν πρέπει ούτε να προκαλείται ούτε να επιτείνεται από την ιατρική παρέμβαση. Ο γιατρός πρέπει, βέβαια, να προσπαθεί να ανακουφίσει τον πόνο του ασθενούς και να παρατείνει τη ζωή του, έχοντας όμως πάντα υπόψη του ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός. Ο ίδιος οφείλει να αναπτύσσει μια σχέση αγάπης και κοινωνίας με τον ασθενή, κάτι που θα δώσει δύναμη στον τελευταίο και θα τον κάνει να αντιμετωπίσει με θάρρος τον πόνο, αλλά και τον θάνατο, όταν αυτός είναι αναπόφευκτος. Η προσωπική αγωνία του ασθενούς θα εξαφανιστεί και θα μετατραπεί σε μια κοινωνία αγάπης.

Συνοπτικά οι προτάσεις που έκανε η Επιτροπή Βιοηθικής σχετικά με την προώθηση και τη σωστή λειτουργία της παρηγορητικής φροντίδας, είναι οι παρακάτω:

1) Η Ιερά Σύνοδος πρέπει να εκδώσει μια ενημερωτική, εποικοδομητική και παραινετική Εγκύκλιο προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα, σχετικά με το θέμα της ευθανασίας και των συναφών με αυτή προβλημάτων.

2) Ο λαός πρέπει να ενημερώνεται από τα Μέσα Ενημερώσεως της Εκκλησίας ήτοι τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας και των Ιερών Μητροπόλεων, των περιοδικών, των εφημερίδων, των εντύπων της Ιεράς Συνόδου, της Αποστολικής Διακονίας, των Ιερών Μητροπόλεων, των Ιερών Μονών, των Θρησκευτικών Σωματείων και Συλλόγων, των Θεολογικών και Εκκλησιαστικών Σχολών. Επίσης, τα τοπικά ηλεκτρονικά Μέσα Ενημερώσεως πρέπει να παρουσιάζουν σχετικές εκπομπές και τα έντυπα να δημοσιεύουν άρθρα ειδικών χριστιανών επιστημόνων.

3) Πρέπει να διοργανώνονται ημερίδες, συνέδρια και ιερές συνάξεις με αντικείμενο το θέμα της ευθανασίας και να δημοσιεύονται τα πορίσματά τους.

4) Θα ήταν χρήσιμη η έκδοση ενός μικρού και εύληπτου σε όλους φυλλαδίου υπό της Αποστολικής Διακονίας με τις θέσεις της Εκκλησίας, το οποίο να αποστέλλεται στις Ιερές Μητροπόλεις και να επανατυπώνεται από αυτές, με σκοπό να διανέμεται στο λαό.

5) Να ενισχύεται ο θεσμός των Νοσοκομειακών Εφημερίων και να ανατίθεται σε συγκεκριμένο ιερέα κάποιας μεγάλης ενορίας η φροντίδα των ασθενών που νοσηλεύονται σε Κλινικές και άλλα Ιδρύματα που υπάγονται στην ενορία του ιερέα.

6) Να προγραμματίζονται επισκέψεις εθελοντών ενοριτών σε Νοσοκομεία, Κλινικές, Γηροκομεία και αλλά Ιδρύματα πασχόντων, με σκοπό την ψυχολογική και πνευματική στήριξή τους.

7) Η Εκκλησία να προσεγγίζει τον επιστημονικό, ιατρικό και νομικό κόσμο και να δημιουργεί ένα κλίμα αγάπης και συνεργασίας επί θεμάτων πού αφορούν την επιστήμη τους και την Εκκλησία.

8) Να ιδρύονται Κέντρα Αγάπης η Σπίτια Γαλήνης σε κάθε ενορία πόλεων και κωμοπόλεων δια των οποίων να παρέχεται στήριξη στους γέροντες, στους ασθενείς, στους αναπήρους και σε κάθε προβληματικό άτομο. Επί πλέον, τα ενοριακά στελέχη των Κέντρων αυτών να παρέχουν τις τελευταίες φροντίδες στους βαρέως πάσχοντες.

9) Να συγκροτηθεί μια ειδική ομάδα επιστημόνων σε κάθε Ιερά Μητρόπολη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων Βιοηθικής και για μια σοβαρή παρουσία της Εκκλησίας σε τοπικό επίπεδο.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ