Η σημασία της επικοινωνίας των γιατρών και των νοσηλευτών με τους ασθενείς τελικού σταδίου

6 Απριλίου 2020

Υπάρχουν πολλά αποδεικτικά στοιχεία ότι η επικοινωνία του προσωπικού της παρηγορητικής φροντίδας με τον ασθενή που πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, όπως και με τα μέλη της οικογένειάς του, προσφέρει πολλά και σημαντικά οφέλη. Μια καλή επικοινωνία με τον ασθενή μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση από μέρους του των στόχων της παρηγορητικής φροντίδας, καθώς και στο να νιώσει ικανοποίηση για τις υπηρεσίες φροντίδας που του προσφέρουν. (You, Dodek, Lamodagne, 2014).

Πράγματι, σε μια πρόσφατη αμερικανική μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς που έπασχαν από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, όσοι από αυτούς έκαναν συζητήσεις με το προσωπικό που τους παρακολουθούσε, αξιολόγησαν τις συζητήσεις αυτές σαν το «καλύτερο πράγμα που θα μπορούσαν να φανταστούν». Επιπλέον, οι συζητήσεις στα πλαίσια της παρηγορητικής φροντίδας, μπορούν να επηρεάσουν μεταγενέστερες θεραπευτικές αποφάσεις: Μια πρόσφατη μελέτη που έγινε σε πάνω από 1000 Αμερικανούς ασθενείς που έπασχαν από καρκίνο, κατέδειξε ότι οι συζητήσεις που γίνονταν μαζί τους στις τελευταίες 30 ημέρες της ζωής τους, είχαν σαν αποτέλεσμα να μειωθεί ο αριθμός των επιθετικών ιατρικών παρεμβάσεων στη θεραπεία τους. (Mack, Cronin, Keating, 2012). Βεβαίως, οι επιθετικές ιατρικές παρεμβάσεις μπορεί να είναι κατάλληλες και προτιμώμενες για συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών, ωστόσο σε γενικές γραμμές τα άτομα που στο τέλος της ζωής τους δέχονται λιγότερες επιθετικές ιατρικές παρεμβάσεις, η ποιότητα της ζωής που τους απομένει βελτιώνεται αισθητά, αλλά και οι συγγενείς αντιμετωπίζουν το πένθος τους ευκολότερα μετά την απώλεια του ανθρώπου τους. (Wright, Zhang, Ray, 2008). Άλλα οφέλη που προκύπτουν από τις συζητήσεις με τους ασθενείς τελικού σταδίου, καθώς και με τις οικογένειές τους, είναι η μειωμένη παροχή νοσηλευτικών υπηρεσιών, η αυξημένη χρήση υπηρεσιών περίθαλψης και παρηγορητικής φροντίδας, η μειωμένη χρήση θεραπειών που παρατείνουν τη ζωή και η καλύτερη συμμόρφωση με τις επιθυμίες των ασθενών. (Brinkman – Stoppelenburg, Rietjens, van der Heide, 2014).

Όμως ο ασθενής τελικού σταδίου, όπως βέβαια και οι δικοί του άνθρωποι, δεν έχουν ανάγκη από συζητήσεις μόνο με τους ειδικευμένους γιατρούς της μονάδας παρηγορητικής φροντίδας, αλλά και με ιερείς, οι οποίοι θα θεραπεύσουν την πνευματική τους κατάσταση που συνήθως είναι πολύ άσχημη εξαιτίας της περιπέτειας της υγείας τους. Για το λόγο αυτό, κάθε μονάδα παρηγορητικής φροντίδας διαθέτει κι έναν ιερέα, ο οποίος καλείται να ανακουφίσει πνευματικά τους ασθενείς. Όπως ακριβώς κάνει ο πιστός που εξομολογείται τις αμαρτίες του στον πνευματικό του, έτσι και ο ασθενής μπορεί να ανοίξει την καρδιά του στον ιερέα της μονάδας και, μέσα από μια ειλικρινή συζήτηση μαζί του, να βρει τις απαντήσεις που αναζητά και να λάβει το απαραίτητο θάρρος για να αντιμετωπίσει την κατάστασή του. Ανάλογη βοήθεια μπορούν να λάβουν και τα μέλη της οικογένειας του ασθενούς, τα οποία ίσως λόγω της στεναχώριας τους και της αγωνίας τους, να αδυνατούν να χειριστούν σωστά την κατάσταση που περνάνε αυτοί και ο άνθρωπός τους.

Πάντως, παρά τα αποδεδειγμένα οφέλη των συζητήσεων με τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στο τέλος της ζωής τους, ταλαιπωρούμενοι από μια βαριά αρρώστια, υπάρχουν πολλοί από αυτούς που δεν δέχονται να συμμετάσχουν σε τέτοιες συζητήσεις, με αποτέλεσμα αυτές να εμφανίζονται σε ποσοστό λιγότερο από 40% στους ασθενείς με καρκίνο και σε ποσοστό 10% στους ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο. (Davison, 2010). Συχνά οι συζητήσεις δεν γίνονται, επειδή οι ασθενείς και οι συγγενείς τους περιμένουν από τους γιατρούς να τις ξεκινήσουν και σε άλλες πάλι περιπτώσεις, οι γιατροί είναι που βασίζονται στους ασθενείς και στις οικογένειές τους, για να ξεκινήσουν οι συζητήσεις. (Clayton, Butow, Tattersall, 2005). Κατά συνέπεια, η έλλειψη συζήτησης και επικοινωνίας μπορεί να παραταθεί και η παράταση αυτή τροφοδοτείται συχνά και από άλλα εμπόδια, όπως η αβεβαιότητα, ο φόβος για τον αντίκτυπο στους ασθενείς και η ύπαρξη προσωπικού που δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένο ή δεν είναι συνηθισμένο σε συζητήσεις με ασθενείς τελικού σταδίου. (Brighton, Bristowe, 2016).

Γεννάται εύλογα, λοιπόν, το ερώτημα τι μέτρα πρέπει να πάρουν οι μονάδες παρηγορητικής φροντίδας, ώστε να προάγουν την επικοινωνία μεταξύ του ασθενή και της οικογένειάς του με τα μέλη του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού. Οπωσδήποτε, απαραίτητη είναι η εκπαίδευση που πρέπει να λαμβάνουν οι γιατροί και οι νοσηλευτές που επιφορτίζονται με τη διαδικασία της παρηγορητικής φροντίδας, ώστε να εκλείψουν τα οποιαδήποτε εμπόδια και να έχουν μια καλή επικοινωνία με τους ασθενείς που βρίσκονται σε τελικό στάδιο, καθώς και με τα μέλη των οικογένειών τους. Με την εκπαίδευση μπορούν να διδαχτούν κατευθυντήριες γραμμές και στρατηγικές επικοινωνιακών δεξιοτήτων, ώστε οι συζητήσεις που θα κάνουν στη συνέχεια να είναι επωφελείς και να προσφέρουν πραγματική υποστήριξη. Δυο παραδείγματα τέτοιων πρακτικών είναι οι κατευθυντήριες γραμμές PREPARED της Αυστραλίας (Clayton, Butow, Tattersall, 2005) και το βρετανικό μοντέλο SAGE & THYME. (Griffiths, Wilson, Ewing et al., 2015). Όπου εφαρμόστηκαν αυτές οι δυο πρακτικές, οι ασθενείς έδειξαν εμπιστοσύνη στους γιατρούς και στους νοσηλευτές τους και προετοιμάστηκαν χωρίς αγωνία για το τέλος της ζωής τους. Αντίθετα, όπου παρατηρείται ανησυχία και αγωνία από τους ασθενείς και από τις οικογένειές τους, σημαίνει ότι το προσωπικό που εργάζεται στη συγκεκριμένη μονάδα παρηγορητικής φροντίδας δεν έχει λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση και θα πρέπει να την αναζητήσει. (Brighton, Bristowe, 2016).

Εκτός όμως από το κατάλληλα εκπαιδευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, οι μονάδες παρηγορητικής φροντίδας πρέπει να φροντίζουν να έχουν πάντα κι έναν ιερέα αποφασισμένο να στηρίξει πνευματικά τους ασθενείς, όπως βέβαια και τα μέλη της οικογένειάς του.

Η εκπαίδευση, όμως, όσο κι αν αναμφισβήτητα βοηθάει, δεν είναι η μόνη λύση για την οικοδόμηση μιας καλής επικοινωνίας με τους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Έχει προταθεί, επίσης, η εξομάλυνση των συζητήσεων για το τέλος της ζωής, η οποία μπορεί κι αυτή να βοηθήσει αρκετά, όπως έχουν αποδείξει σχετικές έρευνες. Μια τέτοια έρευνα πραγματοποίησε ο Allen και οι συνεργάτες του (2015), οι οποίοι συνδύασαν την εκπαίδευση και την κατάρτιση που παρέχονται σε μονάδες παρηγορητικής φροντίδας των Η.Π.Α. με διάφορες μεταβολές που λαμβάνουν χώρα κατά τη ροή εργασίας στις κλινικές. Στην έρευνα συμμετείχαν γιατροί, οι οποίοι ζήτησαν από όλους τους ασθενείς άνω των 65 ετών να συμπληρώσουν σε ένα έντυπο τις προτιμήσεις που θα είχαν για τη διεξαγωγή μιας συζήτησης παρηγορητικής φροντίδας. Αυτή η κίνηση αύξησε την εμπιστοσύνη των ασθενών απέναντι σε τέτοιες συζητήσεις, ακόμη κι όσων δεν ήταν καθόλου σχετικά ενημερωμένοι μέχρι τότε: Το 74% των ερωτηθέντων επέλεξε να ξεκινήσει μια συζήτηση εκείνη την ημέρα ή έστω σε κάποιο επόμενο ραντεβού. Κατά τον ίδιο τρόπο και μια τυχαία ελεγχόμενη μελέτη που έγινε με τη βοήθεια μιας λίστας ερωτήσεων προς ασθενείς με καρκίνο προχωρημένου σταδίου, αύξησε την επιθυμία τους για συζήτηση με θέματα που αφορούν το τέλος της ζωής. (Clayton, Butow, Tattersall, 2005). Αυτές οι επιτυχημένες έρευνες αποδεικνύουν ότι οι πολύπλευρες παρεμβάσεις ίσως φέρνουν καλύτερα αποτελέσματα από την κατάρτιση και μόνο. Επιτυχημένος όμως θα είναι αναμφίβολα κι ένας συνδυασμός της κατάρτισης με την εξομάλυνση των συζητήσεων, γιατί έτσι θα υπάρξουν καλύτερα αποτελέσματα και για τους ασθενείς και για τις οικογένειές τους. (Brighton, Bristowe, 2016).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ