«Όλα εν Χριστώ και συν Χριστώ»: Το μυστήριο της Εκκλησίας
21 Απριλίου 2020«Όλα εν Χριστώ και συν Χριστώ»[1] αυτό είναι το μυστήριο της Εκκλησίας κατά την διαπίστωση του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου, ενώ κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό το μυστήριο αυτό της Εκκλησίας έγκειται στην ένωση των πιστών με τον Υιό του Θεού-Πατρός που επιτυγχάνεται εις την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και πιο συγκεκριμένα με την μετάληψη των θείων ιδιοτήτων του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού[2], γενόμενοι έτσι, κατά χάριν, «κοινωνοί τῆς θείας φύσεως», καθώς «καίτῶν δύο φύσεων μετέχομεν, τοῦ σώματος σωματικῶς, τῆς θεότητοςπνευματικῶς»[3].
Έτσι η Εκκλησία είναι εικόνα του κόσμου[4] και μέσω αυτής η ίδια η δημιουργία και δια της συνεχούς και πορευομένης εκκλησιαστικής κοινωνίας[5] οι πάντες και τα πάντα είναι δυνάμει Εκκλησία[6], «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴνἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦυἱοῦ τοῦΘεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦΧριστοῦ»[7].
Απ’ όλα τα παραπάνω καταδεικνύεται ο ενιαίος χαρακτήρας της Εκκλησίας, η δυναμική και μετοχική της φύση και η τριαδοκεντρική ενότητα των μελών της που μετέχουν στις ζωοποιητικές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος σε μια συνεχή και διαρκή πορεία τελειώσεως. Η πορεία αυτή της Εκκλησίας μέχρι τα έσχατα χαρακτηρίζεται τόσο από το θρίαμβο όσο κι από την στράτευση του κτιστού όντος να πορεύεται εν εγρηγόρσει αποφεύγοντας τον κίνδυνο της εγωκεντρικής συσπείρωσης. Συνεπώς, η οποιαδήποτε διάκριση της Εκκλησίας σε στρατευομένη και θριαμβεύουσα δεν έχει θέση και έρεισμα στην ορθόδοξη εκκλησιολογία.
Όπως χαρακτηριστικά διευκρινίζει ο καθηγητής της Δογματικής Βασίλειος Τσίγκος, «η επί γης (παρούσα) και η εν ουρανοίς (μέλουσσα) Εκκλησία δεν πρέπει να θεωρούνται ή να ερμηνεύονται ως δύο αυτοτελείς και απομονωμένες πραγματικότητες, όπως συχνά αναφέρονται ως στρατευομένη και θριαμβεύουσα, διότι συναποτελούν δύο όψεις του ενός και του αυτού μυστηρίου της Εκκλησίας, η οποία ζει συγχρόνως κάτω από ένα διπλό καθεστώς, ένα ιστορικό, της ενανθρωπήσεως και ένα εσχατολογικό, της αναμενόμενης Δευτέρας Παρουσίας»[8].
Έτσι, ζώντες και κεκοιμημένοι[9] αποτελούν τα μέλη της μίας, ενιαίας και ζώσας Εκκλησίας, βιώνοντας την μόνη διαφορά στον διαφορετικό τρόπο έκφρασης της εκκλησιαστικής αυτής και ποιοτικής εμπειρίας, που εις τα έσχατα θα είναι αέναη και συνεχής, με τελικό προορισμό της πορείας αυτής το «ἀεί εὖ εἶναι»[10].
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ