Προτάσεις Ποιμαντικής Αντιμετώπισης του Φαινομένου του εθισμού στον τζόγο – Η ενημέρωση από τους ποιμένες
2 Απριλίου 2020α) Οι ποιμένες οφείλουν να ενημερώσουν το ποίμνιό τους για τις καταστροφικές συνέπειες της ενασχόλησής τους με τον τζόγο. Αυτό αποτελούσε εξάλλου και αντικείμενο της ποιμαντικής μέριμνας των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι μεταξύ των άλλων κοινωνικών προβλημάτων και ανήθικων έξεων της εποχής τους, είχαν να αντιμετωπίσουν και το πάθος του τζόγου, το οποίο από τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους είχε λάβει απρόβλεπτες διαστάσεις. Όροι όπως «παίγνια των ανδρών», «κύβοι», «πεττεία», «αστραγαλισμός», «ταβλίον» ή «ζατρίκιον» παραπέμπουν στο φαινόμενο της «κυβείας», που δε σήμαινε μόνο το παιχνίδι των ζαριών, αλλά και ευρύτερα όλα τα τυχερά παιχνίδια[(Κουκουλές, 1948, σ. 185-224) και (Κόλλιας,2000)].
Αναμφισβήτητα, η ραγδαία εξάπλωση των τυχερών παιχνιδιών κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους θεωρήθηκε από του Πατέρες της Εκκλησίας ως φαινόμενο ηθικής και πνευματικής παρακμής. Ο Θεοφάνης, αναφερόμενος στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α′, ο οποίος είχε μετατρέψει το ναό της Αρτέμιδος στην Κωνσταντινούπολη σε «ταβλοπαρόχιον τοῖς κοττίζουσιν[1]», μας πληροφορεί ότι ακόμη και σε εγκαταλελειμμένα κτήρια λειτουργούσαν λέσχες τυχερών παιγνίων. Ο Ιουστινιανός απαγόρευε επίσης, αυστηρά τις συγκεντρώσεις σε ύποπτους χώρους όπου παίζονταν τυχερά παίγνια. Κάποτε μάλιστα με διαταγή του οι παραβάτες «…χειροκοπηθέντες περιεβωμβήησαν εν καμήλοις», καταδικάστηκαν δηλαδή να τους κόψουν το χέρι και να τους διαπομπεύσουν στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως[2]. Όποιος πίεζε ή υποχρέωνε κάποιον να παίξει τυχερό παιγνίδι, κινδύνευε να πληρώσει πρόστιμο ή να καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα σε λατομείο. Τα τυχερά παιχνίδια είχαν παρεισφρύσει σε όλες τις κοινωνικές τάξεις του βυζαντίου, αλλά ακόμα και στον ιερό κλήρο. Ειδική απαγόρευση που περιλαμβάνεται στον Ιουστινιάνειο κώδικα προέβλεπε ότι σε κληρικό που συλλαμβανόταν να παίζει η να παρακολουθεί άλλους να παίζουν τυχερά παιγνίδια, επιβαλλόταν τριετής αργεία[3].Μανιώδεις παίκτες υπηρξάν και αυτοκράτορες όπως ο Λέων Φωκάς, αδελφός του Νικηφόρου Φωκά, ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, και ο Κωνσταντίνος Η’.
Με έναν αυστηρό και ελεγκτικό λόγο, οι Πατέρες της Εκκλησίας στηλίτευαν την πρακτική των χριστιανών να ασχολούνται με τα τυχερά παιχνίδια, αναδεικνύοντας όλες τις επικίνδυνες συνέπειες αυτού του πάθους. Η αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν την παραπάνω πρακτική έχει μεγάλη ποιμαντική σπουδαιότητα, διότι συνέβαλε στην αφύπνιση των πιστών και τη συνειδητοποίηση εκ μέρους τους πως η συμμετοχή τους σε όλα αυτά τα επικίνδυνα και ζημιογόνα παιχνίδια αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη της πνευματικής τους ζωής. Η αυστηρότητα αυτή μαρτυράει αναμφισβήτητα την ποιμαντική αγωνιστικότητα του ποιμένα για τη χειραγώγηση του ποιμνίου του στο δρόμο της πίστεως και άρα συνιστά κατά κάποιον τρόπο, μια «θετική επιθετικότητα και όχι εμπαθή καταστάση, η οποία φαλκιδεύει το ανθρώπινο πρόσωπο.
Ο Μέγας Βασίλειος ασκεί δριμεία εναντίον των κυβευτών: Περιγράφοντας εύστοχα όλα όσα λαμβάνουν χώρα στους τόπους όπου παίζονται τα τυχερά παίγνια, εξηγεί πως εκεί υπάρχουν «…φιλονεικίαι χαλεπαί και φιλοχρηματίας ὠδῖνες[4]». Η περιγραφή του εκνευρισμού η της μελαγχολίας που επέρχεται σταδιακά στους παίκτες που ηττώνται και του κομπασμού που καταλαμβάνει τους νικητές είναι χαρακτηριστική και μαρτυρεί την τέλεια γνώση που είχαν οι Πατέρες της Εκκλησίας για την ψυχολογική κατάσταση και τη δεκτικότητα του ποιμνίου που διαποίμαναν. «Καθώς ο δαίμων στέκεται δίπλα και εξάπτει τη μανία των παικτών με τα στιγματισμένα κοκκαλάκια, μετατοπίζει τα ίδια χρήματα μια στον ένα και μια στον άλλο και έτσι άλλοτε ξεσηκώνει με τη νίκη και φέρνει στον ένα μελαγχολία και άλλοτε πάλι αναδεικνύει τον άλλον κομπαστή για τη νίκη του, σκορπώντας στον άλλο την ντροπή[5]».Όμως ο Μ. Βασίλειος προχωράει ακόμα και στην υποσημείωση της βλάβης που υφίστανται όσοι παραβρίσκονται πλησίον των παικτών, χωρίς να παίζουν οι ίδιοι. Αυτοί «χαζεύουν» και ακούνε «σαχλά και κακά» πράγματα, πράγμα πολύ επικίνδυνο για την πνευματική τους ζωή, αφού «σχολή χωρίς φόβο Θεού είναι για τους χασομέρηδες διδάσκαλος πονηρίας[6]». Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος εξηγεί πως η ενασχόληση με όλα τα τυχερά παίγνια είναι σύμφυτη με τη βλασφημία, τη ζημία, την οργή, τη λοιδωρία και ακόμα περισσότερα κακά[7]. Τέλος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, συγκρίνοντας στα «ηθικά έπη του» τον κοσμικό με τον πνευματικό βίο, αποδίδει στον πρώτο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ράθυμης πνευματικής ζωής, η οποία χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων και για τα τυχερά παιχνίδια, αφού συνδέεται με «ζάρια, κέρδη, γέλια και γλυκό αμέριμνο ύπνο[8]», χωρίς καμία επίγνωση αυτού που διάγει αυτό το βίο για την αμαρτωλότητά του και μέριμνα μετανοίας.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ