Σταυρός και Ανάσταση

15 Απριλίου 2020

Το μυστήριο του Σταυρού είναι το μεγαλύτερο μυστήριο του σύμπαντος κόσμου. Από ξύλο της πιο οδυνηρής καταδίκης, που οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν για τους βαρυποινίτες, έγινε ξύλο σωτη­ρίας από τότε που δέχθηκε το καθηλωμένο σώμα του Χριστού. Σταυρός και εσταυρωμένος έγιναν λέξεις ταυτόσημες. Προσωπο­ποιεί ο Σταυρός τον Εσταυρωμένο.

Μυστήριο ακατάληπτο, ανερμήνευτο, ανεξιχνίαστο. Από τη στιγμή που συντελέσθηκε η θυσία του Θεανθρώπου, πήρε τόση χάρη, ώστε έγινε «αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα». Έγινετό «σημείον το θαυμαστόν και παράδοξον». Η χάρη και η δυ­ναμη του Σταυρού δεν οφείλεται στο σχήμα του, αλλά στο ότι είναι ο Σταυρός του Θεανθρώπου. Με τον Σταυρό διαλύθηκε η τραγω­δία της ελευθερίας του ανθρώπου. Νικήθηκε ο θάνατος με το να δοκιμάση ο Κύριος στην πιο οδυνηρή του μορφή τον δικό μας θάνατο. Συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό Πατέρα, χαρίζοντας την άφε­ση των αμαρτιών μας. Στον Σταυρό αναδείχθηκε η απέραντη αγάπη του Θεού για μας. Με αυτόν μας ένωσε όλους σε ένα σώμα.

Με τον Σταυρό, με την «πεπληρωμένην ταπεινώσεως ύψωσιν», ύψωσε τη δική μας φύση, που «διά της ψευδούς υψώσεως και μα­ταίας οιήσεως» είχε καταβιβασθή μέχρις Άδου.

Ο Χριστός πάνω στον Σταυρό απεκάλυψε ότι είναι ο μόνος ευεργέτης, Σωτήρας και λυτρωτής. Ο σταυρικός θάνατος του Χρι­στού είναι ζωοποιός, έβαλε, δηλαδή, στον θάνατο ζωή, είναι και λυτρωτικός, διότι είναι εκούσιος. Πάσχει ως Βασιλεύς, όχι ως κα­τάδικος. «Βάπτισμα έχω βαπτισθήναι και πως συνέχομαι έως ου τε­λεσθή» (Λουκ. 12,50). Ο παθών είναι αναμάρτητος. «Τούτο ούν η του Θεού σοφία και δύναμις, το δι’ ασθενείας νικήσαι, το διά ταπει­νώσεως υψωθήναι και διά πτωχείας πλουτήσαι». Η δύναμη του Σταυρού φυγαδεύει τους δαίμονες. «Δειλοί γαρ ούτοι εισί και πάνυ τρέμοντες» (Μ. Αντώνιος). Ο Σταυρός διδάσκει την υπακοή στο θέλημα του Θεού με την οποία σώζεται ο άνθρωπος. «Καίπερ ων Υιός έμαθεν υφ’ ων έπαθεν την υπακοήν και τελειωθείς εγένετο τοις υπακούουσιν αυτώ πάσιν αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ. 5,8-9). Τέλος, ο Σταυρός γίνεται μέσον νάδούμετόν Θεό. Γίνεται ο Θεός διαφανής διά του σταυρού, όταν συσταυρωνόμαστε με Αυτόν διά της αγάπης σε Αυτόν.

Για τον χριστιανό ο Σταυρός δεν είναι εντροπή αλλά καύχηση. Ενθυμείται τη δικαίωση που πήρε από Αυτόν. Ενθυμείται την απαλλαγή από τα δεσμά του κόσμου, ο οποίος «εν τω πονηρώ κεί­ται». «Εμοί μη γένοιτο καυχάσθαι ειμή εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. 6,14).

Κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου είναι ο Σταυρός και η Ανάσταση του Κυρίου.

Ο Σταυρός παρ’ όλον που είναι λυτρωτικός για τον άνθρωπο, διότι τον συμφιλιώνει με τον Θεό, αν δεν υπήρχε η Ανάσταση του Χριστού δεν θα ολοκληρωνόταν η ανάπλαση του ανθρώπου «εις καινήν κτίσιν». Όπως διά του Σταυρού οι άνθρωποι γίνονται  «σύμφυτοι του θανάτου αυτού», έτσι διά της Αναστάσεως θα γι­νουν «σύμφυτοι της αναστάσεως». Με τον Σταυρό καταργείται  «το σώμα της αμαρτίας», διά της Αναστάσεως αιωνίζεται το αν­θρώπινο γένος. Όπως Εκείνος «ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ου κέτι κυριεύει», έτσι και ημείς «ζώμεν τω Θεώ» αιωνίως. Αυτά δόθηκαν στον άνθρωπο χαριστικά, από την αγάπη του Θεού. Με­γάλη ευεργεσία που χαρίζει την απελευθέρωση από την τρομοκρα­τία του θανάτου. Συνέπεια της Αναστάσεως του Χριστού είναι η ανάσταση των νεκρών. «Ει δε ανάστασις εκ νεκρών ουκέστιουδέ ο Χριστός εγήγερται» (Α’ Κορ. 15.13). Έργο με κολοσσιαία σημασία. Στη δημιουργία του ανθρώπου δόθηκαν τα χαρακτηριστικά του θείου πρωτοτύπου. Στην ανάπλαση διά της αναστάσεως δόθηκε ο ίδιος ο Υιός, «κοινωνών αμέσως μετά της ανθρωπίνης φύσεως» και εντός του πλαισίου της νέας κοινωνίας της Εκκλησίας, όπου επιτε­λούνται οι διαπροσωπικές σχέσεις του Χριστού και του ανθρώπου, εκεί βρίσκει «την δύναμιν της αναστάσεως αυτού», εφ’ όσον κοι­νωνεί «στα παθήματά Του», «συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού», μέχρις ότου «καταντήσει εις την εξανάστασιν» Αυτού.

Η ολοκλήρωση του μυστηρίου της αναπλάσεως ολοκληρώνε­ται όχι με μια εξωτερική κοινωνία Χριστού και ανθρώπων, αλλά με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που ως τεχνουργός ουράνιος λαμβάνεται κατά το Άγιο Βάπτισμα.

Ο ορθολογικός άνθρωπος που έχει εμπιστοσύνη στην δική του σοφία που γέμει οίησης και υπερηφάνειας, αδυνατεί να προσεγγί­ση αυτό το μυστήριο. Επειδή δεν έχει εμπειρία αυτής της θείας σχέσεως το αντιμετωπίζει σκωπτικά, όπως οι αρεοπαγίτες σοφοί, οι υπερήφανοι Εβραίοι και οι σύγχρονοι διαφωτιστές. Γι’ αυτό μεθο­δεύονται κάθε τρόπο για να υποβαθμίσουν το γεγονός αυτό. Ενώ διά της κοινωνίας αυτής αναστέλλονται οι διασπάσεις των ανθρώπων και οι πιστοί, διά της αδελφοποιού αγάπης που είναι καρπός της αληθινής πίστεως στο «Εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα», δη­μιουργούν ισχυρούς δεσμούς θεανθρώπινης ενότητος, η προ­σπάθεια των εχθρών της αναστάσεως βρίσκεται πάντοτε επί πο­δος. Ιδίως τις μεγάλες γιορτές του Πάσχα. Φέρουν μέσα τους το φορτίον του διασπαστικού αρχηγού του Άδου, ο οποίος από φθόνο θέλει να καταστρέψει το έργο του Θεού. Δεν γνωρίζουν ότι αυτός που δημιούργησε τον κόσμο, «επιδημήσας ενταύθα διά σαρ­κος» ως παντοδύναμος, έδεσε τον ληστή διάβολο και μας άρπαξε από την κατοχή του, που επί αιώνες δουλεύαμε σε αυτόν, έσβησε το χειρόγραφο των αμαρτιών μας διά του σταυρού και διά της αναστάσεως «εθριάμβευσε τον εχθρόν και κατήσχυνεν αυτόν αισχύνην αιώνιον» (Αγ. Νείλος).

Ένα τροπάριο του Μ. Σαββάτου διατρανώνει όλο αυτότό γε­γονός. «Σήμερον ο Άδης στένων βοά· συνέφερέ μοι ει τον εκ Μαρί­ας γεννηθέντα μη υπεδεξάμην· ελθών γαρ επ’ εμέ το κράτος μου έλυσε· πύλας χαλκάς συνέτριψε· ψυχάς ας κατείχον το πριν, Θεός ώνανέστησε…».

Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν,  «τοις ίχνεσιν αυτού» και όπως Εκείνος το δικό μας φύραμα ανέβασε στον ουρανό και το έκανε «ομόθεον και ομόθρονον τω Πατρί», έτσι και ο καθένας από μας να εντυπώσουμε την σταυροαναστάσιμη ζωή Του «ενημίν» και να εορτάσουμε στην μέλλουσα πραγματικότητα την αθάνατη και ανώλεθρη ζωή του.