Το νόημα του πόνου στον Xριστιανισμό

23 Απριλίου 2020

Παραπάνω αναφέραμε ότι ο σωματικός πόνος μπορεί να στέλνεται από τον Θεό στον άνθρωπο σαν μια δοκιμασία, ώστε αυτός να δοκιμαστεί στην πίστη και στον αγώνα. Πράγματι, η οδύνη του σώματος, αλλά και της ψυχής, είναι σύμφυτη της οντολογικής αλήθειας του ανθρώπου. Αυτές οι δυσάρεστες καταστάσεις εισέβαλαν στη ζωή του ανθρώπου, όταν αυτός εξέπεσε στο προπατορικό αμάρτημα και τότε η σχέση κοινωνίας που είχε με τον Δημιουργό του διακόπηκε με δική του ευθύνη. Το σχέδιο του Θεού για το δημιούργημά Του δεν προέβλεπε φθορά και θάνατο γι’ αυτό. Αυτά ήταν αποτέλεσμα της παρακοής στο θέλημα του Θεού. Ωστόσο, ο πολυεύσπλαχνος Θεός έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στα πλάσματά Του. Δεν τους αφαίρεσε την προοπτική της αιώνιας ζωής, αλλά έθεσε κάποιους περιορισμούς στην παρούσα ζωή (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο σωματικός πόνος), που αν ο άνθρωπος καταφέρει να τους ξεπεράσει, τότε θα μπορέσει να φτάσει τον Θεό.

Στη χριστιανική διδασκαλία ο άνθρωπος είναι η ένωση του σώματος, της ψυχής και του πνεύματος. Εφόσον, λοιπόν, είναι μια ψυχοσωματική υπόσταση, αναπόφευκτα θα γνωρίσει και τον πόνο και θα έχει και την ευκαιρία να συμμετέχει στη θέωση. Ο άνθρωπος αναζητά τον Θεό όχι μόνο πνευματικά, αλλά και σωματικά, εφόσον τα δυο μέρη ολοκληρώνουν την ύπαρξή του. Λόγω της ενσάρκωσης του Υιού του Θεού, ο άνθρωπος κοινωνεί του σώματος και του αίματος του Χριστού.

Ο πόνος βοηθάει τον άνθρωπο να κατανοήσει την εφήμερη φύση του και να αναζητήσει το νόημα της ύπαρξής του. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να διαμαρτύρεται για τον πόνο του, σκεφτόμενος ότι ο Θεός ούτε τον ίδιο τον Υιό Του δεν απέκλεισε από τη δοκιμασία του πόνου. (Engelhardt, 2007: 365). Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι ο φυσικός, αλλά και ο υπαρξιακός πόνος είναι εξορισμού καλός, αλλά ότι μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσο άσκησης προς την ταπείνωση, την υπομονή, την αγάπη και τέλος τη σωτηρία. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας – Επιτροπή Βιοηθικής, 2007: 34). Το αν θα έχει θετική ή αρνητική επίδραση, εξαρτάται καθαρά από τη στάση που θα κρατήσει ο άνθρωπος απέναντί του. Αν νιώθει δυστυχισμένος που πονάει, απελπίζεται και προτιμά να τερματίσει τη ζωή του, τότε καταπατάει το νόμο του Θεού και οδεύει προς την καταστροφή. Αντίθετα, αν εμπιστευτεί τον εαυτό του στον Χριστό να καθοδηγήσει την περαιτέρω πορεία του σύμφωνα με το θέλημά Του, τότε η ζωή του, αλλά και ο θάνατός του θα αποκτήσουν νόημα και προοπτική. Φυσικά κανένας δεν θα νιώθει ευχαρίστηση, επειδή θα πονάει, αλλά επειδή θα έχει την ευκαιρία να στραφεί προς τον Θεό και να πετύχει την τελείωση. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας – Επιτροπή Βιοηθικής, 2007: 44). Ας θυμηθούμε σ’ αυτό το σημείο και τον Απόστολο Παύλο που λέει ότι «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός». (Β’ Κορ. 12, 10).

  Πολλές φορές η στάση που έχει ο άνθρωπος απέναντι στον πόνο είναι σε συνάρτηση με τον τρόπο που ζει γενικά. Συγκεκριμένα, αν σε όλη του τη ζωή είχε μάθει να περιορίζεται στον υλικό κόσμο, τότε δεν θα μπορέσει να δώσει τις μυστηριακές προεκτάσεις στον πόνο και στη δοκιμασία που περνάει. Ο πόνος γι’ αυτόν δεν θα είναι παρά κάτι που του στερεί τις ανέσεις που του προσφέρουν τα υλικά αγαθά και στις οποίες ήταν συνηθισμένος μέχρι τότε. (Μαντζαρίδης, 2010: 228).

Η αντίληψη του ανθρώπου για τον πόνο διαπλάθεται και από την υπερτιμημένη εκτίμηση που ο ίδιος έχει για τον εαυτό του και τις δυνατότητές του. (Π. Αδ. Αυγουστίδης, 2003: 101). Μια τέτοια αντίληψη οδηγεί φυσικά σε δυσανεξία απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή πόνου εξαιτίας της προσκόλλησης του ανθρώπου σε ηδονιστικές αναζητήσεις είτε σωματικές είτε διανοητικές. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος ενδιαφέρεται μόνο να σταματήσει ο πόνος του με κάθε τρόπο, ακόμη και με διακοπή της ζωής του. Αδυνατεί να εκλάβει αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει, σαν μια οδό που θα τον οδηγήσει στη σωτηρία. Αυτές οι υλιστικές αντιλήψεις του ενισχύονται και από τις γενικότερες κοινωνικές απόψεις, οι οποίες μένουν προσκολλημένες στα γήινα όρια, δεν προετοιμάζουν τον ασθενή, αλλά ούτε και το ιατρο-νοσηλευτικό προσωπικό για την πνευματική αξιοποίηση της οδύνης. Έτσι, αναπόφευκτα ο ασθενής τοποθετεί τον πόνο μέσα στα στενά πλαίσια του επίγειου βίου, κάτι που έχει σαν συνέπεια να τον αντιμετωπίζει σαν μια πρόκληση για άμεση ανώδυνη λύση. (Engelhardt, 2007: 34). Του προκαλεί απογοήτευση το γεγονός ότι αδυνατεί να διακρίνει μέσα στον πόνο κάποιο νόημα ή σκοπό. (Μαντζαρίδης, 2010: 617). Τον βλέπει απλώς σαν μια οδυνηρή πορεία προς το τέλος της ύπαρξής του. Τα πράγματα όμως θα ήταν τελείως διαφορετικά, αν τον έβλεπε σαν ένα παιδαγωγικό μέσο της Πρόνοιας του Θεού, γιατί τότε θα μπορούσε να τον αξιοποιήσει για την πνευματική του τελείωση. Πράγματι, η πορεία προς το θάνατο, όσο και αν δεν το διακρίνουν πολλοί, έχει πνευματικό περιεχόμενο (Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, 2003: 15-28), αφού κατά τη διάρκειά της μπορούμε να καταλάβουμε τα υψηλά θεία νοήματα νικώντας την περηφάνιά μας, τα πάθη μας και κερδίζοντας τη συγχώρεση του Θεού. (Engelhardt, 2007: 377).

Όλες οι παραπάνω θέσεις μπορούν να ενταχθούν στην παροχή της παρηγορητικής φροντίδας, καθώς ο ασθενής που υποφέρει πρέπει να καταλάβει την ουσία του ανθρώπινου πόνου και να μην τον αφήσει να τον καταβάλει ψυχολογικά, ούτε να του επιτρέψει να κλονίσει την πίστη του για τον Θεό. Οι λειτουργοί της παρηγορητικής φροντίδας μπορούν να φροντίσουν να δώσουν τις παραπάνω συμβουλές στον ασθενή τους.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ