Η μαρτυρία της λειτουργικής παράδοσης ως προς τα Πάθη του Χριστού

12 Μαΐου 2020

Λειτουργικά και για να περιοριστούμε στα γεγονότα των Παθών και γενικά των τελευταίων ημερών του Κυρίου, αναβαίνοντας τα Ιεροσόλυμα, η βασική ορθόδοξη υμνολογία κορυφώνεται στις ακολουθίες του Όρθρου, του Εσπερινού, των Προηγιασμένων και των Ωρών, ανάμεσα σε Μεγάλη Δευτέρα (από Κυριακή Εσπέρας δηλαδή), έως τον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου (δηλαδή Παρασκευή Εσπέρας). Φυσικά η αναφορά στα Πάθη του Χριστού υπάρχει σε ορισμένα τροπάρια, όπως τα Σταυροθεοτόκια, στις ακολουθίες όλου του χρόνου και φυσικά υπάρχει η βίωση των αχράντων Παθών μέσα στην Θεία Ευχαριστία.

Κατά την Μεγάλη Δευτέρα, υπάρχει η λειτουργική ανάμνηση της ξηρανθείσης συκής καθώς και του Παγκάλου Ιωσήφ.Ο Χριστός επωλήθη έναντι των τριάκοντα αργυρίων, όπως και ο Ιωσήφ, ως τύπος Χριστού επωλήθη και εξορίστηκε έναντι ενός πινακίου φακής. Ωστόσο, ο Ιωσήφ επιστρέφει ως βασιλιάς με όλες τις τιμές, όπως και ο Χριστός επιστρέφει κατά τη Δευτέρα Παρουσία, ως Βασιλιάς σε όλη Του τη Δόξα. Η παρουσία του Κυρίου ως Κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας είναι αέναη. Η Εκκλησία δια του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, στο οποίο συνίσταται η ταυτότητά της, απεικονίζει τα Έσχατα, είναι μια εικόνα της Βασιλείας του Θεού[1].

Όσον αφορά στην ξηρανθείσα συκή υπάρχει  μια προγενέστερη αναφορά στα καλά και στα κακά σύκα που δεν τρώγονται εξαιτίας της αχρειότητάς τους, στην Π. Διαθήκη στον Ιερεμία[2]. Επιπλέον, ο Χριστός είναι διατεθειμένος να πιει το πικρό ποτήρι του θανάτου για να σώσει την ανθρωπότητα, αλλά η ανθρώπινη φύση, ενώ δύναται να βγάλει γλυκούς καρπούς, κατά την εντολή του Θεού, στην περίπτωση αυτή της συκής τα φύλλα της αρετής  είναι τραχιά, επειδή δεν καρποφορεί η αρετή. Ο Χριστός γι’ αυτό την καταράστηκε να μην βγάλει ποτέ καρπούς, διότι ήλθε πεινασμένος και δεν βρήκε τον καρπό της στους ανθρώπους[3].Στη συνέχεια, δέον είναι να αναφερθούμε στο αυτόμελο εξαποστειλάριο «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω». Στην ακολουθία αυτή ακούγεται για πρώτη φορά, ενώ αποδίδεται και τις επόμενες δύο ημέρες. Παραπέμπει στον λευκό χιτώνα των βαπτισμένων, αφού οι κατηχούμενοι βαπτίζονταν κατά την Παννυχίδα του Πάσχα.

Στους Αίνους και συγκεκριμένα στα στιχηρά, συναντούμε το ιδιόμελο «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος, πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος». Η συμπόρευση με το Χριστό προϋποθέτει να βαδίσει ο κατηχούμενος στον ίδιο δύσβατο δρόμο που οδηγεί στο φως, αφού οι ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, ήταν οι τελευταίες ημέρες των κατηχούμενων και λαμβάνονταν η απόφαση αν θα βαπτιστούν ή όχι.Τα ρήματα «συσταυρωθῶμεν» και «νεκρωθῶμεν» απηχούν την Βάπτιση  ως συν-σταύρωση με το Χριστό και ακολουθία Του στην έγερση – ανάσταση[4]. Όσοι βαπτιστήκαμε εις το όνομα του Χριστού γίναμε μέτοχοι του σταυρικού του θανάτου, καθώς η αμαρτία του ανθρώπου, διά του Βαπτίσματος σταυρώθηκε όπως Εκείνος. Συνεχίζει ότι ταφήκαμε κι εμείς οι άνθρωποι μέσω αυτού του Μυστηρίου, για να αναστηθούμε κι εμείς στη μέλλουσα έσχατη πόλη[5].

Άξιο σχολιασμού είναι το στα Απόστιχα, το ιδιόμελο «Κύριε, τὰ τελεώταταφρονεῖν». Το «πρῶτος οὖν ὑμῶν, ἔστω πάντων διάκονος, ὁ δὲ ἄρχων, ὡς ὁ ἀρχόμενος», παραπέμπει στη διδασκαλία του Χριστού, κατά την φιλονικία των μαθητών περί του μείζονος μεταξύ τους. Στο Μάρκο αυτό αναφέρεται σε αρχικό στάδιο[6], αλλά στο Λουκά μετά τους συστατικούς λόγους, όπου κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου φιλονίκησαν ανάλογα[7]. Γίνεται αναφορά στον Ιερό Νιπτήρα, κατά τον Ιωάννη[8]. Το ιδιόμελο, επίσης των αποστίχων «Τῆςξηρανθείσηςσυκῆςδιὰτὴνἀκαρπίαν» σχετίζεται με τον αγώνα των κατηχουμένων, ώστε να αποδώσουν κατά την μύησή τους χρηστό καρπό, αλλά και στην δυνατότητα του Χριστού ως η ζωή να ζωοποιεί αλλά και να αφαιρεί την ζωή[9].

Κατά την Μεγάλη Τρίτη, υπάρχει η λειτουργική ανάμνηση της εσχατολογικής παραβολής των Δέκα Παρθένων.Το νόημα αυτής της παραβολής είναι ότι  πάντα πρέπει να είμαστε έτοιμοι, διότι δεν γνωρίζουμε τον ακριβή χρόνο της έλευσης του Κυρίου, ώστε να μην μείνουμε εκτός της Βασιλείας των Ουρανών. Στους Αίνους, ιδιαιτέρως στα ιδιόμελο των στιχηρών «Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου», ο χιτώνας «ελέγχει» τον πιστό, διότι δεν έχει αφ’ εαυτού δυνατότητα πρόσβασης στον γάμο. Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο μοτίβο  του ιερού γάμου Χριστού και Εκκλησίας υπό το πρίσμα της επικείμενης Βάπτισης, στην οποία ο κατηχούμενος πρέπει να είναι προετοιμασμένος και καθαρός ψυχή τε και σώματι. Εν τω μεταξύ, η φράση «Ὁ τῇ ψυχῆς ῥαθυμίᾳ νυστάξας, οὐ κέκτημαι Νυμφίε Χριστέ, καιομένην λαμπάδα τὴν ἐξἀρετῶν» σαφέστατα παραπέμπει στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, ως τύπο της Δευτέρας Παρουσίας, χρησιμοποιώντας στοιχεία τελετής γάμου. Επιπροσθέτως, έκαστος πιστός φέρει λαμπάδα στην Παννυχίδα του Πάσχα. Εφιστάται η προσοχή, ώστε κάθε κατηχούμενος και όχι μόνο, να μην μείνει έξω από το νυμφώνα του Χριστού.

Κατόπιν, στα Απόστιχα ιδιόμελα ψάλλεται το «Ὅταν ἔλθῃς ἐνδόξῃ μετ’ Ἀγγελικῶν Δυνάμεων», επισημαίνεται ο εσχατολογικός χαρακτήρας των μυστηρίων και η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου σε όλη της την λαμπρότητα. Ο πιστός προσεύχεται για τη σωτηρία του, με την τοποθέτησή του στα εκ δεξιών πρόβατα του Ποιμένος. Επίσης, το χωρίο σχετίζεται και με την απάντηση του Χριστού προς τον έχοντα μάχαιρα Πέτρο, αλλά και κατά την εσχατολογική απάντηση Του προς το Συνέδριο[10].

Ακολούθως, χαρακτηριστικό της εσχατολογίας είναι το δοξαστικό των αποστίχων «Ἰδού σοι τὸ τάλαντον». Επιτρέπει στον δούλο να εισέλθει στην χαράν του Κυρίου του.  Εδώ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο δούλος είναι υποκείμενος στην εξουσία τρίτου, ενώ ο άνθρωπος εισέρχεται στον ιερό γάμο ανακαινισμένος και θεωμένος κατά χάριν. Για να γίνει αυτό, ο Χριστός, αν και Θεός έλαβε μορφή δούλου, ώστε να εισέλθει ο άνθρωπος στη χαρά Του[11]. Εντοπίζουμε και σε αυτό το σημείο την μελλοντική Δευτέρα Παρουσία.

Κατά την Μεγάλη Τετάρτη, υπάρχει η λειτουργική ανάμνηση της αλειψάσης τον Κύριο με μύρο πόρνης γυναίκας, ελάχιστες ημέρες προ του Πάθους. Στην ακολουθία του Όρθρου της ιδίας ημέρας (Τρίτη Εσπέρας), ψέλνεται προς το τέλος ως δοξαστικό των αποστίχων, το περίφημο «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή», έργο της ποιήτριας, ευγενούς κατά κόσμον και μοναχής υμνογράφου Κασσίας ή Κασσιανής. Κατά τα στιχηρά, αξιοσημείωτο είναι στο γ΄ τροπάριο η σύγκριση της μυραλειψάσης πόρνης και του προδότη μαθητή. Αναφέρεται στη μύρωση της πόρνης στον Χριστό, κατά τους Ευαγγελιστές Ματθαίο και Μάρκο. Η αμαρτωλή γυναίκα προσέφερε το πολύτιμο μύρο στον Κύριο και ο μαθητής Ιούδας συμφωνούσε με τους παρανόμους για να πουλήσει τον Ατίμητο. Εκείνη ήρθε κοντά στο Χριστό και ελευθερώθηκε και ο Ιούδας, ως προδότης υποδουλώθηκε.

Στο περίφημο τροπάριο της Κασσιανής η ενθύμηση των αμαρτιών μας γίνεται εντονότερη με τη φράση «ὅτινύξ μοι, ὑπάρχει», το οποίο εν μέρει μπορεί να παραπέμπει στον Ησαΐα και σε συνάφεια πάντα με την κατηχούμενη περίοδο[12]. Από την άλλη πλευρά, οι έννοιες  των  δακρύων και του ύδατος δημιουργούν μια διαλεκτική με το στοιχείο του εξαγνισμού, της κάθαρσης και της Δημιουργίας. Η δε φράση «τῆ ἀφάτῳ σου κενώσει» σχετίζεται με την Ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Κύριος, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, κένωσε, μίκρυνε τον εαυτό Του, παίρνοντας μορφή δούλου, ανθρώπου και ταπεινώθηκε διά του Σταυρού, για τη λύτρωση του ανθρώπου[13].

Κατά την Μεγάλη Πέμπτη, υπάρχει η λειτουργική ανάμνηση τεσσάρων πραγμάτων: της Παράδοσης και ερμηνείας του Ιερού Νιπτήρος, του Μυστικού Δείπνου και ειδικότερα αυτών των οποίων ονομάζονται «Συστατικοί Λόγοι του Μυστηρίου της Ευχαριστίας» και των περί τον Μυστικό Δείπνο γεγονότων, την υπερφυά Προσευχή και των γεγονότων περί την προδοσία του Κυρίου. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια είναι το «Ὅτε οἱ νδοξοι Μαθηταί», το οποίο αντικαθιστά στην αρχή του Όρθρου μετά τα αλληλουάριατο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται». Οι μαθητές κλήθηκαν στο Μυστικό Δείπνο προς φώτιση, ενώ ο Ιούδας εξαιτίας της φιλαργυρίας του κατακλύστηκε από το σκοτάδι, καταντώντας υπόδουλος. Ο ιερός Νιπτήρας φώτισε τους μαθητές, ενώ το πάθος οδήγησε τον δυσσεβή Ιούδα στην αυτοχειρία.

Στη συνέχεια, τα υπόλοιπα Ιδιόμελα αναφέρονται αρχικά στο Συνέδριο των Ιουδαίων όπως ο «Συντρέχει λοιπόν, τὸ συνέδριον τῶν Ἰουδαίων», το οποίο είναι παράνομο, όχι μόνο γιατί πραγματοποιείται τη νύχτα, αλλά κυρίως επειδή δεν ομολογεί το Χριστό ως Θεό, όπως ορίζει και η πρώτη εντολή του Δεκαλόγου[14]. Τα υπόλοιπα στιχηρά ιδιόμελα προσδίδουν έμφαση στον Ιούδα, ως τύπο του πιστού που καλείται στο Μυστικό Δείπνο, αλλά δύναται να προδώσει τον Κύριο.  Εκείνος που υπολόγισε την τιμή του μύρου που σπαταλήθηκε, συμφώνησε με άνομους ανθρώπους για την προδοσία του Χριστού με αντίτιμο τα τριάντα αργύρια. Μάλιστα το έπραξε με ένα φίλημα, αποστερώντας από τον εαυτό του τη χαρά της Ανάστασης.

Στα  Απόστιχα Ιδιόμελα, που εκκινούν: «Σήμερον τὸ κατὰ τοῦ Χριστοῦ πονηρὸν συνήχθη συνέδριον», πραγματοποιείται αναφορά στον Καϊάφα που «άκων προφητεύει». Επεξηγηματικά, αυτός λέει δίχως να συνειδητοποιεί τη σημασία των λεγομένων του, ότι συμφέρει να χαθεί ένας υπέρ του λαού, μα αυτός ο Ένας είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο οποίος ήρθε για να μας απελευθερώσει από τη δουλεία της αμαρτίας, λόγω της φιλανθρωπίας και του ελέους Του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, προφητεία δεν σημαίνει ενόραση, αλλά ερμηνεία του Θείου Λόγου και αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί τον προφήτη από το μάντη.

Έπειτα, στο τροπάριο «Μυσταγωγῶν σου Κύριε τοὺς Μαθητάς», χρησιμοποιούνται όροι από την αρχαία λατρεία, καθώς οι κατηχούμενοι είναι μύστες και δεν πρέπει να σκανδαλιστούν, δηλαδή να αποκοπούν από τη λατρεία και την κατάνυξη. Απώτερος σκοπός τους είναι να αξιωθούν να γίνουν επόπτες, δηλαδή να δουν το Θεό., κατ’ αναλογία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και των παρισταμένων ιερών μορφών εκεί[15]. Ο Χριστός λέει ότι δεν ήρθε στον κόσμο για να διακονηθεί, αλλά για να διακονήσει, να παραδώσει την ψυχή του ως λύτρο υπέρ του κόσμου[16]. Διδάσκει τους μαθητές, ως μύστες, ώστε να γίνουν επόπτες και τελικά τους υπενθυμίζει να Τον μιμηθούν[17]. Προσθέτει ότι αυτός που επιθυμεί να είναι ο πρώτος ανάμεσά τους να είναι ο έσχατος, ο δε δεσπότης να είναι διάκονος και κλείνοντας το Λόγο Του τονίζει ότι ο Ίδιος είναι η άμπελος της ζωής, αφού αυτό μαρτυρεί ο Ιωάννης κατά τον Μυστικό Δείπνο[18].

Η Μεγάλη Παρασκευή, είναι αφιερωμένη σε αυτό το οποίο κατεξοχήν ονομάζουμε «Άχραντο Πάθος του Κυρίου», και αναλυτικότερα, όπως διαβάζουμε και στο συναξάριο του Όρθρου της ημέρας, κάνουμε μνεία για τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τις ύβρεις, τον εμπαιγμό και την άκρα ταπείνωση του σταυρικού θανάτου. Εκεί όπου προσφέρθηκε στο Χριστό ξύδι και χολή, υπομένοντας την καθήλωση, τον λογχισμό, βιώνοντας όντας Ύψιστος Άκτιστος Θεός, τον θάνατο για την αγάπη του προς τον άνθρωπο, αλλά και την μετάνοια του ενός ληστή. Αξιοσημείωτο είναι το ΙΕ΄ Αντίφωνο, όπου παρατίθενται συνοπτικά τα Άχραντα Πάθη. Όσοι προσκυνούν και ομολογούν το Χριστό, ως Θεό, έχουν τη δυνατότητα να προσδοκούν την εποπτεία της ενδόξου Αναστάσεως. Στο Αντίφωνο αυτό περιγράφονται ένα-ένα τα μαρτύρια που πέρασε ο Χριστός. Κρεμάται επί ξύλου, βιώνοντας την ταπεινωτική Σταύρωση, παρόλο που κατά τη δημιουργία του κόσμου είναι ο «ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», αντλώντας από τον ψαλμωδό[19].Επανέρχεται και εδώ το μοτίβο του υγρού στοιχείου, του ύδατος, όντας στην τελική ευθεία για το Βάπτισμα των κατηχουμένων. Ο Κύριος υπομένει το Ακάνθινο Στεφάνι. Εκείνος που περιέβαλε τον ουρανό με σύννεφα, περιβάλλεται με κόκκινη χλαμύδα, ως δείγμα εμπαιγμού. Υπομένει τα ραπίσματα, και τους ήλους, καθώς και το κέντημα της λόγχης. Ο πιστός καλείται εδώ να προσκυνήσει τα Πάθη του Χριστού και επιζητά να αξιωθεί να δει και την ένδοξη Ανάσταση.

Αναλόγως, συμβαίνει το ίδιο στο δοξαστικό των Στιχηρών, όπου ο Χριστός περιγράφει τα Πάθη σε πρώτο πρόσωπο. Μάλιστα εντοπίζουμε ως κατακλείδα και την ερμηνεία των Παθών. Εκκινεί με το «Ἐξέδυσάν με τὰἱμάτιά μου, καὶἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην». Συνεχίζει με το Ακάνθινο Στεφάνι που έθεσαν στην Κεφαλή Του και προσθέτει το αντικείμενο της καλάμου στη δεξιά χείρα, «ἵνα συντρίψω αὐτούς, ὡς σκεύη κεραμέως[20]». Αυτή η φράση λειτουργεί σε μελλοντικό χρόνο, καθώς ο Κύριος θα συντρίψει τους εχθρούς Του. Αναφέρεται στη συνέχεια στη μαστίγωση, όπου ο Ίδιος οικειοθελώς στρέφει τα νώτα Του, ανέχεται τα εμπτύσματα, στάθηκε μπροστά στον Πιλάτο και υπέμεινε το Σταυρό για τη σωτηρία του Κόσμου.

Αξιοπρόσεκτο είναι και το Απόστιχο Ιδιόμελο «Πᾶσα ἡ Κτίσις, ἠλλοι οὖτο φόβῳ», όπου αναφέρεται στην ακραία αντίδραση της φύσης στη θέα του Εσταυρωμένου Χριστού, η οποία συμπάσχει με το φοβερό γεγονός που διαδραματίζεται. Εμφανίζεται η έκλειψη ηλίου και ο σεισμός, ενώ σχίζεται στα δύο το καταπέτασμα του Ναού[21].

Το Μέγα Σάββατο, κυριαρχείται από μια χαρμολύπη, αφού ενώ τελείται ο Επιτάφιος, ο Χριστός βρίσκεται κατά τον λειτουργικό χρόνο στην εις Άδου Κάθοδο, κάτι το οποίο προσδίδει, ιδίως κατά τον Εσπερινό της ίδιας ημέρας και την πρώτη Λειτουργία του Σαββάτου, έναν πρώιμο αναστάσιμο χαρακτήρα. Η ανάμνηση της ημέρας αφορά την θεόσωμο ταφή και την Εις Άδου Κάθοδο Του, μέσα από την οποία κληθήκαμε προς την αιωνιότητα από την νομοτελειακή φθορά[22].

Ιδιαιτέρως δε στο ιδιόμελο των Αίνων «Τί τὸ ὁρώμενον θέαμα;» εκφράζει θαυμασμό για τον τρόπο που ο Θεός εκπληρώνει τη Θεία Οικονομία, και ενταφιάζεται. Πιθανόν ενέχει επιρροές από το Γρηγόριο το Μέγα και ειδικά το έργο του«Χριστὸς Πάσχων» ή τον Ρωμανό τον μελωδό, σε ποιήματά του σε αυτό το θέμα έχει αξιοπρόσεκτες συνάφειες με το έργο «Χριστός Πάσχων»[23]. Από την άλλη πλευρά, Σάββατο ολοκληρώθηκε η Δημιουργία και Σάββατο ο Χριστός κατεβαίνει στον Άδη, προσδίδοντας μια νέα σημασία για την Ανάσταση του Κυρίου, στην ημέρα που ακολουθεί, την Κυριακή, ευλογημένη ημέρα ανάπαυσης, ορισμένη από το Θεό[24].Επιπλέον, στο τροπάριο «Τὴν σήμερον μυστικῶς», παραλληλίζεται η αργία του Θεού Δημιουργού κατά το Σάββατο, με την παύση των Παθών και τον ενταφιασμό Του.

Κατά τη έλευση του Επιταφίου ψάλλεται το «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος». Με την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη, εκείνος νεκρώνεται, ως η προσωποποίηση του πάλαι ποτέ αρχαίου βασιλείου του Άδη. Ο Κύριος σκυλεύει τοΒασίλειο αυτό δηλαδή τους δίκαιους νεκρούς. Οι νεκροί τον ακολουθούν ως προπομπό στην Ανάσταση, προκαλώντας τη χαρά των επουράνιων δυνάμεων[25]: ο Χριστός κυριαρχεί με το φως της θεότητάς Του, ενάντια στο σκοτάδι[26].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]Ι. Ζηζιούλα, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον, (Μέγαρα: Ευεργέτις, 2011), 107.

[2]Ιερεμίας 24:1-10. ( Βλέπε επίσης, ShmemanAlexander Η Μεγάλη Εβδομάδα: σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 1990).

[3]Μτ 11:14-43.

[4]Γαλ 2:20.

[5]Ρωμ6: 3-4.

[6]Μρ 9:35.

[7]Λκ 22:24-27.

[8]Ιω 13:5-16.

[9]Ιω 11:25.

[10]Μτ 26:53 και 26:64.

[11]Φιλ 2:4-11.

[12]Ης 9:2.

[13]Φιλ 2:7-8.

[14]Δτ 5:6-7. Βλ.  Φουντούλης Ιωάννης, Αι ΜεγάλαιΏραι της Μεγάλης Πέμπτης, Μεγάλης Παρασκευής και του Μεγάλου Σαββάτου, Θεσσαλονίκη, 1964.

[15]Β΄ Πε 1:16-18.

[16]Μτ. 20:28. Βλ. και Μκ 10:45.

[17]Ιω 13:5-16.

[18]Ιω 15:1.

[19]Ψλμ 103:3.

[20]Ψλμ 2:9.

[21]Μτ 27:51.

[22]Α Πε 3:19-20.

[23]Ι. Γ. Κουρεμπελές, «Η χριστολογία του Ρωμανού του Μελωδού και η σωτηριολογική σημασία της» (Δρ. Θεολογίας, Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, 1998), 22 και 127.

[24]Γεν 2:2-3.

[25]Πρβλ. Λκ 15:7.

[26]Ιω 1:5.