Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αναλύοντας την έννοια Χριστιανός, παρατηρεί: «Χριστιανός εστίν μίμημα Χριστού και εν λόγοις και εν έργοις και ο πιστεύων ορθώς και αμέμπτως τη Παναγία Τριάδι». Χριστιανός είναι εκείνος που μιμείται, ως προς τον λόγο του αλλά και ως προς τα έργα του, τον Χριστό. Χριστιανός είναι ακόμα εκείνος που με τον όλο βίο και την πολιτεία του, ουσιαστικά, ζει το Τριαδικό δόγμα στην καθημερινότητά του.
Από τον ορισμό αυτό, θα μπορούσε να πει κανείς πως δίνεται και το περίγραμμα της ουσίας του Χριστιανισμού. Εκείνος που μιμείται τον Χριστό είναι εκείνος που στη ζωή του βιώνει το πνεύμα της θυσίας και της αγάπης προς τον κάθε άνθρωπο. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σημειώνει: «Μακάριος άνθρωπος όστις πάντας ανθρώπους δύναται εξίσου αγαπάν ως και ο Χριστός, όστις υπέρ πάντων έπαθε και την ελπίδα της Αναστάσεως εξίσου πάσιν εχαρίσατο». Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος που μπορεί να αγαπά εξίσου όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους, εννοείται ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, κοινωνικής καταγωγής, όπως ακριβώς και ο Χριστός που σταυρώθηκε για όλους τους ανθρώπους και χάρισε εξίσου σε όλους την ελπίδα της Αναστάσεως.
Εξάλλου ο Χριστιανός που βιώνει το Τριαδικό δόγμα, έχοντας ως πρότυπό του την Αγία Τριάδα, ζει την κοινωνία και την αλληλοπεριχώρηση των προσώπων. Επομένως, η ουσία του Χριστιανισμού είναι η αγάπη και το έλεος. Το έλεος, όμως, εκείνο που δεν αφορμάται από το αίσθημα του οίκτου, που ουσιαστικά είναι ένας καμουφλαρισμένος εγωισμός και μια θεώρηση του άλλου αφ’ υψηλού, αλλά είναι το έλεος που πηγάζει από τη θεώρηση του άλλου ως εικόνας Θεού, αλλά και ως μέσου αναγωγής προς Αυτόν. Θα πει γι’ αυτό ο Μέγας Αντώνιος; «Εκ του πλησίον εστίν η ζωή και ο θάνατος, εάν τον αδερφόν κερδίσωμεν, τον Θεόν κερδαίνομεν, ει δε και τον αδερφόν σκανδαλίσωμεν εις Χριστόν αμαρτάνομεν». Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή μας, που από πνευματική άποψη, ουσιαστική σημαίνει την κοινωνία μας με τον Θεό, αλλά και ο θάνατός μας, δηλαδή ο χωρισμός μας από Αυτόν. Αν κερδίσουμε τον αδερφό διά της αγάπης σημαίνει πως κερδίσαμε τον ίδιο τον Θεό. Αν τον λυπήσουμε σημαίνει πως λυπήσαμε τον Θεό.
Ο Ορθόδοξος θεανθρωποκεντρικός υπαρξισμός των Πατέρων της Ανατολής διατείνεται πως μόνο ο άνθρωπος που έχει νικήσει τα πάθη του και ιδίως τον εγωισμό και τη λεγόμενη προσπάθεια του νου, δηλαδή την προσκόλλησή του στα υλικά αγαθά, πως μόνο αυτός μπορεί να αγαπά: «Αγαπά πάντας ανθρώπους, ο μηδέ ανθρώπινον αγαπών», παρατηρεί ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.
Οι Νηπτικοί Πατέρες της Ανατολής, έχοντας φτάσει σε αυτό το πνευματικό επίπεδο, ζούσαν το έλεος και την αγάπη στον ύψιστο βαθμό. Χαρακτηριστική είναι η θέση του Οσίου Αγάθωνος, που όταν ρωτήθηκε τι σημαίνει αγάπη, απάντησε: «Αγάπη εστίν το ευρείν κελεφόν και δούναι αυτώ το εμόν σώμα και λαβείν το εαυτού και αύτη όντως εστίν η τελεία αγάπη». Δηλαδή αγάπη είναι το να βρεις έναν λεπρό και ευχαρίστως να ’χεις τη διάθεση να του δώσεις το δικό σου υγιές σώμα και να πάρεις το δικό του, για να τον αναπαύσεις. Εξάλλου, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δίνοντας τη σωτηριολογική διάσταση του ελέους, παρατηρεί πως και η πιο μικρή και ίσως η πιo ασήμαντη πράξη καλοσύνης και ελέους δε θα περάσει απαρατήρητη από τον Θεό, εν ημέρα κρίσεως! «Ουδέν των αγαθών καν πάνυ μικρόν ει παροφθήσεται παρά του δικαίου κριτού εν εκείνη τη ημέρα». Επομένως η ουσία του Χριστιανισμού είναι η καλοσύνη και το έλεος για όλους.
Ένας μεγάλος Ρώσος σύγχρονος άγιος και ομολογητής της Ορθοδοξίας, ο Στάρετς Σαμψών Σίβερς, αναλύοντας την ουσία του Χριστιανισμού, εύστοχα παρατηρεί: «Ουσία και πεμπτουσία του Χριστιανισμού είναι να συγχωρείς, να δικαιολογείς, να μην κατακρίνεις, να βοηθάς τον συνάνθρωπό σου, να τον συμπονείς. Ο πόρνος και ο μοιχός εάν μετανοήσουν, θα σωθούν. Όμως ο άνθρωπος που έχει κακή καρδιά δε θα απολαύσει ποτέ τη ζεστασιά του Θεού».