Ο Γέροντας Αιμιλιανός ένιωσε μέσα του αγάπη για τον Θεό
10 Μαΐου 2020Έχοντας πάντα μπροστά του τον Θεό – αυτό ήταν βίωμα δικό του, ήταν πάντοτε μπροστά του ο Θεός – αντιπαρήρχετο με πολλή φυσικότητα και απόλυτη ηρεμία και χαρά κάθε δυσκολία, δεχόμενος τα πάντα ως θεία ευλογία και με την αυτή διάθεση δέχτηκε και την μεγάλη πυρκαϊά τον Αύγουστο του 90 η οποία κατέκαυσε το Άγιον Όρος και απείλησε σοβαρά τη Μονή μας.
Στις αρχές του 95 ο κλονισμός της υγείας του δεν του επέτρεψε να συνεχίσει την ηγουμενική του πορεία και έκτοτε εφησυχάζει στο μετόχι της Ορμύλιας ανταναπληρών τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί αυτού υπέρ του Σώματος του Χριστού ό εστι η εκκλησία και αυτό το κάνει μέσα στη σιωπή του με υπομονή και καρτερία.
Όπως ξέρετε, από τα πολλά που είπε ο Γέροντας – γιατί ουσιαστικά δεν έγραψε, αλλά είπε, κατά το «είπε γέρων» – μερικά είδαν το φως της δημοσιότητος και φυσικά όλα αυτά τα εκδώσαμε μετά την ασθένειά του διότι όταν ήταν ενεργός είναι σίγουρο ότι απέφευγε ταπεινοφρόνως την έκδοσή τους και δεν μας άφηνε.
Ο λόγος του Γέροντα χαρακτηρίζεται από το βίωμα, την βαθιά ανάλυση των νοημάτων και το πηγαίον της εκφράσεως. Οι κατηχήσεις του αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για τους μοναχούς του. Είναι εύγευστος οίνος και φυσικά τα έχουμε σαν κάτι πολύτιμο για μας και φυσικά και για την εκκλησία.
Αυτή λοιπόν συνοπτικά είναι η εξωτερική εικόνα του Γέροντος Αιμιλιανού.
Ας περάσουμε όμως τώρα στην πραγματική γέννησή του. Στην αγωγή του και σε μερικές βασικές πνευματικές θέσεις του.
Κάποιος μοναχός του που κατέγραψε αναμνήσεις μας καλεί σε αυτές τις αναμνήσεις να δούμε έναν άνθρωπο ανικανοποίητο από την παρούσα ζωή. Που επιχειρεί να ξεφύγει από τα όρια αυτού του χώρου και του χρόνου και να βρει μια άλλη ζωή που να ανταποκρίνεται στην πείνα και στην δίψα των βαθυτάτων μυχίων του είναι του. Μια ζωή που , όπως έλεγε ο ίδιος, «αξίζει να την ζει κανείς». Μια ζωή αντάξια του ανθρώπου που είναι στολισμένος με νουν και ζωντανή ψυχή.
Μας καλεί ο μοναχός αυτός να δούμε έναν θεοερωτευμένο που μπλέκεται σε μια περιπέτεια όπου χρειάζεται να τα παίξει όλα για όλα ώστε να κερδίσει το πρόσωπο που αγάπησε. Στην περιπέτεια αυτή αρχίζει προκαλώντας πολύ έντονα το αγαπημένο πρόσωπο που μένει επίμονα κρυμμένο – καταλαβαίνετε ποιο είναι αυτό το πρόσωπο, ο ίδιος ο Χριστός – τον προκαλεί λοιπόνο Γέροντας να του φανερωθεί για να αρχίσουν τον διάλογο. Φτάνει στην πλήρη εξάντληση από τις αδίστακτες προσπάθειες και κραυγές και προσδοκίες και προσμονές. Τότε λοιπόν, μέσα σε αυτόν τον αγώνα, την αγωνία, την άσκηση, έρχεται ο πρώτος ψίθυρος από το κρυμμένο πρόσωπο. Τι του λέει;
– Ησύχασε. Είμαι εδώ, δεν χρειάζεται να με ψάχνεις και να φωνάζεις δυνατά.
Ησυχάζει πλέον ο αναζητητής και σιγά-σιγά η σιωπή του βαθύνεται μέσα του και τον κατακτά εντελώς καθώς συνοδεύεται με μια θέρμη αγάπης και αγωνίας. Μέσα στο μυστήριο αυτής της βαθιάς και σιωπηλής εντρυφήσεως αντιλαμβάνεται κάτι για πρώτη φορά ο Γέροντας. Αντιλαμβάνεται να έρχεται από πίσω του – τρόπον τινα να του κλείνει τα μάτια – και να τον ρωτάει μυστικά:
– Μάντεψε ποιος είμαι!
Ο ίδιος αναρωτιέται.
– Ποιος να είναι άραγε; Μήπως είσαι ο τάδε φίλος μου; Μήπως ο τάδε;
– Όχι!
– Μήπως είσαι ο Θεός μου;
– Ναι! Εγώ είμαι, απαντά το κρυμμένο πρόσωπο.
Του λύνει τα μάτια. Έρχεται μπροστά του. Ανοίγει τα χέρια και τον αγκαλιάζει. Τον ρωτάει:
– Εσύ είσαι ο Θεός μου που σε ψάχνω;
– Ναι, εγώ είμαι. Δεν με γνωρίζεις; Τόσον καιρό με φωνάζεις και τώρα ρωτάς ποιος είμαι;
Μένει έκθαμβος για πολύ αφού ο φίλος χάθηκε πάλι. Είδε για πρώτη φορά «όν ηγάπησε η ψυχή του». Τον είδε. Πώς τον είδε; Εκείνος ξέρει. Είδε. Τι είδε; Είδε το λαμπρότατο φως. Αλλά όταν έμεινε πάλι μόνος το βίωμά του εξελίχθηκε και άλλαξε. Άρχισε τότε μια περιπέτεια που δεν την φαντάστηκε ποτέ. Τι έγινε δηλαδή; Το φως εκείνο τον έκανε να δει θέλοντας και μη τον εαυτό του. Τον εσωτερικό εαυτό του. Μετά το ολόλαμπρο θέαμα είδε το ολοσκότεινο θέαμα, το θέαμα του εαυτού του. Το είδε καθαρά μέσα στο φως. Δεν το ήξερε. Νόμιζε, όπως νομίζει ο καθένας μας, ότι ήταν σπουδαίος πνευματικός. Ανώτερος. Τώρα βλέπει την αλήθεια, ενώ ως τώρα έπεφτε έξω. Είχε απατηθεί. Δεν αντέχει αυτήν την αλήθεια. Δεν μπορεί να την παραδεχτεί. Όλοι λέμε ότι είμαστε αμαρτωλοί. Αλλά κάτι μέσα μας μάς λέει ότι είμαστε και κάτι. Έχουμε αυτά τα χαρίσματα. Είμαστε ικανοί. Είμαστε το ένα, είμαστε το άλλο. Αλλά έχουμε μέσα μας αυτήν την αδυναμία, το σκότος.
Τότε ο Γέροντας κλαίει και πονάει. Συγχρόνως θυμάται και τον αγαπημένο φίλο του. Τα βιώματά του αναμοχλεύουν και εκείνος ο κρυμμένος φίλος του αρχίζει να του κάνει μυστικές προκλήσεις, του κάνει όπως λέμε αντεπίθεση.
– Αν θέλεις τη φιλία μου, είναι ανάγκη να παραδεχτείς τη γύμνια σου. Αν την παραδεχτείς θα σε γεμίσω με όλα τα καλά και θα διώξω από πάνω σου κάθε ασχήμια και κάθε κακία.
Να πως ξεκινάει αδελφοί μου η αληθινή μετάνοια. Η αληθινή γνώσις του εαυτού μας.
-Αν όχι, αν δεν την παραδεχθείς αυτήν τη γύμνωση και πεις ότι είσαι κάτι, τότε θα μένεις όπως είσαι. Αν αποφασίζεις να κρύβεις την αλήθεια για τον εαυτό σου και να μην την παραδέχεσαι, θα φύγω, θα απουσιάσω.
Με κόπο ο αναζητητής αποφάσισε το «Ναι». Η χαρά ξαναήλθε στην ψυχή. Μέσα στην ταπεινωμένη πλέον ύπαρξη κυριάρχησε το σκίρτημα του ηγαπημένου.
– Ναι, αυτός είμαι. Έλα, λοιπόν, Εσύ, ο λαμπρός, το φως. Έλα, και ντύσε με. Ντύσε την γυμνή ψυχή μου.
Το βίωμα εξελίσσεται. Ξαναέρχεται Εκείνος και πάλι ξαναπλημμύρισε το φως. Αλλά τώρα το φως μπήκε βαθιά μέσα του. Φώτισε όλα τα σκοτάδια, τις πιο κρυφές σπηλιές της καρδιάς.
– Παραδέχεσαι λοιπόν ότι είσαι μηδέν και Εγώ το παν για σένα; Αν ναι, είμαι μαζί σου.
Στο εξής λοιπόν, δεν έχουμε απλώς εξέλιξη του βιώματος αλλά μια καινούργια ζωή. Σε εκείνη την κρισιμότατη στιγμή της ολοκληρωτικής αυτογνωσίας που το «ναι» ή το «όχι» θα είχε αιώνιες διαστάσεις ο Γέροντας Αιμιλιανός ένιωσε μέσα του αγάπη για τον Θεό και παραδέχτηκε την νέκρα τη μεγάλης πτώσεως του ανθρώπου. Κατάλαβε πώς έπεσε ο άνθρωπος και κατάλαβε τι είναι ο τραυματισμός της ανθρωπίνης φύσεως.