Προληπτική ιατρική, δικαιοσύνη και μη πρόκληση βλάβης ή πόνου

6 Μαΐου 2020

α. Η αρχή της δικαιοσύνης

Πρωτεύοντα ρόλο στην βιοηθική θεώρηση της προληπτικής ιατρικής διαδραματίζει η αρχή της δικαιοσύνης υπό την διανεμητική της εκδοχή, όπως την εξέφρασε ο John Rawls , αλλά και υπό την περισσότερο θεμελιώδη εκδοχή, όπως την εκφράζει η αριστοτελική ηθική.

Η προληπτική ιατρική στον χώρο της δημόσιας υγείας πολλές φορές συμπεριλήφθηκε στους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη[48]. Στην Ρωλσιανή της εκδοχή η αρχή της δικαιοσύνης στην προληπτική ιατρική ενδιαφέρεται κυρίως για την ίση μεταχείριση και συμμετοχή των πληθυσμών σε προγράμματα πρόληψης και υγείας. Με δεδομένη την κυριαρχία των οικονομικών συμφερόντων στις κοινωνίες της ελεύθερης αγοράς των δυτικών κρατών, η αρχή της δικαιοσύνης υπό την διανεμητική της εκδοχή προβάλλει την σπουδαιότητα του οικονομικού παράγοντα στην προαγωγή της δημόσιας υγείας. Επισημαίνει τον κίνδυνο της υπονόμευσής της, όταν το κράτος και οι δημόσιοι φορείς αρνούνται να παρέχουν τους απαραίτητους πόρους, αφήνοντας το δημόσιο αυτό αγαθό έρμαιο στα χέρια των ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων.

Η αρχή της δικαιοσύνης μαζί με το κοινωνικό, αποκτά και περισσότερο θεμελιώδες περιεχόμενο όταν πρόκειται για ζητήματα που άπτονται της ανθρώπινης προσωπικότητας. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις των ασθενών του AIDS, καταβάλλονται προσπάθειες αφ’ ενός να προστατευθούν οι ανθρώπινοι πληθυσμοί από τον κίνδυνο επιδημικής εξάπλωσης της ασθένειας και αφ’ ετέρου να τηρηθεί η εμπιστευτικότητα και η διακριτικότητα προς τους ασθενείς, ώστε οι τελευταίοι να μην πέσουν θύματα ρατσιστικών διακρίσεων και πρακτικών.

Γενικότερα οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η βιοηθική προβληματική της προληπτικής ιατρικής που αφορά τη δημόσια υγεία είναι διαφορετική από την εξατομικευμένη προληπτική ιατρική. Άρα και οι ηθικοί κανόνες που εφαρμόζονται στη μία περίπτωση είναι διαφορετικοί από αυτούς που εφαρμόζονται στην άλλη[49].

β. Σεβασμός της ιδιωτικότητας (αρχή μη πρόκλησης βλάβης)

Ένα βασικό βιοηθικό πρόβλημα της δημόσιας προληπτικής ιατρικής είναι το ζήτημα της ιδιωτικότητας και της μυστικότητας των αποτελεσμάτων των ιατρικών ερευνών. Τα δεδομένα στα οποία μπορούν να έχουν πρόσβαση οι επιδημιολόγοι ενδέχεται να είναι ευαίσθητα και προσωπικά. Η τυχόν διαρροή τους πιθανόν να προκαλέσει βλάβες σε ψυχολογικό, κοινωνικό, αλλά και ιατρικό επίπεδο στις ερευνώμενες κοινότητες. Έτσι οι συμμετέχοντες σε επιδημιολογικές έρευνες δεσμεύονται δια νόμου και με κυρώσεις για την τήρηση του απορρήτου. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δεσμεύονται ενόρκως.

2. Προληπτική Ιατρική και πληροφορημένη συναίνεση

Η πληροφορημένη συναίνεση, όπως συνηθίζεται να μεταφράζεται στα ελληνικά ο αγγλικός όρος «informed consent», αποτελεί ίσως το πιο ενδεικτικό πεδίο πρακτικής εφαρμογής της αρχής της αυτονομίας. Η βασική φιλοσοφία της πληροφορημένης συναίνεσης έγκειται κυρίως στην διαμόρφωση της απόφασης του ασθενούς και γενικότερα του ατόμου, μετά από την πληρέστερη δυνατή πληροφόρησή του. Μπορεί να επιγράφεται ως συναίνεση, αυτό όμως δεν προεξοφλεί τη συναίνεσή του. Η πληροφόρηση η οποία του παρέχεται μπορεί να τον οδηγήσει σε απόρριψη κάποιας μορφής θεραπείας για προσωπικούς, ηθικούς ή και άλλους λόγους. Πολύ αυστηρότερη τήρηση της πληροφορημένης συναίνεσης γίνεται κατά την συμμετοχή ανθρώπων σε ιατρικά πειραματικά πρωτόκολλα.

Το ζήτημα της συναίνεσης του ασθενούς απασχόλησε την βιοηθική κατά την άσκηση της επιδημιολογίας, η οποία είναι και η επιστήμη που ασχολείται με τα ζητήματα δημόσιας υγείας. Εξ αρχής επισημαίνεται ότι η αρχή της συναίνεσης που συνοδεύει την ατομική θεραπεία και την ιατρική έρευνα σε ατομικό επίπεδο, δεν μπορεί να ισχύσει αυτούσια, όταν πρόκειται για ζητήματα δημόσιας υγείας. Το ερώτημα είναι σε ποιο μέτρο και με ποιον τρόπο μπορεί αυτό να ισχύσει[50]. Το συχνότερο ηθικό δίλημμα το οποίο συναντούν οι επιδημιολόγοι είναι η σύγκρουση μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων και ο αποκλεισμός του επιστήμονα από πληροφορίες προσωπικού περιεχομένου, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές έως καθοριστικές για ζητήματα δημόσιας υγείας[51]. Τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Αυστραλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, το σημαντικότερο ζήτημα που προσέκρουε στην αρχή της πληροφορημένης συναίνεσης ήταν η συλλογή, αποθήκευση και επεξεργασία επιδημιολογικών στατιστικών και μετρήσεων οι οποίες περιείχαν προσωπικά δεδομένα. Αρχικά, την δεκαετία του 1980, πολλές κυβερνητικές επιτροπές έδιναν την άδεια πρόσβασης και χειρισμού αυτών των δεδομένων, σταθμίζοντας ότι το κοινωνικό συμφέρον υπερείχε των ενδοιασμών, καθώς επίσης και ότι δεν συνέτρεχε κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν τα δεδομένα με τρόπο που να βλάπτει τα ατομικά δικαιώματα[52]. Στη συνέχεια, την δεκαετία του 1990 αυξάνεται η απαίτηση για γνωμοδότηση των επιτροπών βιοηθικής σε κάθε τέτοια έρευνα, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή προστασία των ατόμων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, καταρτίζοντας το αυστηρότερο πλαίσιο κανονισμών, θέσπισε δια νόμου την υποχρεωτική γνωμοδότηση επιτροπής βιοηθικής σε κάθε τέτοια έρευνα.

Όπως ήταν αναμενόμενο, υπήρξε αντίδραση από την πλευρά των επιδημιολόγων ερευνητών σε ένα τόσο αυστηρό και περιοριστικό κανονιστικό πλαίσιο. Εξέφρασαν την άποψη ότι περιορίζεται ασφυκτικά το ερευνητικό τους έργο με αποτέλεσμα να υπάρχουν κίνδυνοι στην μελλοντική αντιμετώπιση των προβλημάτων δημόσιας υγείας. Μετά από τις αντιδράσεις αυτές, το 1995 εκδόθηκε οδηγία που υπαγόρευε ότι η συναίνεση δεν είναι απαραίτητη στις περιπτώσεις όπου η εμπιστευτικότητα κρίνεται ότι προστατεύεται επαρκώς, πράγμα για το οποίο έπρεπε οι ερευνητές να πείσουν τις επιτροπές βιοηθικής[53].

 

[48] Dane Beauchamp, Public Health as Social Justice, Inquiry, τόμ.13, τεύχ. 1, σελ. 13-14.
[49] Encyclopedia of bioethics, τομ. 2, σ. 2216
[50] Gordis, E. Gold & R. Seltzer. «Privacy Protection in Epidemiologic and Medical Research: A Challenge and a Responsibility», American Journal of Epidemiology 1977, No. 105, σελ. 163–168.
[51] John Last., «Professional Standards of Conduct for Epidemiologists», In Ethics and Epidemiology, New York, Oxford University Press, 1996, σελ. 57.
[52] Code of Federal Regulations, Title 45, Public Welfare, Department of Health and Human Services, National Institutes of Health, Office for Protection from Research Risks, Part 46, Protection of Human Subjects (45 CFR 46).
[53] Baruch A. Brody. 1998. The Ethics of Biomedical Research: An International Perspective. New York, NY. Oxford University Press, 1998, σελ. 57-63.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ