«Δεν πάει άλλο»

11 Ιουνίου 2020

Αυτό ήταν το σύνθημα αφίσας που πριν λίγο καιρό είχε γεμίσει τους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας. Αλλά και όλο το κείμενο που ακολουθούσε, απέπνεε αυτήν τη δίψα για αλλαγή. Προγράμματα ουτοπιστικά, σχέδια που ήδη πλανήθηκαν χρεοκοπημένα στα σοκάκια της ιστορίας. Προτάσεις, που, από τις τόσες φορές που ακουστήκαν και από τις τόσες φορές που περιφρονήθηκαν, έχουν χάσει πια κάθε ενδιαφέρον. Κι όμως, αυτό το «δεν πάει άλλο» ήταν από μόνο του σε θέση να εκφράσει αυτό το πνίξιμο για μια κατάσταση σε όλα τα επίπεδα (κοινωνική, πολιτική, πνευματική), που δε σου δίνει τίποτα φωτεινό, τίποτε στέρεο να πιαστείς και να συνεχίσεις.

Δεν είναι εμφανές εκ πρώτης όψεως, όμως αυτή η φράση αποτελεί ουσιαστικά μια άλλη, πιο σύγχρονη, πιο άμεση έκφραση του θεολογικού όρου «πλήρωμα του χρόνου». Τον χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε την καταλληλότητα της χρονικής στιγμής, μέσα τη οποία πραγματοποιήθηκε το γεγονός της ενανθρωπίσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Τονίζουμε πολλές φορές –και σωστά- το ανεξιχνίαστο της θείας βουλήσεως ή τις ιστορικές συνθήκες, που επέτρεψαν την εξάπλωση του Ευαγγελίου, όπως η ενότητα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την κοινή γλώσσα κλπ. Αρκετές φορές όμως μας διαφεύγει το γεγονός  πως αν υπάρχει κάτι, που αναδεικνύει το μεγαλείο, αλλά και τον χαρακτήρα αυτής της θείας πρωτοβουλίας, είναι το αγωνιώδες αίτημα της ανθρωπότητας για την ανατροπή μιας βαθειά διαβρωμένης και διεφθαρμένης πραγματικότητας.

Η Εκκλησία  του Χριστού, πέρα από όλα τα άλλα χαρακτηριστικά της, εγκαθιδρύθηκε στον κόσμο, πρώτα ως ένας ευαίσθητος αποδέκτης της κραυγής απελπισίας της ανθρωπότητας, η οποία βρίσκει κλειστά τα ώτα των κοσμοκρατόρων και κατόπιν ως μια δύναμη ασυμβίβαστης κριτικής και μεταμόρφωσης, ενίοτε και ανατροπής των κακώς κειμένων. Το γεγονός πως οι μέθοδοί της διαφέρουν σαφώς από εκείνες ενός πολιτικού ή αντιεξουσιαστικού κινήματος ούτε αλλοιώνουν την στοχοθεσία ούτε μειώνουν την ορμή της. Και για τα δύο, ουσιαστικό κίνδυνο αποτελούν η αδυναμία ανανέωσης του πνεύματος και των προσώπων, αλλά και η εκκοσμίκευση, δηλαδή ο συντονισμός με ρυθμούς και μεθόδους αυτού του κόσμου, στον οποίον υποτίθεται πως κρατάει στάση κριτική, αντίστοιχη με την στάση των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και κυρίως της στάσης του ίδιου του Θεανθρώπου απέναντι στις κοινωνικές δομές όλων των εποχών.

Ο τονισμός της Εκκλησίας ως θεσμού, πέραν του ότι την κατατάσσει σε εκείνες τις κοσμικές δομές, που είναι καταδικασμένες να διαγράψουν τον κύκλο τους, την κατατάσσει και σε εκείνες τις δυνάμεις, οι οποίες θέτουν ως προτεραιότητα την συντήρηση των κεκτημένων και την ενδυνάμωση των παγιωμένων. Όσο μάλιστα πριν τη λέξη «θεσμός» παραλείπεται το επίθετο «θεανθρώπινος», τόσο αμβλύνεται η αποτελεσματικότητα της όποιας κριτικής της παρέμβασης στα κακώς κείμενα. Βρισκόμαστε με λίγα λόγια μπροστά στο ενδεχόμενο πλήρους ανατροπής της …ιδρυτικής της πράξης, που δεν είναι άλλη από την δυναμική προβολή ενός διαρκώς ανανεούμενου, μέσω της πνευματικότητάς της, οράματος μιας κοινωνίας έμπρακτης αγάπης και ταπείνωσης. Το ότι αυτά τα δύο τελευταία, δύσκολα καταφέρνουν να σταθούν ως απάντηση του μέσου πιστού σε ερωτήματα, όπως η κοινωνική αδικία και η οικολογική καταστροφή, αποδεικνύουν την στείρα και πανικόβλητη εσωστρέφεια της Ορθόδοξης εκκλησίας του 21ου αιώνα, η οποία, πέρα από θεολογικές παρερμηνείες και αναχρονισμούς, υποδηλώνει και βαθύτατα κενά, ως προς την βίωση της ορθόδοξης πνευματικότητας και της ορθής πίστης.

Το «δεν πάει άλλο» θα ακούγεται πλέον όλο και περισσότερο, όλο και δυνατότερα από έναν κόσμο που έχει φτάσει στα όριά του. Το κενό των απαντήσεων θα καλυφθεί οπωσδήποτε. Άλλωστε είναι βέβαιο και διαπιστωμένο πως η ζωή απεχθάνεται τα κενά. Εάν η Ορθοδοξία δεν αποτελέσει αξιόπιστη απάντηση, η ευθύνη των καταστροφικών υποκατάστατών της θα βαρύνει τη συνείδηση όλων μας.