Η ταινία «Τόπος Κρανίου» του Κώστα Αριστόπουλου

2 Ιουνίου 2020

Η ταινία αυτή είναι του 1973 σε σκηνοθεσία και σενάριo του Κώστα Αριστόπουλου, εννέα χρόνια μετά το ανέβασμα του έργου «Χριστός Πάσχων» υπό την σκηνοθεσία του Αλ. Σολωμού στο Εθνικό Θέατρο το 1964[1]. Είχε διευθυντή φωτογραφίας τον Γ. Αρβανίτη και μουσική του Γ. Μαρκόπουλου. Έλαβε τιμητική διάκριση για την σκηνοθεσία και την φωτογραφία στο 14ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1973, όπως και το βραβείο της Ένωσης Κριτικών. Έχει διάρκεια 104 λεπτά και έγινε σε συμπαραγωγή με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης παρότι η Ελλάδα τελούσε υπό το δικτατορικό καθεστώς αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο του. Η ταινία αυτή, πιθανόν επηρεασμένη από την αντίστοιχη του P. P. Pasolini, γυρίστηκε στη Μάνη και για να ολοκληρωθεί συνέβαλαν οι κάτοικοι της περιοχής. Ανήκει στις λεγόμενες «εναλλακτικές» ταινίες, οι οποίες αφορούν στο βίο του Χριστού και έχει σαφείς αλληγορίες οι οποίες παραπέμπουν σε πολιτικές και κοινωνικές νοηματοδοτήσεις.

Βασικά ως προς την διανομή της ταινίας πραγματικοί ηθοποιοί ήταν οι Τάκης Κοιλάκος, Γιώργος Διαλεγμένος και Μπάμπης Πεθυμήσης, ενώ συμμετείχαν και αρκετοί κάτοικοι του χωριού Χωσιάριο.

Πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα, όσον αφορά στο θέμα και στον τρόπο που το χειρίστηκε ο σκηνοθέτης. Επί παραδείγματι, επέλεξε να αναδείξει την καθημερινότητα των ανθρώπων ιδιαίτερα καθώς ο ίδιος ο Κ. Αριστόπουλος προσπάθησε να πείσει τους κατοίκους της περιοχής για να συμμετέχουν στην ταινία, με θέμα τα Πάθη του Χριστού[2].

Ενδεικτικό είναι ως προς τον εναλλακτικό χαρακτήρα της ταινίας, πως κατά τους τίτλους έναρξης παρουσιάζεται το συνεργείο να προετοιμάζεται για το γύρισμα. Οι ηθοποιοί, δηλαδή, μεταμφιέζονται μπροστά στην κάμερα στα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης. Η επιλογή του τόπου της Μάνης με τις ιδιαίτερες εμπειρίες της είναι καθοριστική για το χαρακτήρα της ταινίας. Αν και η λογοκρισία κατά τον Γ. Σολδάτο, απαγόρευσε την ταινία, λόγω έλλειψης σεβασμού στα χριστιανικά ζητήματα, εν τέλει αργότερα επέτρεψε την προβολή της.( Γ. Σολδάτος, ό.π.).  Βέβαια, όπως επισημαίνει ο ίδιος στο φεστιβάλ Κινηματογράφου του 1973,  γενικότερα, κυριαρχούσαν τα πολιτικά μηνύματα στη θεματολογία των ταινιών, καθώς υπήρχε και η ανάλογη επιθυμία του κοινού. Άρα, όπως παραθέτει ο συγγραφέας, πρόκειται για στρατευμένο κινηματογράφο[3].

 Υπάρχουν στο film συνεντεύξεις ανθρώπων της περιοχής για τις δύσκολες συνθήκες τις οποίες βίωναν, ενώ ως προς τον Χριστό η ταινία ξεκινάει με τους Πειρασμούς του Χριστού. Το τοπίο της Μάνης με τις λιθόκτιστες κατασκευές της, ταιριάζει αισθητικά ως προς την Ιερουσαλήμ, ως τόπο της δράσης του Χριστού. Ως προάγγελος των τελευταίων ημερών εμφανίζεται στην ταινία ο λόγος τον οποίο εκφώνησε προς τους μαθητές ο Κύριος στο Όρος των Ελαιών[4]. Στη συνέχεια ακολουθεί η συνεννόηση προς προδοσία του Ιούδα[5].

Ο Μυστικός Δείπνος τελείται κατάχαμα με φόντο ένα μαντρότοιχο και έχει για τράπεζα ένα μικρό χαλί. Ο Χριστός ομιλεί και ο σκηνοθέτης ακολουθεί όπως και ο Pasolini τον Ματθαίο. Αναγγέλλεται η προδοσία, ενώ μαθητές ρωτούν αν προσωπικά είναι κάποιος ο προδότης[6]. Κατά τους συστατικούς λόγους, όπου ακολουθείται επίσης ο Ματθαίος, υπάρχει ένζυμος άρτος[7].Ύστερα από αυτό, ο Χριστός αποχωρεί. Ένας άγγελος ξιφομαχεί με έναν δαίμονα. Ακολουθούν αποσπάσματα από την Αγωνία της Γεθσημανή, με πρώτο την έκφραση της επιθυμίας του Υιού προς τον Πατέρα να μην πιεί το πικρό αυτό ποτήρι, πάντα όμως ακολουθώντας το πατρώο θέλημα[8].

Κατά την σκηνή της προδοσίας δεν υπάρχει καθόλου διάλογος. Στο μεγαλύτερο μέρος ακούγεται ο φυσικός ήχος του τοπίου. Ο Χριστός μόνο ρωτά ρητορικά τον  Ιούδα, αν με το φιλί της αγάπης προδίδει τον Υιό του Θεού[9].Ο Χριστός χωρίς να συλληφθεί ακολουθεί την κουστωδία, δίνοντας την εντύπωση πως εκούσια ανέχεται την όλη κατάσταση. Η ταινία συνεχίζει με τον Χριστό ως ελκόμενο τον Σταυρό.

Σε κάποιο χρονικό σημείο της πορείας προς τον Γολγοθά, λαμβάνει χώρα, αυθαίρετα χρονικά, ο εμπαιγμός. Δύο στρατιώτες φορούν μια κόκκινη χλαμύδα στον Χριστό[10]. Την ίδια ώρα ο εμπαιγμός επιτείνεται με τον σκηνοθέτη να προσθέτει ένα αθίγγανο να καθοδηγεί μια αρκούδα ώστε να χορεύει μπροστά στο Σταυρό. Η πορεία προς τον Γολγοθά συνεχίζεται και ολοκληρώνεται. Καθηλώνεται ο ένας ληστής, ενώ ο άλλος προς στιγμήν διαφεύγει, αλλά συλλαμβάνεται και πάλι. Την ώρα της Σταύρωσης ακούγεται το ριζίτικο «Μάνα κι’ αν έρθουν οι φίλοι μου», σε ερμηνεία του Ν. Ξυλούρη[11]. Χωρίς κανένα άλλο λόγο και με μια εικονική διαλεκτική ανάμεσα στον Εσταυρωμένο Χριστό και την παρούσα Θεοτόκο, παραδίδει ο Κύριος το Πνεύμα Του. Ακολουθεί μια ποιμενική σκηνή, με τον μικρό ποιμένα να αντικρίζει τον κρεμασμένο από το δένδρο Ιούδα[12].Δύο άτομα κατεβάζουν τον Ιούδα από το δένδρο. Γενικά κατά τις τραγικές αυτές στιγμές επικρατεί σιγή. Έπεται η Αποκαθήλωση του Χριστού και το τύλιγμά Του με λευκή σινδόνη[13]. Η αφήγηση  ολοκληρώνεται με τις δύο μυροφόρες ενώπιων του καινού μνημείου, με τον Άγγελο να στέκεται πάνω στο μνημείο[14].Η ταινία έχει ως τελευταία σκηνή ένα πλάνο προς το κινηματογραφικό συνεργείο.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]Ι. Βιβιλάκης, «Το μυστήριο της μεταπολίτευσης. Ο Χριστός πάσχων της Θεατρικής Συντεχνίας», στο Α. Αλτουβά και Κ. Διαμαντάκου, Καίτη (επιμ.). Θέατρο και Δημοκρατία. Πρακτικά Ε´ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου Θέατρο και Δημοκρατία, Αφιερωμένο στον Βάλτερ Πούχνερ, Α´ τόμος (Αθήνα: Τμήμα Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ, 2018), 179-184.

[2] Γιάννης Σολδάτος, Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, 10η εκδ., εκδ. Αιγόκερως, 2002, σ. 95-96.

[3] ό.π. σελ 93

[4]Μτ 24:3 κ.ε.

[5]Μτ 26:15.

[6]Μτ 26:21-22.

[7]Μτ 26:26-27.

[8]Μτ 26:39.

[9]Λκ 22:48.

[10]Μτ 27:28.

[11]Ν. Ξυλούρης, «Μάνα κι’ αν έρθουν οι φίλοι μου», στο Γ. Μαρκόπουλος και Ν. Ξυλούρης, Δίσκος «Ριζίτικα» (Columbia, 1971).

[12] Πρ 1:18.

[13]Μτ. 27:59. Βλ. και Μκ 15:46. Πρβλ. και Λκ 23:53.

[14]Μτ 28:1-2.